Δευτέρα 28 Οκτωβρίου 2013

Το Συγκρότημα του Όρους της Αγίας Αικατερίνης στο Σινά.

Το Συγκρότημα του Όρους της Αγίας Αικατερίνης στο Σινά.
Το Όρος της Αγίας Αικατερίνης είναι το υψηλότερο της χερσονήσου του Σινά που φθάνει στα 2.646 μέτρα. Απέχει πέντε ώρες με τα πόδια από τη Μονή. Ο δρόμος είναι ομαλός, κατασκευασμένος από τον αείμνηστο Μοναχό Μωυσή.
Στην κορυφή του όρους υπάρχει το Παρεκκλήσιο της Αγίας. Ο τόπος όπου ανακαλύφθηκε το Άγιο Λείψανο, είναι ακριβώς κάτω από την Αγία Τράπεζα. Δίπλα στο Παρεκκκλήσιο υπάρχουν δύο δωμάτια για τους προσκυνητές. Η θέα από εδώ είναι θαυμάσια. Ο προσκυνητής μπορεί να δει την Ερυθρά Θάλασσα Νοτίως, και τον Κόλπο του Εϊλάτ Ανατολικώς.



Η Αγία Αικατερίνα μεταφερόμενη από τους Αγγέλους στην Ομώνυμη Κορυφή, Εικόνα, 15ος αι.
————————————————–
————————

Η Κορυφή και το Παρεκκλήσιο της Αγίας Αικατερίνης

Το Παρεκκλήσιο της Αγίας Αικατερίνης στο Ομώνυμο Όρος

Το Παρεκκλήσιο της Αγίας Αικατερίνης, Εσωτερικό
———————————————————

Η Λάρνακα της Αγίας Αικατερίνης
Η μαρμάρινη Λάρνακα στην οποία φυλάσσεται σήμερα το τίμιο λείψανο της Αγίας Αικατερίνης ευρίσκεται στη Νότια πλευρά του Αγίου Βήματος του Καθολικού. Είναι έργο που συνέθεσε ο λιθουργός και Σκευοφύλακας της Μονής Προκοπίος, αξιοποιώντας παλαιοχριστιανικά θωράκια. Στο χώρο του Αγίου Βήματος φυλάσσονται άλλες δύο Λάρνακες οι οποίες έχουν δωριθεί στη Μονή από τη Ρωσία. Όλοι οι προσκυνητές έχουν τη δυνατότητα να προσκυνήσουν τα τίμια λείψανα της Αγίας μετά το πέρας των ακολουθιών. Τότε τα τίμια λείψανα εκτίθενται για προσκύνηση και δίδεται σε κάθε προσκυνητή τότε ως ευλογία το αργυρό δακτυλίδι της Αγίας. Το δακτυλίδι αυτό συμβολίζει τον πνευματικό αρραβώνα της Αγίας με το Χριστό και τον σύνδεσμο κάθε προσκυνητή με τη Μονή, θεωρείται δε μεγάλο φυλακτό το οποίο οι προσκυνητές συνήθως το φορούν δια βίου.

http://dosambr.wordpress.com/

Ο Μοναχός Μωυσής

Ο Μοναχός  Μωυσής
 
Σε απόσταση 30 λεπτών με τα πόδια από τη Μονή της Αγίας Αικατερίνης, έξω από τα τείχη, μονάζει σε Σκήτη, εδώ και 35 χρόνια, ο μοναχός Μωυσής. Το ασκητικό του νοικοκυριό βρίσκεται «λαξευμένο» σε μια γρανιτένια πλαγιά του όρους Σινά.
 
 Ο πατέρας Μωυσής, 75 ετών σήμερα, ζει κοντά στους βεδουίνους και κτίζει εδώ και χρόνια μια σχέση εμπιστοσύνης με την κοινότητα, που ζει στην περιοχή γύρω από το μοναστήρι. Βοηθά με όποιον τρόπο μπορεί τις οικογένειές τους, που ζουν σε εξαιρετικά δύσκολες συνθήκες σε ένα από τα πιο αφιλόξενα τοπία που μπορεί να συναντήσει κανείς. Έτσι, με το πέρασμα των χρόνων κέρδισε την εμπιστοσύνη τους. Όπως αναφέρει ο ίδιος, «ένας ξένος είναι πολύ δύσκολο να προχωρήσει στα χωριά τους. Αρχικά είναι πολύ επιφυλακτικοί μαζί του. Επειδή, όμως, για αρκετό καιρό, με ό,τι χρήματα είχα, τους πήγαινα τροφές - όλα τα απαραίτητα που χρειάζεται μια οικογένεια, όπως αλεύρι, γάλα και τυρί -, άρχισαν να μου επιτρέπουν να μπαίνω στα σπίτια τους».

 
Όσο περνούσε ο καιρός, διαπίστωνε ότι με αυτό το τρόπο δε μπορούσε να τους βοηθήσει αποτελεσματικά. «Δεν ήθελα να ζουν από ελεημοσύνη» δηλώνει ο ίδιος, ο οποίος απεχθάνεται την επαιτεία και τη συνήθεια των βεδουίνων στις τριγύρω φυλές να απλώνουν το χέρι. Έτσι, με την ευλογία του Σεβασμιότατου Αρχιεπισκόπου Δαμιανού, το 2003 ξεκίνησε να υλοποιεί το όραμά του για ένα καλύτερο και αξιοπρεπές μέλλον.
 Δημιούργησε μικρά εργαστήρια υφαντουργίας και με τα κέρδη από τα αναμνηστικά, που αγοράζουν οι επισκέπτες, ενισχύει και στηρίζει την κοινότητα των βεδουίνων και ιδιαίτερα τις γυναίκες, οι οποίες δε μπορούν να συνεισφέρουν με κάποιο τρόπο στο εισόδημα του «νοικοκυριού» (Οι άνδρες βγάζουν χρήματα ως καμηλιέρηδες). «Ανέλαβα το έργο με τα βεδουίνικα χειροτεχνήματα με μοναδικό στόχο την προσφορά εργασίας στους κατοίκους της περιοχής πέριξ της Ιεράς Μονής του Σινά. Όλα τα έσοδα διατίθενται για την αγορά υλικών (υφασμάτων, χαντρών κ.ά.) και την πληρωμή των εργαζομένων». Για το σκοπό αυτό έφερε από το Κάιρο έναν υφάντη, που τις έμαθε να υφαίνουν, τις αγόρασε τον κατάλληλο εξοπλισμό και τις εφοδίασε με τον κατάλληλο εξοπλισμό.

 
Στόχος της προσπάθειάς του είναι η διαρκής προσφορά νέων θέσεων εργασίας με ικανοποιητική και άμεση αμοιβή, κάτι που θα εξασφαλίσει αξιοπρεπή ζωή σε αυτές τις γυναίκες και τις οικογένειές τους, αλλά παράλληλα θα συμβάλλει και στη συνέχιση της παραδοσιακής βεδουίνικης τέχνης των φυλών του Σινά. 
 Σήμερα, χάρη στην επιμονή και την υπομονή του, έχουν εξοπλιστεί 18 εργαστήρια κοπτικής ραπτικής και 15 εργαστήρια με αργαλειούς. Πολλές γυναίκες διαφόρων φυλών εργάζονται σε αυτά και πολλές άλλες κυρίως νέες κοπέλες ζητούν απασχόληση, αλλά δεν είναι δυνατή η συνεργασία μαζί τους, λόγω της δυσκολίας που υπάρχει στη διάθεση των προϊόντων.
 
Η διάθεση των προϊόντων είναι ένα από τα μεγαλύτερα προβλήματα που αντιμετωπίζουν, το οποίο, αν αντιμετωπισθεί, θα μπορούσε να συμβάλλει αποτελεσματικά στη βελτίωση του βιοτικού επιπέδου των βεδουίνων της περιοχής, κυρίως των γυναικών. Τα προϊόντα πωλούνται προς στιγμήν σε τουρίστες ή διατίθενται σε προσκυνητές – εθελοντές, κυρίως Έλληνες, οι οποίοι τα πωλούν χέρι με χέρι για λογαριασμό των βεδουίνων.  
 
 Μόνο αν οι ίδιοι οι βεδουίνοι πάρουν τη κατάσταση στα χέρια τους, δημιουργώντας έναν δικό τους συνεταιρισμό, θα μπορέσουν να αποφύγουν φαινόμενα εκμετάλλευσης από εταιρείες, οι οποίες θα αγοράζουν τα προϊόντα τους για ένα κομμάτι ψωμί. Προς αυτή τη κατεύθυνση κινείται αυτή την εποχή και ο μοναχός Μωυσής, επιθυμώντας να βρει συνεχιστές του έργου του.
 
Η επιχείρησή μας, η O.A.S.I.S, αγκαλιάζοντας τη προσπάθεια του μοναχού Μωυσή και ακολουθώντας το δόγμα του ηθικού «επιχειρείν», προστίθεται σε αυτή την ανθρώπινη αλυσίδα. Πουλά τα χειροποίητα προϊόντα, που κατασκευάζουν οι βεδουίνες του Σινά και δημιουργεί «κατάστημα» ηλεκτρονικών πωλήσεων, που θα το προσφέρει στο νεοσύστατο συνεταιρισμό των βεδουίνων.  

