Η ΜΕΤΑ ΘΑΝΑΤΟΝ ΖΩΗ
«ίνα μη το κακόν αθάνατον γένηται»
|
[...] Ξαφνικά ακούστηκε κάποιος θόρυβος και με κραυγές και γέλια άρχισε γρήγορα να μας πλησιάζει ένα πλήθος κάποιων απαίσιων Όντων.
«Δαίμονες!» σκέφτηκα. Το κατάλαβα μάλιστα πάρα πολύ γρήγορα και με έπιασε κάτι σαν τρόμος πού μέχρι τότε μου ήταν άγνωστος. Δαίμονες! Φαντάζομαι πώς ειρωνευόμουν και γελούσα αν κάποιος, λίγες μέρες, ακόμα και λίγες ώρες, νωρίτερα θα μου έλεγε ότι πιστεύει στην ύπαρξή τους και είδε με τα μάτια του τούς δαίμονες!
Ως μορφωμένος άνθρωπος του τέλους του δεκάτου ενάτου αιώνα, με το όνομα αυτό, θεωρούσα τις κακές συνήθειες και τα πάθη του ανθρώπου. Γι' αυτό και η λέξη αυτή δεν ήταν για μένα όνομα αλλά ένας όρος πού δηλώνει κάποια αφηρημένη έννοια και ξαφνικά αυτή «η αφηρημένη έννοια» παρουσιάστηκε μπροστά μου σαν ζωντανό πρόσωπο! Και σήμερα ακόμα δεν μπορώ να εξηγήσω πώς και γιατί τότε αμέσως χωρίς καμία αμφιβολία αναγνώρισα στο πρόσωπό τους τούς δαίμονες. Είναι όμως σίγουρο ότι ο χαρακτηρισμός τους σαν δαίμονες ήταν για μένα τότε κάτι το τελείως παράλογο διότι, αν έβλεπα ένα τέτοιο θέαμα κάποια άλλη στιγμή, σίγουρα θα έλεγα ότι αυτό είναι μία μορφοποιημένη φαντασία, με απλά λόγια θα έλεγα οτιδήποτε άλλο εκτός από δαίμονες. και δεν θα τούς καλούσα μ' αυτό το όνομα, επειδή, όπως είπα, δεν το θεωρούσα όνομα αλλά έναν όρο πού δηλώνει κάτι πού ούτε καν μπορούμε να το δούμε. Τότε όμως τόσο γρήγορα κατάλαβα ότι είναι δαίμονες, και το πράγμα αυτό ήταν για μένα τόσο φανερό, πού δεν υπήρξε λόγος ούτε και να το σκεφτώ. Σαν να αντίκρισα κάτι πού το ξέρω πολύ καλά από παλιά. Και επειδή, όπως έλεγα, τότε ο νους μου ενεργούσε πάρα πολύ γρήγορα, γι' αυτό και γρήγορα κατάλαβα ότι αυτή η απαίσια όψη αυτών των όντων δεν ήταν ο πραγματικός τους εαυτός αλλά ένα τρομερό προσωπείο πού το φορούσαν πιθανώς με σκοπό να με τρομοκρατήσουν περισσότερο. Τότε ξύπνησε η υπερηφάνειά μου. Αισθάνθηκα ντροπή και για τον εαυτό μου και για τον άνθρωπο γενικά, πού αυτά τα πλάσματα για να τον φοβερίσουν αυτόν πού τόσο μεγάλη ιδέα έχει για τον εαυτό του, χρησιμοποιούν τέτοιους τρόπους πού εμείς τούς χρησιμοποιούμε μόνο για τα μικρά παιδιά. Αφού μας περικύκλωσαν από όλες τις πλευρές οι δαίμονες φώναζαν και απαιτούσαν από τούς αγγέλους να με παραδώσουν σ' αυτούς. Προσπαθούσαν με κάθε τρόπο να με αρπάξουν από τα χέρια τους, αλλά δεν τολμούσαν να το κάνουν. Από τις αισχρές κραυγές και τα ουρλιάσματα πού έβγαζαν ξεχώριζα κάποιες λέξεις και μερικές φορές και ολόκληρες τις φράσεις. - Είναι δικός μας, αρνήθηκε τον Θεό, - ξαφνικά φώναξαν όλοι με μία φωνή και ταυτόχρονα όρμησαν πάνω μου. Το αίμα πάγωσε στις φλέβες μου. «Είναι ψέμα! αυτό δεν είναι αλήθεια!», ήθελα να τούς απαντήσω. Όταν ξαναβρήκα τον εαυτό μου, και όμως η μνήμη μου έδεσε την γλώσσα. με έναν τρόπο ακατανόητο θυμήθηκα ξαφνικά ένα ασήμαντο περιστατικό πού συνέβη τόσο παλιά, την εποχή πού ήμουν νέος, και πού το ξέχασα σχεδόν εντελώς.[...]
K. UEKSELL, (UNBELIEVABLE FOR MANY BUT ACTUALLY A TRUE OCCURRENCE)
|
«Θανάτου εορτάζομεν νέκρωσιν...»
ΓΕΩΡΓΙΟΥ Δ. ΜΕΤΑΛΛΗΝΟΥ
Με τα απαισιότερα συναισθήματα αντιμετωπίζεται συνήθως ο θάνατος. Ο πολιτισμός μας, για τον οποίο τόσο καυχόμαστε, δεν μας έχει εξοικειώσει με την μεγαλύτερη και τραγικότερη πραγματικότητα στη ζωή μας, τον θάνατο. Ούτε μας έχει συμφιλιώσει μαζί του. Γι' αυτό λείπει στη σημερινή κοινωνία μία ρεαλιστική φιλοσοφία του θανάτου. Βέβαια, σ' αυτό συντρέχουν διάφοροι λόγοι. Ο ολιγόπιστος φοβάται τον θάνατο, διότι βλέπει την ανετοιμότητά του να τον υποδεχθεί. Ο άπιστος ή άθεος, που στηρίζει όλες τις ελπίδες του στον κόσμο αυτό, βλέπει τον θάνατο σαν καταστροφή. Γι' αυτό αποφεύγει να μιλεί για τον θάνατο ή χλευάζει τον θάνατο, αλλά στο βάθος τον φοβάται. Όπως τον φοβούνται οι οικονομικά εύρωστοι, διότι θα τους κάμει να χάσουν όσα έχουν, αλλά και οι προλετάριοι του κόσμου μας, μολονότι διατείνονται, ότι βλέπουν τον θάνατο σαν σωτηρία. Διότι γι' αυτούς, κυρίως, ισχύει ο λόγος του Δ. Σολωμού: «Γλυκειά η ζωή και ο θάνατος μαυρίλα».
Για τον χριστιανό, όμως, και μάλιστα τον πατερικό, δηλαδή τον ορθόδοξο, το μυστήριο του θανάτου έχει λυθεί. Η Σφίγγα του θανάτου διέκοψε τη σιωπή της. Το αίνιγμα, που τόσο απασχόλησε το ανθρώπινο πνεύμα και μόνον η σωκρατική-πλατωνική μεγαλοφυΐα μπόρεσε να ψαύσει στον «Φαίδρο», έχει πια εξιχνιαστεί και απομυθευθεί. Μένει, βέβαια, και για τον χριστιανό ο θάνατος «μυστήριο». «Όντως φοβερώτατον το του θανάτου μυστήριον» -ψάλλουμε στη νεκρώσιμη ακολουθία. Το μυστήριο όμως δεν έγκειται στην ύπαρξή του, αλλά στις συνέπειές του: «πώς η ψυχή εκ του σώματος βιαίως χωρίζεται...»! Η συμμετοχή του πιστού στο Πάθος και την Ανάσταση του Χριστού βοηθά στην κατανόηση του μυστηρίου της ζωής και του θανάτου. Η ζωή είναι δώρο του Θεού, που δημιούργησε τα πάντα «εξ ουκ όντων» (από το μηδέν) και μας έφερε από την ανυπαρξία στην ύπαρξη. Ο θάνατος, εξάλλου, είναι έξω από τη θέληση του Θεού. Δεν είναι φυσική κατάσταση, αλλά συνδέεται με το τραγικό γεγονός της αμαρτίας, της αστοχίας του ανθρώπου να μένει στην κοινωνία του Θεού. «Ο Θεός θάνατον ουκ εποίησεν», «φθόνω διαβόλου εισήλθεν θάνατος εις τον κόσμον». Ο Θεός επέτρεψε τον θάνατό μας, «ίνα μη το κακόν αθάνατον γένηται»
Αυτή είναι η θεολογική ερμηνεία του θανάτου από τους Αγίους μας, τους αληθινούς θεολόγους. Η αμαρτία, ως πτωτικό γεγονός, αδρανοποίησε και νέκρωσε, τελικά, τη ζωή μας, που είναι η ενοίκηση του Θεού στην καρδιά μας, το κέντρο της ύπαρξής μας. Αυτός ο «χωρισμός» από την άκτιστη χάρη του Θεού είναι ο πνευματικός θάνατος, που προκάλεσε και τον σωματικό-βιολογικό θάνατό μας. Στον πνευματικό θάνατο πρέπει να ζητηθεί η αιτία και του σωματικού θανάτου. Θρήνος, λοιπόν, κατά την κήδευση κάποιου αγαπητού μας προσώπου («Θρηνώ και οδύρομαι, όταν νοήσω τον θάνατον...», ψάλλουμε) δεν συνδέεται με τον πρόσκαιρο χωρισμό μας, αλλά με την αιτία που προκάλεσε τον θάνατό μας, την αμαρτία.