Ιερά Μονή Αγίας Αικατερίνης Όρους Σινά


Ιερά Μονή Αγίας Αικατερίνης Όρους Σινά


X
Loading Image...
Ιερά Μονή Αγίας Αικατερίνης Όρους Σινά
       Ηγούμενος της Ιεράς Μονής Θεοβαδίστου Όρους Σινά είναι ο Σεβασμιώτατος Αρχιεπίσκοπος Σινά, Φαράν και Ραϊθώ κ. Δαμιανός (23/12/1973), όστις διοικεί αυτήν μετά της Ιεράς Συνάξεως των Πατέρων. "Οι συγκροτούντες αυτήν Μοναχοί δεν έχουν προορισμόν μόνον την πραγμάτωσιν του μοναχικού ιδεώδους. Είναι συνάμα και διακονηταί και φύλακες ιερού Προσκυνήματος, όπως είναι και οι του Τάγματος της Αγιοταφίτικης Αδελφότητος".
      Ο Αρχιεπίσκοπος Σιναίου χειροτονείται εν Ιερουσαλήμ υπό του Πατριάρχου Ιεροσολύμων.
       Εις το τρίγωνον, το οποίον σχηματίζεται ανάμεσον του κόλπου του Σουέζ και της Άκαμπα καθώς και της ερήμου Τιχ απλώνονται όχι μόνο ερημικαί εκτάσεις αλλά και απρόσιτα όρη. Εις την άγονον αυτήν χερσόνησον, εντύπωσιν προκαλούν οι ονομαστοί ορεινοί όγκοι, το Όρος Σινά (2.244 μ.), το όρος της Αγίας Αικατερίνης (2.602), το Σερμπάλ, το Ούμ Σωμάρ και αυτό της αγίας Επιστήμης. Μέσω αυτής της ερήμου ωδήγησε ο Μωϋσής τον Ισραηλίτικον λαόν εις την επιστροφήν προς την Γην της Επαγγελίας. Δέον ήτο να ξεπεράση όλα τα εμπόδια υπερνικών τους εχθρούς "Αμαληκίτας", νομάδες της Αραβίας, οι οποίοι τότε τους επολεμούσαν συνεχώς.
       Εις την κορυφήν του Σινά, κατά την Παλαίαν Διαθήκην, ο Μωϋσής ελάβε από τον Θεόν τας δέκα εντολάς. Εις τον έρημον αυτόν τόπον εσυναντήθη ξανά ο Θεός και ο άνθρωπος. Έξοδ.31,18. Έτσι, η άνυδρος και άγονος αυτή έρημος γίγνεται τόπος ιερός και άγιος δια όλην την ανθρωπότητα, αναδεικνύουσα μεγάλα ηθικά αναστήματα. Εις τους πρόποδας του όρους της Αγίας Αικατερίνης είναι η ιστορική Ιερά Μονή Σινά, η οποία ιδρύθη υπό του αυτοκράτορος Ιουστινιανού, ο οποίος αποδέχεται αίτημα των Σιναϊτών και κτίζει μεγαλόπρεπη εκκλησίαν, την οποίαν μάλιστα περιβάλλει με ισχυρόν τείχος, το οποίον είναι εις θέσιν να προφυλάσση τους μοναχούς από επιδρομάς των Αγαρηνών. Ο Ναός είναι ρυθμού τρικλίτου Βασιλικής, διαθέτει νάρθηκα και αι διαστάσεις φθάνουν τα 40 μ. μήκος και 19,20 μ. πλάτος. Εις τας διαστάσεις αυτάς περιλαμβάνονται και τα παρεκκλήσια οπίσω από το καθολικόν, ήτοι της Αγίας Βάτου, του Αγίου Ιακώβου, και των Αγίων Σιναϊτών Πατέρων. Ο κύριος ναός του καθολικού εσωτερικώς είναι 25 μέτρα μήκος και 12 μέτρα πλάτος. Η αρχαία ξύλινη στέγη του καθολικού εσκεπάσθη με οριζόντιον ξύλινον φάτνωμα, το οποίον κατεσκευάσθη τον 18ον αιώνα επί αρχιεπισκόπου Κυρίλλου Β΄ του Κρητός. Εις τους πλαϊνούς τοίχους ανοίγονται δυο σειραί από οκτώ δίλοβα παράθυρα και επτά ορθογώνια. Το ιερόν βήμα ευρίσκεται εις υψηλότερον επίπεδον από το δάπεδον του κυρίως ναού και χωρίζεται από αυτό με τέμπλον, εις τα θωράκια είναι μαρμάρινον, ενώ εις το επάνω μέρος είναι ξυλόγλυπτον. Κατεσκευάσθη το 1612 επί Αρχιεπισκόπου Λαυρεντίου, εις το Σιναϊτικόν Μετόχιον της Κρήτης.
       Ωραιόταται είναι αι ξυλόγλυπται πύλαι του κυρίως Ναού από κέδρους του Λιβάνου, των οποίων η αρχική κατασκευή γίγνεται εις τον 6ον αιώνα. Αι πύλαι εξάλλου του νάρθηκος κατασκευάσθηκαν υπό των Σταυροφόρων του 12ου αιώνος. Από τας επιγραφάς, αι οποίαι διεσώθησαν μνημονεύεται το όνομα του Ιουστινιανού και της Θεοδώρας και διαπιστώνεται ότι ο τοίχος και ο Ναός εκτίσθησαν το 577 μ.Χ. μετά τον θάνατον της αυτοκράτειρος. Από τας επιγραφάς επίσης μανθάνουμε ότι αρχιτέκνων του φρουρίου  και του καθολικού ήτο ο Στέφανος Αίλιστος από την Αιλά, το σημερινό Ειλάτ.
       Τον 7ον και 8ον αιώνα, η Μονή του Σινά επέρασε από μεγάλους κινδύνους και βαθείαν κρίσιν λόγω κυρίως της Αραβικής κατακτήσεως. Αναφέρεται ότι όταν ο Σουλτάνος Σελήμ ο Α΄ κατέλαβε την Αίγυπτον και το Σινά το 1517, είδε τον Αχτιναμέ του Μωάμεθ, τον επήρε μαζί του και άφησε αντίγραφον εις τους Σιναΐτας Πατέρας. Από τον 11ον αιώνα άρχεται νέα περίοδος δια τους Σιναΐτας μοναχούς. Η μεταφορά λειψάνων της Αγίας Αικατέρινης εις την Γαλλίαν αυξάνει το ενδιαφέρον των Ευρωπαίων Χριστιανών δια την ασφάλειαν, ανεξαρτησίαν των μοναχών και την προστασίαν της Μονής ανά τον κόσμον, Αίγυπτον, Παλαιστίνην, Συρίαν, Κρήτην,
       Κύπρον, Κωνσταντινούπολιν. Την εποχήν της φραγκοκρατίας εις την Συρίαν οι Σταυροφόροι ίδρυσαν ειδικόν Τάγμα Σιναϊτών, με σκόπον την προστασίαν και την οικονομικήν ενίσχυσιν της Μονής. Οι Πάπες με διάφορα διατάγματα επροστάτευσαν κατά καιρούς τα δικαιώματα της Μονής: Ο Πάπας Ονώριος ο 3ος το 1217, ο Γρηγόριος ο 10ος (1271-1276), ο Βενέδικτος ο 12ος το 1338, ο Ιννοκέντιος ο 6ος το 1360 κ.ά. Οι Δόγηδες της Βενετίας με επίσημα έγγραφα τους ρυθμίζουν την στάσιν των δουκών της Κρήτης έναντι των σιναϊτικών μετοχίων απαλλάσοντες αυτά από φορολογίας και αποδίδοντες δικαιοσύνην υπέρ των σιναϊτικών συμφερόντων. Παρά το ότι το Σινά ευρίσκετο εις μουσουλμανικήν περιοχήν, εν τούτοις μεγάλη και συχνή ήτο η επικοινωνία και η σύνδεσις του με την Κωνσταντινούπολιν. Ο Εμμανουήλ Κομνηνός, ο Μιχαήλ Παλαιολόγος αλλά και Πατριάρχαι του Οικουμενικού Θρόνου Κωνσταντινουπόλεως έδειξαν έμπρακτον ενδιαφέρον δια τα ζητήματα του μοναστηριού. Άλλωστε, η συχνή επικοινωνία Σινά και αυτοκρατορίας μέσω σπουδαίων προσωπικοτήτων όπως ο άγιος Γεώργιος ο Αρσελάς, ο άγιος Ιωάννης ο Σιναΐτης, ο συγγραφεύς της Κλίμακος, ο Γρηγόριος ο Σιναΐτης, φανερώνει την πνευματικήν γέφυραν, η οποία συνδέει τα δύο κέντρα της Ορθοδοξίας.
       Τούρκοι Σουλτάνοι, ο Σελήμ ο Α΄ και ο Σουλεϊμάν ο Μεγαλοπρεπής εξέδωσαν προνόμια, τα οποία πολλάς φοράς εβοήθησαν το Σινά να αποκτήση μεγάλην οικονομικήν δύναμιν και να απαλλαγή από τελωνειακούς φόρους. Το 1798 όταν ο Ναπολέων κατέλαβε την Αίγυπτον ύστερον από παράκλησιν των Σιναϊτών έλαβε υπό την προστασίαν του το μοναστήριον και την γύρω περιοχήν. Με το "Ασφαλιστήριον Έγγραφον" του ενίσχυσε και εστερέωσε την αυτονομίαν της Μονής του Σινά και της περιοχής αναγνωρίζων παλαιοτέρας οικονομικάς παραχωρήσεις. Το Σινά έγινε ιδιαιτέρως γνωστόν εις την Ευρώπην με την διάδοσιν της φήμης αλλά και της ευλάβειας δια την αγίαν Αικατερίνην.
       Σημαντικόν ρόλον διεδραμάτισε ο Συμεών ο Μεταφραστής, ο οποίος τον 10ον αιώνα γράφων δια το μαρτύριον της Αγίας και Καλλινίκου Μεγαλομάρτυρος του Χριστού Αικατερίνης συνέβαλε αποφασιστικώς εις την εξάπλωσιν του βίου της αγίας. Η σοφή κόρη είχε σπουδάσει όλας τας επιστήμας της εποχής εκείνης φιλοσοφίαν, ιατρικήν, ρητορικήν, μαθηματικά, αστρονομίαν, μουσικήν και φυσικήν. Η αριστοκρατική της καταγωγή, το κάλλος της, η εκπληκτική δια την εποχήν της μόρφωσις και το ήθος της δεν την εμπόδισαν να γνωρίση "Τον Νυμφίον των ψυχών", τον Ιησούν Χριστόν και να βαπτισθή χριστιανή. Κατά την διάρκεια των διωγμών, την περίοδον του Μαξιμιανού, αρχαί 4ου αιώνος, η αγία κατηγόρησε δημοσίως τον αυτοκράτορα δια τας θυσίας εις τα είδωλα ομολογούσα αφόβως την πίστην της. Ο αυτοκράτωρ έδωσε εντολήν εις πεντήκοντα σοφούς να συζητήσουν δημοσίως, προκειμένου να ανατρέψουν τα χριστιανικά της επιχειρήματα. Η προσπάθεια τους εναυάγησε και πολλοί σοφοί, ακόμα και από το στενόν περιβάλλον του αυτοκράτορος, επίστευσαν εις το Χριστόν. Όταν η πειθώ απέτυχε, ο Μαξιμιανός κατέφυγε εις το μαρτυρίον. Διέταξε να κατασκευάσουν τροχούς και να τοποθετηθούν καρφιά και μύται μαχαιριών εις τον καθένα εξ αυτών. Αλλά κατά το φρικαλέον μαρτύρον η αγία άντεξε, δεν υπέκυψε και δι΄ αυτό στρατιώτης την αποκεφάλισε.
      Εις την Δύσιν, η προσωπικότης της, το μαρτύριον και η σχέσις της αγίας με το Σινά ήρχισε να διαδίδεται, όταν ο Συμεών ο πεντάγλωσσος, μετέφερε το λείψανον της εις την Rouen και εις τας Treves της Γαλλίας. Καμιά αγία δεν εγίνε τόσο αγαπητή εις την δύσιν όσο η αγία Αικατερίνη. Μεγάλοι ζωγράφοι όπως ο Fra Angeliko, ο Corregio, ο Rubens, o Murillo απαθανάτισαν ηρωικάς ή τραγικάς σκηνάς από τους αγώνας υπέρ της πίστεως και από το μαρτύριον της αγίας. Αλλά και εις την Ανατολήν διεδόθη η βασιλικήν, περιστοιχιζόμενη από τα αντικείμενα της μελέτης της, όπως γραφίδα, σφαίραν, βιβλία και από το όργανον μαρτυρίου, τον τροχόν. Οι Βυζαντινοί αγιογράφοι εις όλα αυτά προσθέτουν τα όρη Σινά, Χωρήβ και αγίας Αικατερίνης. Νωρίς, κατεσκευάσθη λάρναξ από μάρμαρον το έτος 1231 όπου εναπέθεσαν το λείψανόν της. Το έτος 1688 η παλαιά μαρμάρινος λάρναξ αντικατεστάθη με αργυρή, δώρον των τσάρων της Ρωσίας, αλλά τα λείψανα της παρέμειναν εις την παλαιάν λειψανοθήκην.
 
Βιβλιογραφία: Α. Ιερά Μονή Σινά, εκδ. Ιερά Μονή Σινά, Ε. Τζαφέρη Α.Ε. 1985
 
       Τα Προσκυνητάρια του Σινά σώζονται εις δέκα χειρόγραφα, τα οποία κατανέμονται εις εξ μονάς του Αγίου Όρους ως εξής: Τρία των Ιβήρων, από δύο εις την Μεγίστην Λαύραν και Κουτλουμουσίου και από εν εις τας μονάς Διονυσίου, Ξηροποτάμου και Δοχειαρίου. Τα χειρόγραφα είναι μικρού σχήματος και χρονολογούνται εις τους 16ον και 17ον αιώνας και χαρακτηρίζονται ως σύμμικτοι κώδικες με ποικίλον περιεχόμενον. Εις την πλεινότητά τους τα κείμενα των εν λόγω Προσκυνηταρίων ξεκινούν τας περιγραφάς τους με τον γεωγραφικόν προσδιορισμόν του Όρους Σινά και της αποστάσεως τους από την πόλιν της Ιερουσαλήμ, καθώς και με την αναφοράν ότι είς αυτό είδε ο Μωυσής την Αγίαν Βάτον εντός των φλογών, χωρίς όμως να καίγεται. Εις την συνέχειαν περιγράφουν με αναλυτικόν τρόπον την Μονήν του Σινά, την οποίαν έκτισε ο γνωστός αυτοκράτωρ του Βυζαντίου Ιουστινιανός (527-565). Αρχίζουν με τον μολυβοσκέπαστον καθολικόν της, το οποίον στηρίζεται εις δώδεκα κίονας και το Άγιον βήμα, εις το οποίον υπάρχει το περίφημον ψηφιδωτόν της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος Χριστού. Κατόπιν περνούν εις το τέμπλον ή εικονοστάσιον, εις το οποίον σώζονται αι εξής εικόνες: α) Του Χριστού ως Μεγάλου Αρχιερέως, β) της Παναγίας, γ) του Μωϋσή δ) της αγίας Αικατερίνης. Το δεύτερον μέρος κλείνει με την μνείαν της μαρμαρίνου λάρνακας του λειψάνου της αγίας Αικατερίνης, εις το δεξιόν μέρος του ιερού βήματος, η οποία αναδίδει άγιον μύρον και ευωδιάζει.
       Εις την συνέχειαν, γίγνεται λόγος δια τρία κανδήλια της αγίας τραπέζης, τα οποία ευρίσκονται εις την θέσιν της Αγίας Βάτου, δια την θαυματουργικήν εικόνα της Θεοτόκου, η οποία ωμίλησε κάποτε εις ένα μοναχόν, δια τον ναόν του αγίου Ιακώοβυ του Πέρσου εκ δεξιών η εξ αριστερών της Αγίας Βάτου και δια το πηγάδι του Προφήτου Μωϋσή, το οποίον σώζεται έξωθεν του καθολικού. Μνημονέυονται ενσωματωμένως εις το καθολικόν και τα εξ παρεκκλήσια. Ακολουθεί επίσης η περιγραφή τηε Αγίας Κορυφής του Σινά εις την οποίαν οδηγούν πέτρινα σκαλοπάτια. Κατονομάζονται με την σειράν οι ναοί των αγίων Τεσσαράκοντα Μαρτύρων, των Αγίων Αποστόλων, των Αγίων Αναργύρων και του Δαβίδ, καθώς και η πέτρα του Μωυσή και το σπήλαιον του αγίου Ιωάννου της Κλίμακος.
       Επίσης περιγράφεται η έρημος της Ραϊθού, η οποία ευρίσκεται εις απόστασιν "δύο ημερών διάστημα" από το Σινά. Εκεί περιγράφονται τα αλμυρά Ύδατα, αι δώδεκα πηγαί των Υδάτων, και άλλα αξιοθέατα. Ακόμα, αναφέρονται εν μοναστήριον επάνω εις το όρος και το σιναϊτικόν μετόχιον του αγίου Γεωργίου. Εκτός όμως από τας κυρίας αφηγήσεις, εις ορισμένα χειρόγραφα περιγράφονται κάποιαι περιοχαί, πόλεις και κάστρα της Αιγύπτου. Εις άλλα επίσης χειρόγραφα κατονομάζονται αι πόλεις της Ιερουσαλήμ, Γάζας, Λύδδας και Ιόπτης. Εις άλλα επίσης καταγράφονται και τα θαύματα, τα οποία συνέβησαν εις το Σινά. Εις τας ιδίας, καθώς και είς άλλας βιβλιοθήκας του Αγίου Όρους, σώζεται ακόμη εις αριθμός χειρογράφων, τα οποία σχετίζονται με το Όρος Σινά, χωρίς όμως να το περιγράφουν.
 
Β) Προσκυνητάρια του Αγίου και Θεοβαδίστου Όρους Σινά.
Από δέκα ελληνικά χειρόγραφα 16ου - 17ου αιώνος
Υπό Σωτηρίου Ν.Καδά εκδ. Ιδρ. Όρους Σινά Αθήναι 2003

Αναδημοσίευση εκ του επισήμου ιστοχώρου του Πατριαρχείου Ιεροσολύμων

Ιερά Μονή Αγίας Αικατερίνης Όρους Σινά

Ιερά Μονή Αγίας Αικατερίνης Όρους Σινά

Δημοσιεύθηκε: 3 Απριλίου 2009 Κατηγορίες: Γενικά, Ορθόδοξη πίστη
sina1Ηγούμενος της Ιεράς Μονής Θεοβαδίστου Όρους Σινά είναι ο Σεβασμιώτατος Αρχιεπίσκοπος Σινά, Φαράν και Ραϊθώ κ. Δαμιανός (23/12/1973), όστις διοικεί αυτήν μετά της Ιεράς Συνάξεως των Πατέρων. “Οι συγκροτούντες αυτήν Μοναχοί δεν έχουν προορισμόν μόνον την πραγμάτωσιν του μοναχικού ιδεώδους. Είναι συνάμα και διακονηταί και φύλακες ιερού Προσκυνήματος, όπως είναι και οι του Τάγματος της Αγιοταφίτικης Αδελφότητος”.
Ο Αρχιεπίσκοπος Σιναίου χειροτονείται εν Ιερουσαλήμ υπό του Πατριάρχου Ιεροσολύμων.
Εις το τρίγωνον, το οποίον σχηματίζεται ανάμεσον του κόλπου του Σουέζ και της Άκαμπα καθώς και της ερήμου Τιχ απλώνονται όχι μόνο ερημικαί εκτάσεις αλλά και απρόσιτα όρη. Εις την άγονον αυτήν χερσόνησον, εντύπωσιν προκαλούν οι ονομαστοί ορεινοί όγκοι, το Όρος Σινά (2.244 μ.), το όρος της Αγίας Αικατερίνης (2.602), το Σερμπάλ, το Ούμ Σωμάρ και αυτό της αγίας Επιστήμης. Μέσω αυτής της ερήμου ωδήγησε ο Μωϋσής τον Ισραηλίτικον λαόν εις την επιστροφήν προς την Γην της Επαγγελίας. Δέον ήτο να ξεπεράση όλα τα εμπόδια υπερνικών τους εχθρούς “Αμαληκίτας”, νομάδες της Αραβίας, οι οποίοι τότε τους επολεμούσαν συνεχώς.
Εις την κορυφήν του Σινά, κατά την Παλαίαν Διαθήκην, ο Μωϋσής ελάβε από τον Θεόν τας δέκα εντολάς. Εις τον έρημον αυτόν τόπον εσυναντήθη ξανά ο Θεός και ο άνθρωπος. Έξοδ.31,18. Έτσι, η άνυδρος και άγονος αυτή έρημος γίγνεται τόπος ιερός και άγιος δια όλην την ανθρωπότητα, αναδεικνύουσα μεγάλα ηθικά αναστήματα. Εις τους πρόποδας του όρους της Αγίας Αικατερίνης είναι η ιστορική Ιερά Μονή Σινά, η οποία ιδρύθη υπό του αυτοκράτορος Ιουστινιανού, ο οποίος αποδέχεται αίτημα των Σιναϊτών και κτίζει μεγαλόπρεπη εκκλησίαν, την οποίαν μάλιστα περιβάλλει με ισχυρόν τείχος, το οποίον είναι εις θέσιν να προφυλάσση τους μοναχούς από επιδρομάς των Αγαρηνών. Ο Ναός είναι ρυθμού τρικλίτου Βασιλικής, διαθέτει νάρθηκα και αι διαστάσεις φθάνουν τα 40 μ. μήκος και 19,20 μ. πλάτος. Εις τας διαστάσεις αυτάς περιλαμβάνονται και τα παρεκκλήσια οπίσω από το καθολικόν, ήτοι της Αγίας Βάτου, του Αγίου Ιακώβου, και των Αγίων Σιναϊτών Πατέρων. Ο κύριος ναός του καθολικού εσωτερικώς είναι 25 μέτρα μήκος και 12 μέτρα πλάτος. Η αρχαία ξύλινη στέγη του καθολικού εσκεπάσθη με οριζόντιον ξύλινον φάτνωμα, το οποίον κατεσκευάσθη τον 18ον αιώνα επί αρχιεπισκόπου Κυρίλλου Β΄ του Κρητός. Εις τους πλαϊνούς τοίχους ανοίγονται δυο σειραί από οκτώ δίλοβα παράθυρα και επτά ορθογώνια. Το ιερόν βήμα ευρίσκεται εις υψηλότερον επίπεδον από το δάπεδον του κυρίως ναού και χωρίζεται από αυτό με τέμπλον, εις τα θωράκια είναι μαρμάρινον, ενώ εις το επάνω μέρος είναι ξυλόγλυπτον. Κατεσκευάσθη το 1612 επί Αρχιεπισκόπου Λαυρεντίου, εις το Σιναϊτικόν Μετόχιον της Κρήτης.
Ωραιόταται είναι αι ξυλόγλυπται πύλαι του κυρίως Ναού από κέδρους του Λιβάνου, των οποίων η αρχική κατασκευή γίγνεται εις τον 6ον αιώνα. Αι πύλαι εξάλλου του νάρθηκος κατασκευάσθηκαν υπό των Σταυροφόρων του 12ου αιώνος. Από τας επιγραφάς, αι οποίαι διεσώθησαν μνημονεύεται το όνομα του Ιουστινιανού και της Θεοδώρας και διαπιστώνεται ότι ο τοίχος και ο Ναός εκτίσθησαν το 577 μ.Χ. μετά τον θάνατον της αυτοκράτειρος. Από τας επιγραφάς επίσης μανθάνουμε ότι αρχιτέκνων του φρουρίου και του καθολικού ήτο ο Στέφανος Αίλιστος από την Αιλά, το σημερινό Ειλάτ.
Τον 7ον και 8ον αιώνα, η Μονή του Σινά επέρασε από μεγάλους κινδύνους και βαθείαν κρίσιν λόγω κυρίως της Αραβικής κατακτήσεως. Αναφέρεται ότι όταν ο Σουλτάνος Σελήμ ο Α΄ κατέλαβε την Αίγυπτον και το Σινά το 1517, είδε τον Αχτιναμέ του Μωάμεθ, τον επήρε μαζί του και άφησε αντίγραφον εις τους Σιναΐτας Πατέρας. Από τον 11ον αιώνα άρχεται νέα περίοδος δια τους Σιναΐτας μοναχούς. Η μεταφορά λειψάνων της Αγίας Αικατέρινης εις την Γαλλίαν αυξάνει το ενδιαφέρον των Ευρωπαίων Χριστιανών δια την ασφάλειαν, ανεξαρτησίαν των μοναχών και την προστασίαν της Μονής ανά τον κόσμον, Αίγυπτον, Παλαιστίνην, Συρίαν, Κρήτην,
Κύπρον, Κωνσταντινούπολιν. Την εποχήν της φραγκοκρατίας εις την Συρίαν οι Σταυροφόροι ίδρυσαν ειδικόν Τάγμα Σιναϊτών, με σκόπον την προστασίαν και την οικονομικήν ενίσχυσιν της Μονής. Οι Πάπες με διάφορα διατάγματα επροστάτευσαν κατά καιρούς τα δικαιώματα της Μονής: Ο Πάπας Ονώριος ο 3ος το 1217, ο Γρηγόριος ο 10ος (1271-1276), ο Βενέδικτος ο 12ος το 1338, ο Ιννοκέντιος ο 6ος το 1360 κ.ά. Οι Δόγηδες της Βενετίας με επίσημα έγγραφα τους ρυθμίζουν την στάσιν των δουκών της Κρήτης έναντι των σιναϊτικών μετοχίων απαλλάσοντες αυτά από φορολογίας και αποδίδοντες δικαιοσύνην υπέρ των σιναϊτικών συμφερόντων. Παρά το ότι το Σινά ευρίσκετο εις μουσουλμανικήν περιοχήν, εν τούτοις μεγάλη και συχνή ήτο η επικοινωνία και η σύνδεσις του με την Κωνσταντινούπολιν. Ο Εμμανουήλ Κομνηνός, ο Μιχαήλ Παλαιολόγος αλλά και Πατριάρχαι του Οικουμενικού Θρόνου Κωνσταντινουπόλεως έδειξαν έμπρακτον ενδιαφέρον δια τα ζητήματα του μοναστηριού. Άλλωστε, η συχνή επικοινωνία Σινά και αυτοκρατορίας μέσω σπουδαίων προσωπικοτήτων όπως ο άγιος Γεώργιος ο Αρσελάς, ο άγιος Ιωάννης ο Σιναΐτης, ο συγγραφεύς της Κλίμακος, ο Γρηγόριος ο Σιναΐτης, φανερώνει την πνευματικήν γέφυραν, η οποία συνδέει τα δύο κέντρα της Ορθοδοξίας.
Τούρκοι Σουλτάνοι, ο Σελήμ ο Α΄ και ο Σουλεϊμάν ο Μεγαλοπρεπής εξέδωσαν προνόμια, τα οποία πολλάς φοράς εβοήθησαν το Σινά να αποκτήση μεγάλην οικονομικήν δύναμιν και να απαλλαγή από τελωνειακούς φόρους. Το 1798 όταν ο Ναπολέων κατέλαβε την Αίγυπτον ύστερον από παράκλησιν των Σιναϊτών έλαβε υπό την προστασίαν του το μοναστήριον και την γύρω περιοχήν. Με το “Ασφαλιστήριον Έγγραφον” του ενίσχυσε και εστερέωσε την αυτονομίαν της Μονής του Σινά και της περιοχής αναγνωρίζων παλαιοτέρας οικονομικάς παραχωρήσεις. Το Σινά έγινε ιδιαιτέρως γνωστόν εις την Ευρώπην με την διάδοσιν της φήμης αλλά και της ευλάβειας δια την αγίαν Αικατερίνην.
Σημαντικόν ρόλον διεδραμάτισε ο Συμεών ο Μεταφραστής, ο οποίος τον 10ον αιώνα γράφων δια το μαρτύριον της Αγίας και Καλλινίκου Μεγαλομάρτυρος του Χριστού Αικατερίνης συνέβαλε αποφασιστικώς εις την εξάπλωσιν του βίου της αγίας. Η σοφή κόρη είχε σπουδάσει όλας τας επιστήμας της εποχής εκείνης φιλοσοφίαν, ιατρικήν, ρητορικήν, μαθηματικά, αστρονομίαν, μουσικήν και φυσικήν. Η αριστοκρατική της καταγωγή, το κάλλος της, η εκπληκτική δια την εποχήν της μόρφωσις και το ήθος της δεν την εμπόδισαν να γνωρίση “Τον Νυμφίον των ψυχών”, τον Ιησούν Χριστόν και να βαπτισθή χριστιανή. Κατά την διάρκεια των διωγμών, την περίοδον του Μαξιμιανού, αρχαί 4ου αιώνος, η αγία κατηγόρησε δημοσίως τον αυτοκράτορα δια τας θυσίας εις τα είδωλα ομολογούσα αφόβως την πίστην της. Ο αυτοκράτωρ έδωσε εντολήν εις πεντήκοντα σοφούς να συζητήσουν δημοσίως, προκειμένου να ανατρέψουν τα χριστιανικά της επιχειρήματα. Η προσπάθεια τους εναυάγησε και πολλοί σοφοί, ακόμα και από το στενόν περιβάλλον του αυτοκράτορος, επίστευσαν εις το Χριστόν. Όταν η πειθώ απέτυχε, ο Μαξιμιανός κατέφυγε εις το μαρτυρίον. Διέταξε να κατασκευάσουν τροχούς και να τοποθετηθούν καρφιά και μύται μαχαιριών εις τον καθένα εξ αυτών. Αλλά κατά το φρικαλέον μαρτύρον η αγία άντεξε, δεν υπέκυψε και δι΄ αυτό στρατιώτης την αποκεφάλισε.
Εις την Δύσιν, η προσωπικότης της, το μαρτύριον και η σχέσις της αγίας με το Σινά ήρχισε να διαδίδεται, όταν ο Συμεών ο πεντάγλωσσος, μετέφερε το λείψανον της εις την Rouen και εις τας Treves της Γαλλίας. Καμιά αγία δεν εγίνε τόσο αγαπητή εις την δύσιν όσο η αγία Αικατερίνη. Μεγάλοι ζωγράφοι όπως ο Fra Angeliko, ο Corregio, ο Rubens, o Murillo απαθανάτισαν ηρωικάς ή τραγικάς σκηνάς από τους αγώνας υπέρ της πίστεως και από το μαρτύριον της αγίας. Αλλά και εις την Ανατολήν διεδόθη η βασιλικήν, περιστοιχιζόμενη από τα αντικείμενα της μελέτης της, όπως γραφίδα, σφαίραν, βιβλία και από το όργανον μαρτυρίου, τον τροχόν. Οι Βυζαντινοί αγιογράφοι εις όλα αυτά προσθέτουν τα όρη Σινά, Χωρήβ και αγίας Αικατερίνης. Νωρίς, κατεσκευάσθη λάρναξ από μάρμαρον το έτος 1231 όπου εναπέθεσαν το λείψανόν της. Το έτος 1688 η παλαιά μαρμάρινος λάρναξ αντικατεστάθη με αργυρή, δώρον των τσάρων της Ρωσίας, αλλά τα λείψανα της παρέμειναν εις την παλαιάν λειψανοθήκην.Βιβλιογραφία: Α. Ιερά Μονή Σινά, εκδ. Ιερά Μονή Σινά, Ε. Τζαφέρη Α.Ε. 1985
Τα Προσκυνητάρια του Σινά σώζονται εις δέκα χειρόγραφα, τα οποία κατανέμονται εις εξ μονάς του Αγίου Όρους ως εξής: Τρία των Ιβήρων, από δύο εις την Μεγίστην Λαύραν και Κουτλουμουσίου και από εν εις τας μονάς Διονυσίου, Ξηροποτάμου και Δοχειαρίου. Τα χειρόγραφα είναι μικρού σχήματος και χρονολογούνται εις τους 16ον και 17ον αιώνας και χαρακτηρίζονται ως σύμμικτοι κώδικες με ποικίλον περιεχόμενον. Εις την πλεινότητά τους τα κείμενα των εν λόγω Προσκυνηταρίων ξεκινούν τας περιγραφάς τους με τον γεωγραφικόν προσδιορισμόν του Όρους Σινά και της αποστάσεως τους από την πόλιν της Ιερουσαλήμ, καθώς και με την αναφοράν ότι είς αυτό είδε ο Μωυσής την Αγίαν Βάτον εντός των φλογών, χωρίς όμως να καίγεται. Εις την συνέχειαν περιγράφουν με αναλυτικόν τρόπον την Μονήν του Σινά, την οποίαν έκτισε ο γνωστός αυτοκράτωρ του Βυζαντίου Ιουστινιανός (527-565). Αρχίζουν με τον μολυβοσκέπαστον καθολικόν της, το οποίον στηρίζεται εις δώδεκα κίονας και το Άγιον βήμα, εις το οποίον υπάρχει το περίφημον ψηφιδωτόν της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος Χριστού. Κατόπιν περνούν εις το τέμπλον ή εικονοστάσιον, εις το οποίον σώζονται αι εξής εικόνες: α) Του Χριστού ως Μεγάλου Αρχιερέως, β) της Παναγίας, γ) του Μωϋσή δ) της αγίας Αικατερίνης. Το δεύτερον μέρος κλείνει με την μνείαν της μαρμαρίνου λάρνακας του λειψάνου της αγίας Αικατερίνης, εις το δεξιόν μέρος του ιερού βήματος, η οποία αναδίδει άγιον μύρον και ευωδιάζει.
Εις την συνέχειαν, γίγνεται λόγος δια τρία κανδήλια της αγίας τραπέζης, τα οποία ευρίσκονται εις την θέσιν της Αγίας Βάτου, δια την θαυματουργικήν εικόνα της Θεοτόκου, η οποία ωμίλησε κάποτε εις ένα μοναχόν, δια τον ναόν του αγίου Ιακώοβυ του Πέρσου εκ δεξιών η εξ αριστερών της Αγίας Βάτου και δια το πηγάδι του Προφήτου Μωϋσή, το οποίον σώζεται έξωθεν του καθολικού. Μνημονέυονται ενσωματωμένως εις το καθολικόν και τα εξ παρεκκλήσια. Ακολουθεί επίσης η περιγραφή τηε Αγίας Κορυφής του Σινά εις την οποίαν οδηγούν πέτρινα σκαλοπάτια. Κατονομάζονται με την σειράν οι ναοί των αγίων Τεσσαράκοντα Μαρτύρων, των Αγίων Αποστόλων, των Αγίων Αναργύρων και του Δαβίδ, καθώς και η πέτρα του Μωυσή και το σπήλαιον του αγίου Ιωάννου της Κλίμακος.
Επίσης περιγράφεται η έρημος της Ραϊθού, η οποία ευρίσκεται εις απόστασιν “δύο ημερών διάστημα” από το Σινά. Εκεί περιγράφονται τα αλμυρά Ύδατα, αι δώδεκα πηγαί των Υδάτων, και άλλα αξιοθέατα. Ακόμα, αναφέρονται εν μοναστήριον επάνω εις το όρος και το σιναϊτικόν μετόχιον του αγίου Γεωργίου. Εκτός όμως από τας κυρίας αφηγήσεις, εις ορισμένα χειρόγραφα περιγράφονται κάποιαι περιοχαί, πόλεις και κάστρα της Αιγύπτου. Εις άλλα επίσης χειρόγραφα κατονομάζονται αι πόλεις της Ιερουσαλήμ, Γάζας, Λύδδας και Ιόπτης. Εις άλλα επίσης καταγράφονται και τα θαύματα, τα οποία συνέβησαν εις το Σινά. Εις τας ιδίας, καθώς και είς άλλας βιβλιοθήκας του Αγίου Όρους, σώζεται ακόμη εις αριθμός χειρογράφων, τα οποία σχετίζονται με το Όρος Σινά, χωρίς όμως να το περιγράφουν.
Β) Προσκυνητάρια του Αγίου και Θεοβαδίστου Όρους Σινά.
Από δέκα ελληνικά χειρόγραφα 16ου – 17ου αιώνος
Υπό Σωτηρίου Ν.Καδά εκδ. Ιδρ. Όρους Σινά Αθήναι 2003
Αναδημοσίευση εκ του επισήμου ιστοχώρου του Πατριαρχείου Ιεροσολύμων
Πηγή : http://www.impantokratoros.gr/24CB25ED.el.aspx