Ο σωματικός θάνατος είναι διάσπαση της αρμονικής σχέσης και συλλειτουργίας ψυχής και σώματος, ώς τη Δευτέρα Παρουσία του Χριστού. Η ανθρώπινη σάρκα νεκρώνεται, φθείρεται και, επιστρέφοντας στο χώμα, διαλύεται. Η ψυχή όμως δεν φθείρεται, ούτε διαλύεται, διότι ο Θεός την δημιούργησε πνευματική. Περιμένει το «κέλευσμα» (παράγγελμα) του Χριστού κατά τη Δευτέρα Παρουσία του (Α' Θεσσ. 4, 16), για να ξαναενωθεί με το αναστημένο σώμα και να ζήσει αιώνια μαζί Του, σε μιαν άλλη ζωή, που θα είναι όμως αιώνια συνέχεια της γήινης ύπαρξής μας. Ο «νόμος της αφθαρσίας» ισχύει απόλυτα στο δημιουργικό έργο του Θεού. Τίποτε δεν χάνεται από αυτό. Γι' αυτό κάθε στιγμής της παρούσας ζωής έχει για τον χριστιανό σωτηριολογική σημασία, διότι από τον τρόπο που τη ζούμε κρίνεται η σωτηρία μας, η κατάστασή μας στη μετά θάνατον ύπαρξή μας (βλ. Β' Κορ. 6, 7).
Ο Χριστός, με όλο το σωτήριο έργο Του, επιφέρει την πλήρη άρση όλων των συνεπειών της πτώσης. Συντρίβει την αμαρτία πρώτα στη δική Του αναμάρτητη φύση, που δεν νικιέται από τη θανατηφόρο δύναμη της αμαρτίας, αλλά και πάνω στον Σταυρό Του, στον οποίο θανάτωσε τη δική μας αμαρτία, την αμαρτία όλου του κόσμου (Ιω., 1, 29). Ο Θεός δεν ενεργεί τιμωρητικά, όπως απαιτούσε ο ανθρώπινος νόμος, αλλά ως σωτήρας και απελευθερωτής του ανθρώπου από τη δουλεία της αμαρτίας, όπως επιβάλλει ο δικός Του νόμος. Δεν τιμωρεί, συνεπώς, τους αμαρτωλούς, όπως συνέβη με τον κατακλυσμό στην Παλαιά Διαθήκη (Γεν. κεφ. 8), αλλά την αμαρτία, όπως ο καλός γιατρός δεν ζητεί τον θάνατο του ασθενούς, αλλά της νόσου. Γι' αυτό στη Θεία Λειτουργία ονομάζεται ο Χριστός «ιατρός των ψυχών και των σωμάτων ημών».
Η Ανάσταση του Χριστού είναι η κορύφωση της νίκης Του πάνω στην αμαρτία μας και γι' αυτό νοηματοδοτεί όλη την ύπαρξή μας. Ενώ η ιστορία του κόσμου βαδίζει προς ένα τέλος, ο άνθρωπος στο φως της Αναστάσεως αποδεικνύεται χωρίς τέλος. Διότι στο όριο ιστορίας και μεταϊστορίας βρίσκεται ο Νικητής του Θανάτου, ο Χριστός, ο Οποίος «θανάτω επάτησε τον Θάνατον» και μεις «Θανάτου εορτάζομεν νέκρωσιν», τον θάνατο του Θανάτου.