Οι μουσουλμάνοι φρουροί της Αγ. Αικατερίνης Σινά

Οι μουσουλμάνοι φρουροί της Αγ. Αικατερίνης Σινά
12.01.2013
Στέκει εδώ και τουλάχιστον 17 αιώνες αγέρωχη στους πρόποδες του όρους όπου ο Μωυσής παρέλαβε τον Νόμο. Πρόκειται για την Ιερά Μονή Αγίας Αικατερίνης του Σινά, το αρχαιότερο στην Ιστορία χριστιανικό καθίδρυμα. Στο πέρασμα των αιώνων όχι μόνον απλοί προσκυνητές αλλά και μεγάλοι θρησκευτικοί και πολιτικοί ηγέτες προστάτευσαν τη μονή, όπως η Αγία Ελένη, Πάπες και Πατριάρχες, ο αυτοκράτορας Ιουστινιανός ακόμα και ο ιδρυτής του Ισλάμ Μωάμεθ, ο σουλτάνος Σελίμ Α', η Μεγάλη Αικατερίνη της Ρωσίας, ο Μέγας Ναπολέων και άλλοι. Η Μονή της Αγίας Αικατερίνης πέρα από τη σημασία της για τους χριστιανούς όλου του κόσμου είναι επίσης και ένα μνημείο πολιτιστικής κληρονομιάς το οποίο αντέχει στον χρόνο και στην Ιστορία. Εκείνο όμως που προκαλεί σήμερα αλλά και διαχρονικά εντύπωση είναι το γεγονός ότι το μοναστήρι πέρα από τους ιδιαίτερους φυσιολογικούς δεσμούς που έχει με τους χριστιανούς προσκυνητές που το επισκέπτονται έχει μια ιδιαίτερη αξία και για τους μουσουλμάνους βεδουίνους που ζουν στην περιοχή και δεν θα ήταν υπερβολή να πούμε ότι είναι οι αόρατοι και ορατοί «φρουροί» του μοναστηριού. Ποια όμως είναι η καταγωγή αυτών των ανθρώπων που, αν και μουσουλμάνοι, στέκουν ακοίμητοι παραστάτες της μονής μέσα στους αιώνες; Ποια είναι η ιδιαίτερη ιστορία τους;

Να σημειώσουμε εδώ ότι η λέξη βεδουίνος σημαίνει στα αραβικά ο άνθρωπος που ζει στη φύση. Οπως αναφέρει ο Πατριάρχης Αλεξανδρείας Ευτύχιος (9ος αι.), όταν ο Ιουστινιανός έκτισε τη μονή, εγκατέστησε κοντά σε αυτή 200 οικογένειες από τον Πόντο και την Αλεξάνδρεια για να φυλάσσουν, να υπερασπίζονται και να βοηθούν τους μοναχούς. Οι σημερινοί βεδουίνοι που ζουν πέριξ της μονής θεωρούνται απόγονοι αυτών των οικογενειών, που κατά τον 7ο αιώνα εξισλαμίσθηκαν, αποτελούν δε σήμερα μια από τις έξι φυλές των βεδουίνων του Σινά, την φυλή των Ορεινών (Γκεμπελία). Οι βεδουίνοι της Γκεμπελίας δεν έπαυσαν να έχουν έως σήμερα συνείδηση της ελληνορωμαϊκής τους καταγωγής και θεωρούν τους εαυτούς τους Ρωμιούς, καυχώμενοι μάλιστα για αυτήν την πολιτιστική τους ταυτότητα.

Η μονή είναι αναπόσπαστο τμήμα της ζωής τους και προσβλέπουν στη φροντίδα της.

Είναι φιλειρηνικοί, καλόκαρδοι, ευγενείς, εύθυμοι, ολιγαρκείς και φιλόξενοι, παρά τη φτώχεια τους. Θεωρούν τη μονή και τον Αρχιεπίσκοπο Σινά την παραδοσιακή διοικητική και δικαστική αρχή της φυλής τους. Είναι συνδεδεμένοι με τη μονή εργαζόμενοι και μετέχοντας στην καθημερινή της ζωή.


Κώστας Παππάς

Εργα-ανάσα για την Αγία Αικατερίνη

Εργα-ανάσα για την Αγία Αικατερίνη

Ολοκληρώθηκαν έπειτα από 44 μήνες η αναστήλωση των μνημείων και οι εργασίες στον περιβάλλοντα χώρο του Ελληνορθόδοξου Κέντρου

Παρελθόν αποτελούν τα ερείπια από τους χώρους της Αγίας Αικατερίνης και της Αγίας Κορυφής
Παρελθόν αποτελούν τα ερείπια από τους χώρους της Αγίας Αικατερίνης και της Αγίας Κορυφής
Σε ύψος 2.300 μέτρων, όπου μοιάζει να συναντιούνται ο ουρανός και η γη, εκεί όπου ο Μωυσής έλαβε τις δέκα εντολές, στο Σινά, υπάρχει η Αγία Κορυφή και η Ιερά Μονή της Αγίας Αικατερίνης - το μοναδικό ελληνορθόδοξο μοναστικό κέντρο με αδιάκοπη πνευματική ζωή 17 αιώνων. Χάρη στην «Αναστήλωση και προστασία των μνημείων και του περιβάλλοντος χώρου της Αγίας Αικατερίνης και της Αγίας Κορυφής», που χρηματοδότησε η Ευρωπαϊκή Ενωση με 1,5 εκατομμύριο ευρώ, το έργο παραδόθηκε πριν από λίγες ημέρες μετά από 44 μήνες σκληρής δουλειάς. Τώρα πια είναι ένας φιλόξενος χώρος για να προσκυνήσουν ή να ξαποστάσουν οι επισκέπτες (αφού η ανάβαση διαρκεί τουλάχιστον δύο ώρες), ενώ τα ερείπια, η αίσθηση της εγκατάλειψης και η έλλειψη ασφάλειας είναι πλέον παρελθόν.
Σε όλη τη μακρόχρονη ιστορία της η Μονή διατηρήθηκε ως ένας ιερός τόπος με πολύτιμη θρησκευτική και πολιτιστική κληρονομιά. Η ασκητική ζωή, στο κέντρο της ερήμου, άρχισε από το τέλος του 3ου αιώνα, κυρίως από την εποχή του Ιουστινιανού, τον 6ο αιώνα, που την οχύρωσε με τείχη και την έθεσε υπό την προστασία του, διαφυλάσσοντάς την από βανδαλισμούς, όπως αργότερα και ο Μωάμεθ, οι Αραβες χαλίφες, οι Τούρκοι σουλτάνοι, αλλά και ο Ναπολέων.
Πάνω από 2.000 πολύτιμες βυζαντινές εικόνες συγκροτούν τη σημαντικότερη πινακοθήκη του ορθόδοξου κόσμου, ενώ περισσότερα από 4.500 χειρόγραφα σε πολλές γλώσσες, μία σημαντική συλλογή παπύρων και παλιών εντύπων και ένα πλούσιο αρχείο εγγράφων και επιστολών την καθιστούν μοναδική πηγή ιστορικών στοιχείων.
Εργα-ανάσα για την Αγία Αικατερίνη
Εκτός από την Αγία Κορυφή, στο αναμορφωμένο ιερό βουνό Χωρήβ, αναστηλώθηκαν τα ιουστινιάνεια τείχη, η παλιά Βασιλική, το μικρό τζαμί και το εκκλησάκι της Αγίας Τριάδος, όπως επίσης οι τουαλέτες και τα κάγκελα. Ανακατασκευάστηκαν οι αρχαίες δεξαμενές νερού, μαζί μ' ένα εξωτερικό παλαιό κτιριακό συγκρότημα της Μονής, το οποίο μετατράπηκε σε έδρα της Ελληνικής Αρχαιολογικής Αποστολής του Πανεπιστημίου Αθηνών, αλλά και χώρο φύλαξης των ανασκαφών που διεξάγει εκεί κάθε χρόνο.
Εργα-ανάσα για την Αγία Αικατερίνη
Επίσης, είκοσι πέντε Βεδουίνοι εκπαιδεύτηκαν για τη συντήρηση των πέτρινων μνημείων, και αγοράστηκε ο κατάλληλος εξοπλισμός για οποιεσδήποτε μελλοντικές παρεμβάσεις. Σημαντικό για το έργο είναι το σχέδιο που συνέταξε ο καθηγητής Αρχιτεκτονικής του πανεπιστημίου Πατρών, Πέτρος Κουφόπουλος, για τη μελλοντική συστηματική ανάπλαση της κοιλάδας του Σινά, με υποδομές για τη σωστή ισορροπία ανάμεσα στον μοναστικό βίο, την πολιτιστική κληρονομιά και την προσκυνηματική κίνηση.
Εργα-ανάσα για την Αγία Αικατερίνη
«Αιωνόβια συμβίωση»
Σε εκδήλωση παράδοσης του έργου που πραγματοποιήθηκε στην Αγία Αικατερίνη, ο αρχιεπίσκοπος Δαμιανός είπε ότι «από το έργο επωφελούνται όλοι, η Μονή, οι ντόπιοι και οι επισκέπτες που είναι 400.000 ετησίως», και διαβεβαίωσε ότι πλέον «οι προσκυνητές μπορούν να έρχονται στο μοναστήρι χωρίς φόβο, για να δουν ένα αναλλοίωτο συμπυκνωμένο κομμάτι του βυζαντινού ελληνισμού». Ο Αιγύπτιος πρέσβης Γκαμάλ Μπαγιούμι τόνισε ότι «η αιωνόβια συμβίωση της Μονής με την Αίγυπτο αποδεικνύει ότι οι θρησκείες μπορούν να συμβιώσουν ειρηνικά».
ΣΟΦΙΑ ΣΤΥΛΙΑΝΟΥ
sostyl@pegasus.gr

Το Θεοβάδιστον όρος Σινά

Το Θεοβάδιστον όρος Σινά
Η πορεία προς την κορυφή », 
 

Το Σινά είναι -κατά την παράδοση- το όρος στο οποίο ο Θεός παρέδωσε στον Μωυσή τις πλάκες του Νόμου με τις Δέκα Εντολές. Βρίσκεται στην ομώνυμη τριγωνική χερσόνησο, στη Μέση Ανατολή, έχει ύψος 2.240 μ. και απέχει από την Ιερά Μονή της Αγίας Αικατερίνης δυο ώρες με τα πόδια.
Sina
«Και Μωυσής ανέβη εις το όρος του Θεού και εκάλεσεν αυτόν ο Θεός εκ του όρους λέγων τάδε ερείς τω οίκω Ιακώβ και αναγγελείς τοις υιοίς Ισραήλ. Αυτοί εωράκατε όσα πεποίηκα τοις Αιγυπτίοις και ανέλαβον υμάς ωσεί επί πτερύγων αετών και προσηγαγόμην υμάς προς εμαυτόν και νυν εάν ακοή ακούσητε της εμής φωνής και φυλάξητε την διαθήκην μου έσεσθέ μοι λαός περιούσιος από πάντων των εθνών εμή γαρ εστιν πάσα η γη υμείς δε έσεσθέ μοι βασίλειον ιεράτευμα και έθνος άγιον ταύτα τα ρήματα ερείς τοις υιοίς Ισραήλ. Ήλθεν δε Μωυσής και εκάλεσεν τους πρεσβυτέρους του λαού και παρέθηκεν αυτοίς πάντας τους λόγους τούτους ους συνέταξεν αυτώ ο Θεός. Απεκρίθη δε πας ο λαός ομοθυμαδόν και είπαν πάντα όσα είπεν ο Θεός ποιήσομεν και ακουσόμεθα ανήνεγκεν δε Μωυσής τους λόγους του λαού προς τον Θεόν. Είπεν δε Κύριος προς Μωυσήν ιδού εγώ παραγίνομαι προς σε εν στύλω νεφέλης ίνα ακούςη ο λαός λαλούντός μου προς σε και σοι πιστεύσωσιν εις τον αιώνα ανήγγειλεν δε Μωυσής τα ρήματα του λαού προς Κύριον» (Έξοδ. 19, 3-9).
«Εγένετο δε τη ημέρα τη τρίτη γενηθέντος προς όρθρον και εγίνοντο φωναί και αστραπαί και νεφέλη γνοφώδης επ’ όρους Σινά φωνή της σάλπιγγος ήχει μέγα και επτοήθη πας ο λαός ο εν τη παρεμβολή και εξήγαγεν Μωυσής τον λαόν εις συνάντησιν του Θεού εκ της παρεμβολής και παρέστησαν υπό το όρος. Το δε όρος το Σινά εκαπνίζετο όλον δια το καταβεβηκέναι επ’ αυτό τον Θεόν εν πυρί και ανέβαινεν ο καπνός ως καπνός καμίνου και εξέστη πας ο λαός σφόδρα,  εγίνοντο δε αι φωναί της σάλπιγγος προβαίνουσαι ισχυρότεραι σφόδρα Μωυσής ελάλει ο δε Θεός απεκρίνατο αυτώ φωνή. Κατέβη δε Κύριος επί το όρος το Σινά επί την κορυφήν του όρους και εκάλεσεν κύριος Μωυσήν επί την κορυφήν του όρους και ανέβη Μωυςής» (Έξοδ. 19,16-20).
«Και έδωκεν Μωυσεί ηνίκα κατέπαυσεν λαλών αυτώ εν τω όρει τω Σινά τας δύο πλάκας του μαρτυρίου πλάκας λιθίνας γεγραμμένας τω δακτύλω του Θεού» (Έξοδ. 31,18).
Βαδίζοντας προς την κορυφή...
Υπάρχουν δύο δρόμοι προς την κορυφή του όρους Σινά, ο ένας αποτελείται από 3.750 πέτρινα σκαλοπάτια, φτιαγμένα από μοναχούς, ο άλλος ο περιφερειακός δρόμος φτιαγμένος τον 19ο αιώνα από τον αντιβασιλέα της Αιγύπτου Αμπά Πασά Α’. Στην κορυφή βρίσκεται ο ναός της Αγίας Τριάδος κτισμένος το έτος 1934 με τις πέτρες μεγάλου αρχαίου Ναού (21 x 11,5 μ.) τον οποίο είχε κτίσει ο Ιουστινιανός και είχε καταστραφεί επανειλημμένως.
Το ψηφιδωτό της Μεταμορφώσεως
Η Ιερά Αυτοκρατορική Μονή του Θεοβαδίστου Όρους Σινά είναι η αρχαιότερη χριστιανική Μονή του κόσμου με διαρκή και αδιάσπαστο μοναχικό βίο. Ψηλά στην αψίδα του Ιερού Βήματος δεσπόζει το θαυμαστό ψηφιδωτό του 6ου αιώνα στο οποίο ιστορείται η Μεταμόρφωση του Σωτήρος Χριστού. Είναι το αρχαιότερο και ένα από τα ωραιότερα ψηφιδωτά της Ανατολικής Εκκλησίας. Ανήκει στον εσωτερικό διάκοσμο με τον οποίο εξωραΐστηκε ο ναός του Μοναστηριού κατ’ εντολή του αυτοκράτορα Ιουστινιανού του Μεγάλου (527-565) κατά τα μέσα του 6ου μ.Χ. αιώνα.
Ο Σωτήρας Χριστός με τους προφήτες Ηλία και Μωυσή και τους μαθητές Πέτρο, Ιάκωβο και Ιωάννη
Το θέμα είναι ειλημμένο από το κατά Ματθαίον 17,2-8. Ο Σωτήρας Χριστός με λευκά ενδύματα βρίσκεται στο κέντρο με τους προφήτες Ηλία και Μωυσή αριστερά και δεξιά του και τους μαθητές Πέτρο, Ιάκωβο και Ιωάννη πεσμένους στα πόδια του. Η κεντρική παράσταση περιβάλλεται από μετάλλια με τους δώδεκα αποστόλους τους δώδεκα προφήτες, τον πρεσβύτερο Λογγίνο ηγούμενο της Μονής κατά τον χρόνο της κατασκευής του ψηφιδωτού και τον διάκονο Ιωάννη (πιθανόν τον Ιωάννη της Κλίμακος).
Στο μέτωπο της αψίδας ο αμνός του Θεού περιβαλλόμενος από αγγέλους και χαμηλότερα δύο πρόσωπα με φωτοστέφανα, η Παναγία και ο Ιωάννης ο Βαπτιστής. Επάνω από την αψίδα δυο εικόνες από τη ζωή του Μωυσή. Ο Μωυσής μπροστά στην φλεγόμενη βάτο και ο Μωυσής λαμβάνει τις πλάκες του Νόμου.
Οι σεισμοί, οι διαβρώσεις καθώς και ο καπνός είναι στοιχεία που επηρέασαν με την πάροδο του χρόνου αυτό το εξαιρετικό έργο τέχνης. Έτσι ξεκίνησε η συντήρηση αυτού του ψηφιδωτού πρόσφατα από μία αξιόλογη ομάδα Ιταλών συντηρητών με την χορηγία του εμίρη του Κατάρ Sheikh Hamad bin Khaliza Al Thani. Άλλες δυό προηγούμενες επισκευές έγιναν στο ψηφιδωτό το 1847 και το 1959.
Η ωραιότερη εικόνα του Χριστού
Ο Χριστός Παντοκράτωρ
Ίσως η ωραιότερη εικόνα του Χριστού είναι η εγκαυστική εικόνα του Χριστού Παντοκράτορος (πρώτο μισό του 6ου αιώνος, 84 x 46 εκατ.), η οποία φυλλάσεται στην Ιερά Μονή Αγίας Αικατερίνης – Σινά. Πρόκειται για την παλαιότερη γνωστή εικόνα αυτού του τύπου. Φορώντας ιμάτια και χιτώνα ο Σωτήρας ευλογεί με το δεξί χέρι κρατώντας το Ευαγγέλιο στο αριστερό χέρι. Το υπερβατικό βλέμμα και η ευγένεια της μορφής συνυπάρχουν με τα προσωπογραφικά στοιχεία, ώστε να εκφρασθεί η ένωση θείας και ανθρώπινης φύσεως στο πρόσωπο του Θεανθρώπου.Το πρότυπο της εικόνας αυτής έχει συνδεθεί από την έρευνα με τη μορφή του Χριστού Χαλκίτη, ονομαστή εικόνα που βρισκόταν στο Ιερό Παλάτιον της Κωνσταντινουπόλεως.
Η πορεία προς την κορυφή
Οι καμήλες, παραδοσιακό μεταφορικό μέσο του Σινά...
Πριν 3 χρόνια στις 7 Μαΐου από τα άγρια χαράματα, ξεκίνησα προς την κορυφή. Ήθελα να προλάβω την ανατολή του ηλίου στην αγία κορυφή. Στους πρόποδες του βουνού μερικές δεκάδες βεδουίνοι περίμεναν με τις καμήλες τους τουρίστες που ήθελαν να ανέβουν καβάλα. Ήθελα πάρα πολύ να ζήσω αυτή την εμπειρία και ενόσω κοιτούσα τους βεδουίνους που ήταν καθισμένοι δίπλα στις καμήλες τους, ένας άνδρας 30 χρονών με πλησίασε  και μου ψιθύρισε στα αγγλικά: «Θα σας πάω εγώ με την καμήλα μου. Προχωρείτε και θα σας συναντήσω σε λίγο».Υπήρχε μία λίστα αλλά εγώ ήμουν στο τέλος και ποιος ξέρει πότε θα ερχόταν η σειρά μου. Σε δέκα λεπτά όμως ήμουν πάνω στην καμήλα. Η τιμή 10 $ (δολάρια) μέχρι την κορυφή.
Η Ιερά Μονή της Αγίας Αικατερίνης του Σινά
Όταν έφτασα ήμουν εξαντλημένος. Η καμήλα με είχε τραντάξει τόσο πολύ έτσι ώστε αισθανόμουν τον κάθε μυ να συσπάται για να μην αναφέρω την άβολη ξύλινη σέλα που με έκανε να αισθάνομαι σαν το κερασάκι στην τούρτα. Όταν πήγα να πληρώσω ο Σάλεχ, το αφεντικό της καμήλας με ρώτησε: «Για την καμήλα δεν έχει τίποτα; Κοίτα πόσο λαχάνιασε!» Και μου εξήγησε ότι τα 10 $ ήταν δικά του και σύμφωνα  με την παράδοση έπρεπε να προσφέρω κάτι και στην καμήλα. Μετά από κοπιαστικές διαπραγματεύσεις κατάφερα να  τον πείσω να του δώσω μόνο 20ευρω.
Λίγα μέτρα πιο πέρα μία μοναχή διαμαρτυρόταν έντονα επειδή ο βεδουίνος δεν ήθελε να την κατεβάσει δίχως «το μπαξίσι» για την καμήλα. Προσπάθησα να της εξηγήσω περί τίνος πρόκειται όμως δεν ήθελε να με ακούσει και έτσι τους άφησα να μαλώνουν και εγώ συνέχισα τον δρόμο μου.
Αντικρίζοντας την ανατολή στην κορυφή
Ήταν σχεδόν σκοτάδι όταν έφτασα στην κορυφή. Έξω ήταν πολύ κρύο και μπήκα στην εκκλησία. Λαγοκοιμήθηκα. Όταν ξύπνησα το εκκλησάκι ήταν γεμάτο προσκυνητές. Βγήκαμε έξω να δούμε την ανατολή του ηλίου. Ξαφνικά ο ήλιος σηκώθηκε πάνω από τον ορίζοντα και το δυνατό φως απλώθηκε παντού. Πάνω στην δυτική πλαγιά πρόβαλε η σκια του όρους Σινά. Ακριβώς όπως η σκιά του Αγίου Όρους και του όρους Ceahlau της Μολδαβίας.
Η σκιά του όρους Σινά είναι ένα τέλειο τρίγωνο. Η θέα από την κορυφή ήταν μαγευτική. Ένα σεληνιακό τοπίο. Όσο ατενίζει το μάτι σου βλέπεις κόκκινες βουνοκορφές γδαρμένες από τους ανέμους της ερήμου. Πέτρα σχισμένη από το κρύο της νύχτας και την φλόγα της ημέρας, άμμος και σκόνη. Πουθενά κανένα δένδρο, κανένα λουλούδι, κανένα χορτάρι.
Και όμως η αύρα της θεοπτίας ενέπνεε το χώρο.