Ο θάνατος και η ανάσταση του Χριστού είναι η νίκη πάνω στον Θάνατο. Έξω από τη σχέση μας με τον Χριστό, ο θάνατος γίνεται φοβερός και αδυσώπητος. Με τον αναστάντα Χριστό ο Θάνατος απομυθοποιείται. Καταλύεται η παντοδυναμία του (Εβρ. 2,14). Ο Χριστός κατήργησε το φόβητρο του θανάτου, ώστε χριστιανικά ο θάνατος να νοείται ως η αληθινή γέννηση και αναμονή της κοινής ανάστασης. Κατανοείται, έτσι, το παράδοξο: ενώ ο «κόσμος» γιορτάζει γενέθλια, εμείς οι χριστιανοί πανηγυρίζουμε την «μνήμην», την κοίμηση, των Αγίων μας. Διότι η ημέρα του θανάτου για τον αυθεντικά χριστιανό είναι η αληθινή γέννησή μας («γενέθλιος ημέρα») στην αληθινή ζωή.
Ο ορθόδοξος πιστός, όμως, ζει τις περίεργες για τον χωρίς Θεό πραγματικότητες, μετέχοντας στη ζωή του εκκλησιαστικού σώματος. Δεν αρκεί γι' αυτό το τυπικό βάπτισμα. Χρειάζεται μετοχή στην εν Χριστώ ζωή και ύπαρξη. Στα όρια αυτής της ζωής ο πιστός πεθαίνει κάθε στιγμή της ζωής του, νεκρώνεται, με την άσκηση και την πνευματική ζωή για τον κόσμο, για να ζήσει μέσα στη Χάρη του Θεού, που είναι η «αιώνιος ζωή». Γι' αυτό μας διδάσκουν οι μοναχοί μας, οι αυθεντικοί πιστοί: «Εάν πεθάνεις, πριν πεθάνεις, δεν θα πεθάνεις, όταν πεθάνεις»! Ο λόγος του Χριστού «ο πιστεύων εις εμέ, καν αποθάνη ζήσεται» (Ιωάνν. 11, 25) σημαίνει, ότι η μέσω του βαπτίσματος και της πνευματικής ζωής ένωσή μας μαζί Του, μας συνδέει και πάλι με τη γεννήτρια της ζωής, την πηγή της ζωής, που είναι Αυτός. Μας επαναφέρει στην κοινωνία και σχέση με τον Θεό, που ζωοποιεί τον θάνατό μας και μεταμορφώνει σε Ζωή δική Του τον καθημερινό θάνατό μας. Χωρίς να είναι, συνεπώς, κανείς ζωντανό μέλος του σώματος του Χριστού, της Εκκλησίας, δεν μπορεί να ζήσει αληθινά, να μετέχει της ζωής του Χριστού. Ο απλά βαπτισμένος έχει τις δυνατότητες και προϋποθέσεις μετοχής σ' αυτή τη ζωή, αλλά δεν σημαίνει ότι μετέχει σ' αυτήν, αν δεν μετέχει στην άσκηση και την εμπειρία των αγίων μυστηρίων. «Ουχ ότι άπαξ γεγενήμεθα του σώματος», λέγει ο ι. Χρυσόστομος. Δεν τελειώνουν, δηλαδή, όλα όσον αφορά τη σωτηρία, με το βάπτισμα. Με αυτό αρχίζουν. Το βάπτισμα είναι το άνοιγμα της πύλης, αλλά πρέπει να διαβεί την πύλη κανείς και να ζήσει εν Χριστώ.