Το Θεοβάδιστον όρος Σινά - Ιερά Μονή Αγίας Αικατερίνης

Το Θεοβάδιστον όρος Σινά - Ιερά Μονή Αγίας Αικατερίνης




Θεοβάδιστον όρος Σινά

Ένα προσκύνημα που κατέχει μια από τις εξέχουσες θέσεις ενώ βρίσκεται αρκετά χιλιόμετρα από τα Ιεροσόλυμα. Στους πρόποδες αυτού του βουνού ο λαός Ισραήλ έκανε την σημαντικότερη στάση του στην σαραντάχρονη πορεία του στην έρημο. Στην κορυφή του επισυνέβη μια από τις γνωστότερες και λαμπρότερες Θεοφάνειες στην Ιστορία. Ο Κύριος εμφανίστηκε στον Προφήτη Μωυσή και του παρέδωσε τον Θείο Νόμο. Σημείο αναφοράς στο ίδιο βουνό αποτελεί η Ιερά Μονή της Αγίας Μεγαλομάρτυρος Αικατερίνης με την μοναδική βιβλιοθήκη της και την καταπληκτική συλλογή εικόνων.

 
H IΣΤΟΡΙΑ ΤHΣ ΙΕΡΑΣ ΜΟΝHΣ ΣΙΝΑ
Η θέση της Ιεράς Μονής Σινά, παραδοσιακά συνδέεται με τη βιβλική γη της Μαδιάμ του Νοτίου Σινά, στους πρόποδες του Θεοβαδίστου όρους Σινά (σήμερα Gebel Musa, δηλαδή Όρος του Μωυσέως), όπου ο Μωυσής βοσκούσε τα πρόβατα του πεθερού του Ιοθώρ, ιερέα του Υψίστου Θεού (Ελιόν) και είδε το όραμα της Αγίας Βάτου. Εκεί δε αργότερα οδήγησε το Λαό του Ισραήλ, για να παραλάβει τέλος στην Αγία Κορυφή του ίδιου όρους από τον Θεό το Νόμο των Δέκα Εντολών. Κατά τους ελληνορωμαϊκούς χρόνους, η ευρύτερη περιοχή του Νοτίου Σινά διοικητικά συνδέεται με το χώρο της Πετραίας Αραβίας.


Ασχέτως εάν η στρατηγική θέση της χερσονήσου οδηγούσε τους μεγάλους λαούς της ιστορίας να διέρχονται το Βόρειο τμήμα της, το Νότιο τμήμα ήδη από τους χρόνους των διωγμών του 3ου αιώνα άρχισε σταδιακά να συγκεντρώνει αναχωρητές στο χώρο της Αγίας Βάτου στους πρόποδες του όρους της Νομοδοσίας, μακριά από τη ματαιότητα, τα αδιέξοδα, την υποκρισία και τη σύγχυση των κοσμοπολιτικών χρόνων της ύστερης αρχαιότητας και την αποτρόπαιη σκληρότητα και ισοπεδωτική για τον απλό άνθρωπο κυριαρχία της Ρωμαϊκής εξουσίας.

Η Βιβλική Νομοδοσία, η Ελληνορωμαϊκή παράδοση και η συνεχής επί δεκαεπτά αιώνες Ασκητική διαβίωση Σιναϊτών αναχωρητών στο χώρο του Νοτίου Σινά και κυρίως περί την Αγία Βάτο, (χώρο όπου φυλάσσονται επίσης τα λείψανα της Μεγαλομάρτυρος Αγίας Αικατερίνης και μοναδικά εκκλησιαστικά κειμήλια και χειρόγραφα αφιερώματα απλών ανθρώπων ή μεγάλων θρησκευτικών και πολιτικών ηγετών-προσκυνητών), αποτελούν τον άξονα της Ιστορίας της Ιεράς Μονής Σινά. Η παράδοση δε αυτή αριθμεί δεκατέσσερις αιώνες ειρηνικής συμβίωσης με τους Βεδουίνους της περιοχής, γενόμενη σεβαστή εκτός από το Χριστιανικό Κόσμο, τον Ιουδαϊκό και τον Μουσουλμανικό προστατεύεται δε και από την UNESCO. Στην ενότητα των Σιναϊτικών Κειμένων και Καταλόγων περιέχεται κατάλογος των Ονομάτων όλων των Ηγουμένων και Αρχιεπισκόπων του Σινά, όπως επίσης και κατάλογος με όλες τις σημαντικές Σιναϊτικές χρονολογίες.
ΟΙ ΒΕΔΟΥΙΝΟΙ ΚΑΙ Η ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΣΙΝΑ
 


Η λέξη Βεδουΐνος στήν ἀραβική γλῶσσα σημαίνει τόν ἄνθρωπο πού ζεῖ στήν φύση, στήν ἔρημο.

Οπως ἀναφέρει ὁ Πατριάρχης Ἀλεξανδρείας Εὐτύχιος (9ος αἰ.), ὅταν ὁ Ἰουστινιανός ἔκτισε τήν Μονή, ἐγκατέστησε κοντά σέ αὐτήν διακόσιες οἰκογένειες ἀπό τόν Πόντο καί τήν Ἀλεξάνδρεια γιά νά φυλάσσουν, νά ὑπερασπίζονται καί νά βοηθοῦν τούς Μοναχούς. Οἱ σημερινοί Βεδουΐνοι πού ζοῦν πέριξ τῆς Μονῆς θεωροῦνται ἀπόγονοι αὐτῶν τῶν οἰκογενειῶν, πού κατά τόν 7ο αἰῶνα ἐξισλαμίσθηκαν, ἀποτελοῦν δέ σήμερα μιά ἀπό τίς ἕξι φυλές τῶν Βεδουΐνων τοῦ Σινᾶ, τήν φυλή τῶν Ὀρεινῶν (Γκεμπελία). Οἱ Βεδουΐνοι τῆς Γκεμπελία δέν ἔπαυσαν νά ἔχουν ἕως σήμερα συνείδηση τῆς ἑλληνορωμαϊκῆς τους καταγωγῆς, καί θεωροῦν τούς ἑαυτούς τους "Ρωμιούς", καυχώμενοι μάλιστα γιά αὐτήν τήν πολιτιστική τους ταυτότητα.

Η Μονή εἶναι ἀναπόσπαστο τμῆμα τῆς ζωῆς τους καί προσβλέπουν στήν φροντίδα της, δεδομένου ὅτι ἐκείνη πάντοτε τούς σεβόταν καί μεριμνοῦσε νά βρεῖ λύσεις γιά τά διάφορα προβλήματά τους. Εἶναι φιλειρηνικοί, καλόκαρδοι, εὐγενεῖς, εὔθυμοι, ὀλιγαρκεῖς καί φιλόξενοι, παρά τήν πενία τους. Θεωροῦν τήν Μονή καί τόν Ἀρχιεπίσκοπο Σινᾶ σάν τήν παραδοσιακή διοικητική καί δικαστική ἀρχή τῆς φυλῆς τους. Εἶναι συνδεδεμένοι μέ τήν Μονή ἐργαζόμενοι καί μετέχοντας στήν καθημερινή της ζωή. Σήμερα, μέ τό τεράστιο ἐνδιαφέρον πού ἔχει δείξει τό σύγχρονο Αἰγυπτιακό Κράτος γιά αὐτούς καί ὅλη τήν περιοχή τοῦ Νοτίου Σινᾶ ἄρχισαν νά βελτιώνονται σημαντικά οἱ συνθῆκες τῆς διαβιώσεώς τους.

Από τό γεγονός τῆς διηνεκοῦς ἐπί δέκα ἑπτά αἰῶνες παρουσίας στήν περιοχή τοῦ Νοτίου Σινᾶ τῆς πνευματικῆς καί πολιτιστικῆς παραδόσεως καί τῆς διαφυλάξεως τῶν προσκυνημάτων πού ἀντιπροσωπεύουν ἡ Ἱερά Μονή Σινᾶ καί ἡ τιμή στήν Ἁγία Αἰκατερίνα, φυσικό εἶναι νά προστρέχουν, ἀνά τούς αἰῶνας ἀλλά καί σήμερα, στήν εὐλογία τους ὄχι μόνο οἱ Βεδουΐνοι κάτοικοι τῆς περιοχῆς ἀλλά καί ἁπλοί ἄνθρωποιμεγάλοι ἡγέτες προσφέροντας δῶρα, ἤ ἀναχωρητές προσφέροντας τόν ἴδιο τόν ἑαυτό τους. Παράλληλα, ἡ ἔνταξη τῆς Ἱ. Μονῆς Σινᾶ καί τῆς περιοχῆς πού τήν περιβάλλει στόν κατάλογο τῶν μνημείων τῆς παγκόσμιας κληρονομιᾶς τῆς UNESCO, παρέχει περισσότερες ἐγγυήσεις γιά τήν διατήρηση καί τοῦ φυσικοῦ περιβάλλοντος στό ὁποίο καί διαβιοῦν οἱ Βεδουΐνοι τῆς περιοχῆς
Η ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΣΙΝΑ ΣΗΜΕΡΑ



Η Ιερά Μονή του Θεοβαδίστου Όρους Σινά ευρισκομένη στην περιοχή του Νοτίου Σινά ως καθαρώς θρησκευτικό καθίδρυμα, είναι αφιερωμένη στην προστασία των ιερών Σιναϊτικών Προσκυνημάτων. Παράλληλα οι Σιναΐτες Πατέρες είναι αφιερωμένοι μεν στη διαφύλαξη της Σιναϊτικής Ιστορίας, των αξιών της μεγάλης Θρησκευτικής Παράδοσης της Μονής, με την εξ' ίσου μεγάλη Ελληνορωμαϊκή Πολιτιστική της Κληρονομιά, αλλά κυρίως καλλιεργούν την ανάπτυξη τελειότερου ελεύθερου ηθικού βίου με την εξάσκηση της Χριστιανική αρετής, που απορρέει από την πρώτη εντολή: "αγαπήσεις Κύριον τόν Θεόν σου...". Επίσης η προς τον πλησίον ενεργός και ανιδιοτελής αγάπη, όπως όρισε στους μαθητές του ο Χριστός με τη δεύτερη εντολή του, οδήγησε στη διάδοση του Ευαγγελικού κηρύγματος, και την ίδρυση σχολών, πτωχοκομείων, ορφανοτροφείων και κάθε άλλη κοινωνική φιλανθρωπία. Και τις δύο αυτές Χριστιανικές εντολές εφαρμόζουν οι Σιναΐτες έως σήμερα με θρησκευτική ευλάβεια ως βάση στην άσκηση και διακονία τους.