Για τον χριστιανό, όμως, και μάλιστα τον πατερικό, δηλαδή τον ορθόδοξο, το μυστήριο του θανάτου έχει λυθεί. Η Σφίγγα του θανάτου διέκοψε τη σιωπή της. Το αίνιγμα, που τόσο απασχόλησε το ανθρώπινο πνεύμα και μόνον η σωκρατική-πλατωνική μεγαλοφυΐα μπόρεσε να ψαύσει στον «Φαίδρο», έχει πια εξιχνιαστεί και απομυθευθεί. Μένει, βέβαια, και για τον χριστιανό ο θάνατος «μυστήριο». «Όντως φοβερώτατον το του θανάτου μυστήριον» -ψάλλουμε στη νεκρώσιμη ακολουθία. Το μυστήριο όμως δεν έγκειται στην ύπαρξή του, αλλά στις συνέπειές του: «πώς η ψυχή εκ του σώματος βιαίως χωρίζεται...»! Η συμμετοχή του πιστού στο Πάθος και την Ανάσταση του Χριστού βοηθά στην κατανόηση του μυστηρίου της ζωής και του θανάτου. Η ζωή είναι δώρο του Θεού, που δημιούργησε τα πάντα «εξ ουκ όντων» (από το μηδέν) και μας έφερε από την ανυπαρξία στην ύπαρξη. Ο θάνατος, εξάλλου, είναι έξω από τη θέληση του Θεού. Δεν είναι φυσική κατάσταση, αλλά συνδέεται με το τραγικό γεγονός της αμαρτίας, της αστοχίας του ανθρώπου να μένει στην κοινωνία του Θεού. «Ο Θεός θάνατον ουκ εποίησεν», «φθόνω διαβόλου εισήλθεν θάνατος εις τον κόσμον». Ο Θεός επέτρεψε τον θάνατό μας, «ίνα μη το κακόν αθάνατον γένηται»
Αυτή είναι η θεολογική ερμηνεία του θανάτου από τους Αγίους μας, τους αληθινούς θεολόγους. Η αμαρτία, ως πτωτικό γεγονός, αδρανοποίησε και νέκρωσε, τελικά, τη ζωή μας, που είναι η ενοίκηση του Θεού στην καρδιά μας, το κέντρο της ύπαρξής μας. Αυτός ο «χωρισμός» από την άκτιστη χάρη του Θεού είναι ο πνευματικός θάνατος, που προκάλεσε και τον σωματικό-βιολογικό θάνατό μας. Στον πνευματικό θάνατο πρέπει να ζητηθεί η αιτία και του σωματικού θανάτου. Θρήνος, λοιπόν, κατά την κήδευση κάποιου αγαπητού μας προσώπου («Θρηνώ και οδύρομαι, όταν νοήσω τον θάνατον...», ψάλλουμε) δεν συνδέεται με τον πρόσκαιρο χωρισμό μας, αλλά με την αιτία που προκάλεσε τον θάνατό μας, την αμαρτία.
Ο σωματικός θάνατος είναι διάσπαση της αρμονικής σχέσης και συλλειτουργίας ψυχής και σώματος, ώς τη Δευτέρα Παρουσία του Χριστού. Η ανθρώπινη σάρκα νεκρώνεται, φθείρεται και, επιστρέφοντας στο χώμα, διαλύεται. Η ψυχή όμως δεν φθείρεται, ούτε διαλύεται, διότι ο Θεός την δημιούργησε πνευματική. Περιμένει το «κέλευσμα» (παράγγελμα) του Χριστού κατά τη Δευτέρα Παρουσία του (Α' Θεσσ. 4, 16), για να ξαναενωθεί με το αναστημένο σώμα και να ζήσει αιώνια μαζί Του, σε μιαν άλλη ζωή, που θα είναι όμως αιώνια συνέχεια της γήινης ύπαρξής μας. Ο «νόμος της αφθαρσίας» ισχύει απόλυτα στο δημιουργικό έργο του Θεού. Τίποτε δεν χάνεται από αυτό. Γι' αυτό κάθε στιγμής της παρούσας ζωής έχει για τον χριστιανό σωτηριολογική σημασία, διότι από τον τρόπο που τη ζούμε κρίνεται η σωτηρία μας, η κατάστασή μας στη μετά θάνατον ύπαρξή μας (βλ. Β' Κορ. 6, 7).
Ο Χριστός, με όλο το σωτήριο έργο Του, επιφέρει την πλήρη άρση όλων των συνεπειών της πτώσης. Συντρίβει την αμαρτία πρώτα στη δική Του αναμάρτητη φύση, που δεν νικιέται από τη θανατηφόρο δύναμη της αμαρτίας, αλλά και πάνω στον Σταυρό Του, στον οποίο θανάτωσε τη δική μας αμαρτία, την αμαρτία όλου του κόσμου (Ιω., 1, 29). Ο Θεός δεν ενεργεί τιμωρητικά, όπως απαιτούσε ο ανθρώπινος νόμος, αλλά ως σωτήρας και απελευθερωτής του ανθρώπου από τη δουλεία της αμαρτίας, όπως επιβάλλει ο δικός Του νόμος. Δεν τιμωρεί, συνεπώς, τους αμαρτωλούς, όπως συνέβη με τον κατακλυσμό στην Παλαιά Διαθήκη (Γεν. κεφ. 8), αλλά την αμαρτία, όπως ο καλός γιατρός δεν ζητεί τον θάνατο του ασθενούς, αλλά της νόσου. Γι' αυτό στη Θεία Λειτουργία ονομάζεται ο Χριστός «ιατρός των ψυχών και των σωμάτων ημών».