Η Μονή Σινά μαζί με όλη την περιοχή του Ν.Σινά, που συνδέεται με την Αρχιεπισκοπή Σινά, Φαράν και Ραϊθώ, ακολουθεί τους Ιερούς Κανόνες των Οικουμενικών Συνόδων και πνευματικά είναι ενταγμένη στο σύνολο των Ορθοδόξων Εκκλησιών. Σύμφωνα με τις αποφάσεις που την αφορούν, και οι οποίες έχουν κατά διαστήματα εκδοθεί από διάφορες Τοπικές Συνόδους και Ορθόδοξους Πατριάρχες, η Ιερά Μονή Σινά κατέχει το μοναδικό προνόμιο στη Ορθόδοξη Χριστιανοσύνη να είναι διοικητικά δια του Ηγουμένου της και Αρχιεπισκόπου Σινά «αδούλωτος, ασύδοτος, ακαταπάτητος, πάντη και παντός ελευθέρα, αυτοκέφαλος» καθώς δεν εξουσιάζεται από κανέναν Πατριάρχη, ούτε από Σύνοδο. Ο Αρχιεπίσκοπος Σινά έχει μεγαλύτερη πνευματική σχέση με τον Πατριάρχη Ιεροσολύμων από τον οποίο χειροτονείται και τον οποίο μνημονεύει. Η εν γένει λειτουργία της Σιναϊτικής Αδελφότητας είναι διατυπωμένη σε «Θεμελιώδεις Κανονισμούς» και διοικείται με δημοκρατικό τρόπο από τον Ηγούμενό της και Αρχιεπίσκοπο Σινά Φαράν και Ραϊθώ, την Ιερά των Πατέρων Σύναξη και όλη την εκάστοτε κατά καιρούς συνερχόμενη Σιναϊτική Αδελφότητα.

Η Ιερά Μονή Σινά ως πνευματικός φορέας, έχει καθιερώσει ένα πνεύμα εμπιστοσύνης και ειλικρίνειας κατά την συνεργασία της με τις διάφορες ανά τους αιώνες αρχές που έχουν διοικήσει την περιοχή του Σινά, οι οποίες επικύρωναν πάντοτε την αρχαιοπαράδοτη τάξη και παράδοση της Μονής, όπως αυτή διαμορφώθηκε σταδιακά στο πέρασμα των 17 αιώνων του βίου της.

Στις ημέρες μας συνεργάζεται αρμονικά με τις Αρχές του Αιγυπτιακού και του Ελληνικού κράτους με τις οποίες σε κεντρικό υψηλό επίπεδο επιλύει τυχόν προβλήματα, απολαμβάνοντας ιδιαίτερης προστασίας, τις οποίες και κατατάσσει τους Μεγάλους Ευεργέτες της. Παράλληλα συνεργαζόμενη με τους εκπροσώπους της τοπικής αυτοδιοίκησης και της αρχαιολογικής υπηρεσίας της χερσονήσου του Σινά, πρωτοστατεί στην προώθηση όλων των κοινών θέματα τοπικής, πολιτιστικής ή οικολογικής πολιτικής στην περιοχή, ή θεμάτων τα οποία σχετίζονται με τις συνθήκες διαβιώσεως των Βεδουΐνων κατοίκων της περιοχής σε συνδυασμό με τις οδηγίες της UNESCO που αφορούν στην προστασία της όλης περιοχής. Στην ενότητα των Σιναϊτικών Κειμένων και Καταλόγων περιέχεται πλήρης Κατάλογος με τα Ονόματα και τις Διευθύνσεις των υπευθύνων της Διοικήσεως της Μονής. Στην ενότητα των Σιναϊτικών Κειμένων και Καταλόγων περιέχεται κατάλογος με τις Διευθύνσεις όλων των Σιναϊτικών Μετοχίων και με τα Ονόματα των εκεί υπευθύνων




Αγία Αικατερίνη (Μεγαλομάρτυς)

 

Η Αγία Αικατερίνη ή Αικατερίνη της Αλεξάνδρειας, γνωστή και ως Μεγαλομάρτυς Αγία Αικατερίνη και κατά τους υμνολόγους της Ορθόδοξης Εκκλησίας Αικατερίνα, πιστεύεται ότι υπήρξε σημαντική στοχάστρια κατά τον πρώιμο 4ο αιώνα.
Πιστεύεται επίσης ότι έζησε επί εποχής Μαξιμίνου, απόλυτου άρχοντα της Αιγύπτου, ιδιαίτερου χριστιανομάχου και ότι ήταν βασιλικού γένους, όντας κόρη του αριστοκράτη τότε Κώνστα. Έτυχε μεγάλης μόρφωσης και ήταν κάτοχος των λατινικής γλώσσας και της ελληνικής φιλολογίας. Σπούδασε φιλοσοφία και ρητορική και πολλές ξένες γλώσσες της εποχής της. Από νεαρή ηλικία προσελκύσθηκε από την χριστιανική διδασκαλία την οποία μελέτησε και αφού ασπάσθηκε τον Χριστιανισμό, εργάσθηκε με έντονη δράση και ενθουσιασμό για την διάδοσή του επιτυγχάνοντας πολλά χάριν της ρητορικής της δεινότητας και των πολλών γνώσεών της. Την Αικατερίνη όμως εκτός της σοφίας και των αρετών της, την διέκρινε και το σπάνιο κάλλος της μορφής της. Λέγεται ότι στην ηλικία των 18 ετών επισκέφτηκε τον Ρωμαίο αυτοκράτορα, ο οποίος ήταν πιθανόν ο Μαξιμίνος Β ή ο Μαξέντιος, και προσπάθησε να τον πείσει για το ότι ήταν εσφαλμένοι οι διωγμοί που διεξήγε κατά των Χριστιανών (ενώ πέτυχε να μεταστρέψει στον Χριστιανισμό την γυναίκα του αυτοκράτορα).
Τούτο προήλθε από μία σύγχυση με μια ωραιότατη αριστοκράτιδα της Αλεξάνδρειας που είχε αποκρούσει τις ακόλαστες προτάσεις του Μαξιμίνου και εξ αυτού τιμωρήθηκε με δήμευση όλης της περιουσίας της υπ΄ αυτόν, της οποίας την ιστορία είχε γράψει ο εκκλησιαστικός συγγραφέας του 4ου αιώνα Ευσέβιος.
Η σύγχυση όμως αυτή διαλύθηκε πρώτα από την διαπίστωση ότι ουδεμία τέτοια λεπτομέρεια του βίου της Αγίας δεν αναφέρεται στη βιογραφία εκείνης και ούτε του μαρτυρικού της θανάτου, αλλά και από στοιχεία (σχόλια) από άλλο συγγραφέα βεβαιώνεται ότι η περί ής ο λόγος Αλεξανδρινή αριστοκράτιδα λεγόταν Δωροθέα. Πάντως η Αγία Αικατερίνη από νεαρότατη ηλικία είχε δείξει ασυνήθη ευσέβεια και προσήλωση στα Θεία όπου και ο θρύλος ότι δέχθηκε το "δακτυλίδι πνευματικής μνηστείας" από μέρους του Χριστού που της προσκόμισε η αειπάρθενος Μητέρα Του ή κατ΄ άλλους από τον Ίδιον.