Η Ανάσταση του Χριστού είναι η κορύφωση της νίκης Του πάνω στην αμαρτία μας και γι' αυτό νοηματοδοτεί όλη την ύπαρξή μας. Ενώ η ιστορία του κόσμου βαδίζει προς ένα τέλος, ο άνθρωπος στο φως της Αναστάσεως αποδεικνύεται χωρίς τέλος. Διότι στο όριο ιστορίας και μεταϊστορίας βρίσκεται ο Νικητής του Θανάτου, ο Χριστός, ο Οποίος «θανάτω επάτησε τον Θάνατον» και μεις «Θανάτου εορτάζομεν νέκρωσιν», τον θάνατο του Θανάτου.
Ο θάνατος και η ανάσταση του Χριστού είναι η νίκη πάνω στον Θάνατο. Έξω από τη σχέση μας με τον Χριστό, ο θάνατος γίνεται φοβερός και αδυσώπητος. Με τον αναστάντα Χριστό ο Θάνατος απομυθοποιείται. Καταλύεται η παντοδυναμία του (Εβρ. 2,14). Ο Χριστός κατήργησε το φόβητρο του θανάτου, ώστε χριστιανικά ο θάνατος να νοείται ως η αληθινή γέννηση και αναμονή της κοινής ανάστασης. Κατανοείται, έτσι, το παράδοξο: ενώ ο «κόσμος» γιορτάζει γενέθλια, εμείς οι χριστιανοί πανηγυρίζουμε την «μνήμην», την κοίμηση, των Αγίων μας. Διότι η ημέρα του θανάτου για τον αυθεντικά χριστιανό είναι η αληθινή γέννησή μας («γενέθλιος ημέρα») στην αληθινή ζωή.
Ο ορθόδοξος πιστός, όμως, ζει τις περίεργες για τον χωρίς Θεό πραγματικότητες, μετέχοντας στη ζωή του εκκλησιαστικού σώματος. Δεν αρκεί γι' αυτό το τυπικό βάπτισμα. Χρειάζεται μετοχή στην εν Χριστώ ζωή και ύπαρξη. Στα όρια αυτής της ζωής ο πιστός πεθαίνει κάθε στιγμή της ζωής του, νεκρώνεται, με την άσκηση και την πνευματική ζωή για τον κόσμο, για να ζήσει μέσα στη Χάρη του Θεού, που είναι η «αιώνιος ζωή». Γι' αυτό μας διδάσκουν οι μοναχοί μας, οι αυθεντικοί πιστοί: «Εάν πεθάνεις, πριν πεθάνεις, δεν θα πεθάνεις, όταν πεθάνεις»! Ο λόγος του Χριστού «ο πιστεύων εις εμέ, καν αποθάνη ζήσεται» (Ιωάνν. 11, 25) σημαίνει, ότι η μέσω του βαπτίσματος και της πνευματικής ζωής ένωσή μας μαζί Του, μας συνδέει και πάλι με τη γεννήτρια της ζωής, την πηγή της ζωής, που είναι Αυτός. Μας επαναφέρει στην κοινωνία και σχέση με τον Θεό, που ζωοποιεί τον θάνατό μας και μεταμορφώνει σε Ζωή δική Του τον καθημερινό θάνατό μας. Χωρίς να είναι, συνεπώς, κανείς ζωντανό μέλος του σώματος του Χριστού, της Εκκλησίας, δεν μπορεί να ζήσει αληθινά, να μετέχει της ζωής του Χριστού. Ο απλά βαπτισμένος έχει τις δυνατότητες και προϋποθέσεις μετοχής σ' αυτή τη ζωή, αλλά δεν σημαίνει ότι μετέχει σ' αυτήν, αν δεν μετέχει στην άσκηση και την εμπειρία των αγίων μυστηρίων. «Ουχ ότι άπαξ γεγενήμεθα του σώματος», λέγει ο ι. Χρυσόστομος. Δεν τελειώνουν, δηλαδή, όλα όσον αφορά τη σωτηρία, με το βάπτισμα. Με αυτό αρχίζουν. Το βάπτισμα είναι το άνοιγμα της πύλης, αλλά πρέπει να διαβεί την πύλη κανείς και να ζήσει εν Χριστώ.