Μάρτυρες και είδωλα το παράδειγμα της Αγίας Αικατερίνης


Μάρτυρες και είδωλα το παράδειγμα της Αγίας Αικατερίνης


Μάρτυρες και είδωλα το παράδειγμα της Αγίας Αικατερίνης
Σουλτάνα Λάμπρου, Δρ Θ.
Ε.Ε.ΔΙ.Π. Θεολογική Σχολής Α.Π.Θ
Οι χριστιανοί των τριών πρώτων αιώνων «υπό Ιουδαίων ως αλλόφυλοι πολεμούνται και υπό Ελλήνων διώκονται»(1). Η νέα θρησκεία εξαπλώθηκε γρήγορα κυρίως στην Ανατολή, με κέντρα την Αίγυπτο, την Συρία, την Μικρά Ασία, και στην Δύση με κέντρο την Ρώμη. Η αύξηση των Χριστιανών και το γεγονός ότι κατά τον 3ο αιώνα είχαν εισδύσει σ' όλες τις κοινωνικές τάξεις, σε μια περίοδο, μάλιστα, δύσκολή για το ρωμαϊκό κράτος, το οποίο είχε να αντιμετωπίσει εκτός από την πολιτική και οικονομική κρίση και τις συνεχείς επιθέσεις των βαρβάρων στα σύνορά του, προκάλεσε την αντίδραση του εθνικού κόσμου. Τοπική άρχοντες, αλλά και οι ίδιο οι Ρωμαίοι αυτοκράτορες, εξαπέλυσαν διωγμούς εναντίον των Χριστιανών. Οι λόγοι δίωξης των Χριστιανών μπορούν να αναζητηθούν σε οικονομικά, πολιτικά και προσωπικά αίτια ( εθίγησαν οικονομικά συμφέροντα ορισμένων τάξεων, η πολιτική καχυποψία των ηγεμόνων, η αδυναμία κατανόησης των θεμελιωδών αντιλήψεων του Χριστιανισμού από τους φιλοσόφους στα έργα των οποίων στηριζόταν η πολεμική εναντίον των Χριστιανών, καθώς και η περιφρόνηση των ειδώλων από τους Χριστιανούς, κ.α.). Κυρίως, όμως τα μέτρα εναντίον των οπαδών της νέας θρησκείας είχαν ως σκοπό την αποκατάσταση της παραδοσιακής ρωμαϊκής πειθαρχίας, με την στήριξη της στην θρησκεία της παλαιάς ενδόξου και αδιαφθόρου Ρώμης, προκειμένου να ξεπερασθεί η κρίση και να σταθεροποιηθεί η αυτοκρατορία.(2)
Οι πιστοί της πρώτης Εκκλησίας χρειάσθηκε να δοκιμασθούν σκληρά για την πίστη τους. Καρπός της εποχής αυτής των κατακομβών και των σπηλαίων όπως χαρακτηρίζεται, είναι το νέφος των καλλινίκων μαρτύρων, το μαρτύριο των οποίων θεωρήθηκε μίμηση του πάθους του Χριστού.(3)
Το ψυχικό σθένος των μαρτύρων και οι δοκιμασίες, τις οποίες υπέστησαν, περιγράφονται στα Πρακτικά ή Πράξεις Μαρτύρων (Acta ή Gesta), κείμενα που περιγράφουν τις δίκες των Μαρτύρων σύμφωνα με τα επίσημα Πρακτικά των ρωμαϊκών δικαστηρίων, όπως τα κατέγραφαν οι ταχυγράφοι ή άλλοι κρατικοί υπάλληλοι, καθώς και στα λεγόμενα Μαρτύρια (passiones), τα οποία αποτελούν εκτενείς διηγήσεις της δίκης και της θανάτωσης του μάρτυρος από αυτόπτες μάρτυρες ή και από σύγχρονούς τους συγγραφείς. Διασώθηκαν Μαρτύρια, όπως το λεγόμενο Μαρτύριον Πολυκάρπου (γύρω στο 156), το Μαρτύριον Κάρπου, Παπύλου, Αγαθονίκης (γύρω στο 161-169), Επιστολή των Εκκλησιών Βιέννης και Λουγδούνου προς τας Εκκλησίας Ασίας και Φρυγίας (177-178), Μαρτύριον του Απολλωνίου (180-185), Μαρτύριον Περπετούας και Φηλικιτάτης (202, πρόκειται για το πιο αξιόλογο), και άλλα, τα οποία εξέδωσε ο αείμνηστος καθηγητής π. Χρήστου(4). Όταν σταμάτησαν οι διωγμοί, προκειμένου να διατηρηθεί ζωντανή στη μνήμη της Εκκλησίας η θυσία των μαρτύρων, κατηρτίσθησαν κατάλογοι, όπου καταγράφονταν οι μάρτυρες και διηγήσεις γι' αυτούς, τα γνωστά Μαρτυρολίγια, τα οποία αποτελούν συλλογές από Πράξεις και Μαρτύρια.(5)
Σύμφωνα με τα κείμενα των Μαρτυρίων, τα αυτοκρατορικά διατάγματα επέβαλλαν την προσφορά θυσιών ή θυμιάματος στους βωμούς των θεοτήτων ή των αυτοκρατόρων και την βρώση ειδωλοθύτων με την απειλή της θανατικής ποινής. Οι ρωμαϊκές αρχές συνελάμβαναν τους Χριστιανούς μετά από δημόσια παραδοχή τους ότι πρεσβεύουν την νέα θρησκεία, είτε κατόπιν εκούσιας παράδοσής τους στις αρχές είτε μετά από καταγγελία τους. Οι διοικητές των επαρχιών ή των πόλεων ακόμη και ο ίδιος ο αυτοκράτορας, ανέκριναν τους Χριστιανούς. Οι δίκες ήταν, ως επί το πλείστον, δημόσιες (διεξάγονταν στην αγορά, στον ειδωλολατρικό ναό, σε κεντρικό σημείο της πόλης) και η εξέταση άρχιζε με ερωτήσεις σχετικές με το όνομα, το γένος, την πατρίδα, την τάξη και την θρησκεία του Μάρτυρος. Ο εξεταστής προσπαθούσε με κάθε μέσο (υποσχέσεις, κολακείες, εκφοβισμό) να πείσει τον μάρτυρα να θυσιάσει στα είδωλα, γι' αυτό και οι δίκες διαρκούσαν μέρες ή επαναλαμβάνονταν.(6)
Στα Μαρτυρολόγια περιγράφεται το θάρρος και ο ηρωϊσμός των μαρτύρων(7), που είναι έτοιμοι να υποστούν τα πάντα χάριν της πίστεώς τους, και παρουσιάζεται η στάση που τηρούν έναντι της ειδωλολατρείας. Παρά το ότι αντιμετωπίζουν με ανεξικακία τους σκληρούς διώκτες τους και καταβάλλουν προσπάθεια να τους απομακρύνουν από την πλάνη των ειδώλων, διότι θεωρούν ότι πίσω από όλες τις ανίερες πράξεις τους κρύβονται οι δαίμονες, δεν διστάζουν να εμποδίσουν θυσίες, να ελέγξουν τους ηγεμόνες για τις αυτοκρατορικές διατάξεις που επιβάλλουν τις θυσίες στα είδωλα, να επιπλήξουν Χριστιανούς όταν τις εκτελούν. Τολμούν και διακηρύσσουν ότι τα είδωλα είναι ύλη στο χρόνο φθειρόμενη(8), έργα τεχνιτών, χρυσοχόων και τορνευτών, γλυπτά χειρών ανθρώπων, άψυχα(9), απατηλά φαντάσματα δαιμόνων και όσοι θυσιάζουν σ' αυτά είναι όμοιοι μ' αυτά(10), και ότι οι θεοί των ειδωλολατρών θα απολεσθούν, διότι δεν έζησαν ποτέ, αλλά εξαρτώνται από την τιμή που τους αποδίδουν οι άνθρωποι(11).
Το θάρρος τους δεν σταματά εδώ, προχωρούν ευθαρσώς και στην αποκάλυψη της χριστιανικής τους ιδιότητας. Αναφωνούν συνεχώς «Χριστιανός ειμι(12)», καλούμενοι να αρνηθούν τον Χριστό ή απαντώντας σε οποιαδήποτε ερώτηση σχετική με το όνομα, το γένος, την καταγωγή ή την τάξη τους. Ομολογία που εκφράζει την πίστη τους στον άφθαρτο αιώνιο Θεό σε αντίθεση με τα φθαρτά κτιστά είδωλα, τα εφευρετήματα των δαιμόνων, τα επινοήματα και τα έργα των ανθρώπων τα οποία καλούνται να λατρεύσουν. Η ομολογία τους είναι συμπυκνωμένη θεολογία, διότι κηρύττουν τα δόγματα της πίστεως ενώπιον των εθνικών. Στα Μαρτύρια απαντώνται ομολογίες που θυμίζουν βαπτιστήρια σύμβολα, που εκφράζουν την πίστη στο Χριστό, τον Υιό του Θεού, στον Πατέρα και στο Άγιο Πνεύμα(13). Ομολογούν ότι ο Θεός είναι Παντοκράτωρ, ποιητής ουρανού και γης και θαλάσσης και πάντων των εν αυτοίς (14), δίδουν μαρτυρία περί της ενσάρκου οικονομίας, όπου κυριαρχεί η σωτηριολογία(15). Προκρίνουν της παιδείας των Ελλήνων την σοφία των Αποστόλων, έντονη είναι επίσης και η πίστη τους στην ανάσταση των νεκρών(16).
Οι μάρτυρες οδηγούνται με χαρά και αταραξία προς το μαρτύριο, αρνούμενοι επιμόνως να θυσιάσουν στα είδωλα, με αποτέλεσμα να θεωρούνται παράφρονες και να χαρακτηρίζονται ως αποστρεφόμενοι την ζωή, το Δε μαρτύριο να θεωρείται ως τάση αυτοκτονίας. Η στάση αυτή των μαρτύρων προκαλεί τις περισσότερες φορές βαθειά εντύπωση και θαυμασμό στους διώκτες και στο πλήθος των ειδωλολατρών που παρίσταται, με αποτέλεσμα πολλοί εξ αυτών να ασπάζονται την χριστιανική πίστη. Από την άλλη στηρίζεται και ενισχύεται το φρόνημα των Χριστιανών(17).
Συνεπώς ορθώς οι Μάρτυρες χαρακτηρίζονται καθαιρέτες της πολυθέου πλάνης των ειδώλων, συγχρόνως Δε ερμηνευτές και απόστολοι του Ευαγγελίου του Χριστού, γιατί απέσπασαν εκ της πλάνης των ειδώλων μυριάδες ψυχών. Χαρακτηριστικό παράδειγμα της αντιμετώπισης της πλάνης των ειδώλων από τους μάρτυρες αποτελεί το παράδειγμα της Αγίας Αικατερίνης. Η Αγία Μεγαλομάρτυς και πάνσοφος Αικατερίνα ήταν θυγατέρα του βασιλίσκου Κόστου ή Κώστου. Μαρτύρησε επί αυτοκράτορος Μαξιμίνου το 305 μ.χ.
Οι γραπτές πηγές που αναφέρονται στην αγία, απετέλεσαν αντικείμενο ερεύνης, δεδομένου ότι οι πληροφορίες για την Αγία δεν απαντούν στα αρχαία Μαρτυρολόγια. Από τα μαρτύρια της Αγίας Αικατερίνης(18) είναι γνωστά τέσσερα: α) το Μαρτύριον το οποίο συνέταξε ο Συμεών ο Μεταφραστής (10ος αιώνας) και εξεδόθη στον 116ο τόμο της PG (στήλες 276-301), β) το μαρτύριον το οποίο αποδίδει εις εαυτόν Αθανάσιος ο ταχυγράφος, ονομάζοντας τον εαυτό του υπηρέτη της Αγίας εντός του κειμένου (ταύτα εγώ Αθανάσιος, ταχυγράφος άμα και δούλος υπάρχων της κυρίας μου Αικατερίνης συνεγραψάμην τα υπομνήματα αυτής εν πάση ασφαλεία), και γ) δύο Μαρτύρια αγνώστων συγγραφέων. Τα δύο μαρτύρια των ανωνύμων συντακτών και το μαρτύριον που συνέταξε ο Αθανάσιος ταχυγράφος, εξεδόθησαν από τον J. Viteau το 1897, ο οποίος προσδιορίζει χρονικά το αρχαιότερο στο πρώτο μισό του ζ' ή στο δεύτερο μισό του στ' αιώνα(19). Επίσης Εγκώμιον εις την Αγίαν συνέγραψε ο Αναστάσιος Πρωτασηκρήτις ( τον θ' ή ι' αι. λίγο μετά το πέρας της εικονομαχικής έριδας), το οποίο εξέδωσε ο πρωτοπρεσβύτερος καθηγητής Γεώργιος Μεταλληνός(20). Στην έκδοση του Μαρτυρολογίου του Σινά από τον καθηγητή δ. Τσαμη (1989,2003) συμπεριελήφθησαν δύο Μαρτύρια της έκδοσης του J. Viteau, το Μαρτύριον του Συμεών του Μεταφραστού και το Εγκώμιον του Αναστασίου του Πρωτασηκρήτη(21). Μαρτύριο της Αγίας περιέχεται στο Μηνολόγιον του Βασιελίου(22) και στο Συναξάριον της Κωνσταντινουπόλεως(23). Εκτενής παράφραση του Μαρτυρίου της Αγίας απαντάται στην Περιγραφή του θεοβάδιστου όρους Σινά(24), στον Παράδεισο(25) και σε συναξαριστικές συλλογές(26).
Η Αγία, όπως μαρτυρούν τα αγιολογικά κείμενα, είχε μελετήσει όλα τα χριστιανικά και εθνικά κείμενα. Η πολυμάθειά της παρουσιάζεται λεπτομερώς στο Μαρτύριο που συνέταξε ο Αθανάσιος ο ταχυγράφος, όπου πληροφορούμαστε ότι η Αγία είχε διδαχθεί την ρητορική επιστήμη σύμφωνα με τα βιργιλικά και δημοσθενικά δόγματα. Γνώριζε την τέχνη του Ασκληπιού, του Ιπποκράτη και του Γαληνού, του Αριστοτέλη , του Ομήρου και του Πλάτωνα, του Φιλιστίωνα και Ευσεβίου, του Ιανού και Ιαμβρή, την νεκρομαντεία της Σίβυλλας και γενικά όλα τα έργα των ρητόρων και φιλοσόφων και ποιητών. Εγνώριζε και πολλές γλώσσες(27).
Μετά από εντολή του αυτοκράτορα η Αικατερίνη συζήτησε με πενήντα φιλοσόφους και όπως μας λέγει η σχετική με την Αγία υμνογραφία, αντιπαρατάχθηκε λαμπρώς, έλεγξε την θρασύτητα των φλύαρων ρητόρων, την δεινή μανία της πολυθεϊας, εφίμωσε τους ασεβείς ρήτορες και εμείωσε την πλάνη(28). Γι' αυτό και στην εικονογραφία παριστάνεται κρατώντας σταυρό ή κλαδί φοίνικα ή βιβλία, τα οποία δηλώνουν την σοφία της και συμβολίζουν τον θρίαμβό της κατά της ειδωλολατρείας. Ας σημειωθεί ότι η Αγία είναι από τις δημοφιλέστερες άγιες γυναίκες στον χριστιανικό κόσμο. Θεωρείται από τους Ρωμαιοκαθολικούς προστάτις των φιλοσόφων, καθηγητών, μαθητών και τιμάται ιδιαίτερα ως προστάτις των φιλοσοφικών σχολών της Γερμανίας και των Παρισίων.(29)
Ας διέλθουμε όμως σύντομα τα αγιολογικά κείμενα, όπου περιέχεται η απολογία που εξεφώνησε η Αγία ενώπιον του αυτοκράτορα, για να παρακολουθήσουμε τον συγκλονιστικό διάλογο της Αγίας με τους ρήτορες. Ο Μαξιμίνος εξέδωσε διάταγμα με το οποίο επέβαλλε στους υπηκόους του να προσφέρουν θυσίες στα είδωλα. Πλήθος λαού συγκεντρώθηκε στην Αλεξάνδρεια και ο ίδιος κατευθύνεται προς τον ναό για να θυσιάσει. Η πόλη ασφυκτιά και παντού ακούγονται οι κραυγές των ζώων. Η Αγία μην μπορώντας να αντέξει στη σκέψη ότι εξαιτίας των απειλών του τόσος λαός χάνεται πνευματικά και προδίδει τον Χριστιανισμό, προσφέροντας θυσία στον ναό των ειδώλων, κίνησε για τον ναό και μόλις έφθασε, με τον αέρα της βασιλικής της καταγωγής, ζήτησε να ανακοινώσει κάτι σπουδαίο στον βασιλιά.
Με ευγένεια και απόλυτη ηρεμία, μα και με σταθερότητα και «αρρενωπω τω φρονήματι»(30), όπως τονίζει ο εγκωμιαστής της Αγίας Αναστάσιος Πρωτασηκρήτις, «πάντων αλογήσασα των εκείσε, κινεί με τον εαυτής λογιώτατον νουν, αναπετάσασα Δε και τας του ρητορικωτάτου στόματος πύλας»(31). Και ευθύς δίδει το πρώτο δείγμα της σοφίας της. Αποκαλεί απάτη ειδωλολατρική, μωρία και αισχύνη την προσφορά θυσιών σε είδωλα θνητών ανθρώπων. Ελέγχει και κατηγορεί τον ίδιο τον βασιλέα, διότι είναι όργανο ενός δαίμονα που τον έχει τυφλώσει και δεν του επιτρέπει να δει την αλήθεια, έπρεπε τουλάχιστον να γνωρίζει τι λένε οι σοφοί για τα είδωλα. Επικαλούμενη τον Διόδωρο τον Σικελιώτη και τον Πλούταρχο, αναπτύσσει ένα από τα συνήθη θέματα της χριστιανικής απολογητικής ( καταδίκη της λατρείας χειροποίητων θεών), κάνοντας έμφανη και την άρτια κλασσική ελληνική παιδεία της. Κατά τον Διόδωρο οι θεοί είναι άνθρωποι, οι οποίοι λόγω κάποιας αξιομνημονεύτου πράξεως τιμήθηκαν με ανδριάντες και με στήλες. Οι μεταγενέστεροι πλανήθηκαν και τους θεώρησαν αθανάτους και τους συμπεριφέρθηκαν ως θεούς, επινοώντας θυσίες και τιμές γι' αυτούς. Μάλιστα, συμπληρώνει η Αγία, ότι ο σοφός Πλούταρχος τους υπεύθυνους για την απόδοση λατρείας στους ψεύτικους θεούς κατηγορεί ως εισηγητές της πλάνης των αγαλμάτων.
Η Αικατερίνη αφού θέσει τον βασιλέα ενώπιον των ευθυνών του, περνά σε ομολογία πίστεως προκειμένου να τον οδηγήσει στην αλήθεια, ομολογία που φανερώνει την γνώση των δογμάτων της Ορθοδόξου πίστεως. Η ρητορική της ικανότητα εντυπωσιάζει τον αναγνώστη, όταν διαπιστώνει ότι εντός έξι στίχων παρουσιάζει το μεγαλείο της Ορθοδόξου διδασκαλίας, μιλά για τον Θεό δημιουργό, για την ενανθρώπηση του λόγου του Θεού και για το σχέδιο της θείας οικονομίας, «επίγνωθι, βασιλεύ, Θεόν αληθή μόνον τον δεδωκότα σοι την βασίλειον ταύτην αρχήν, προσέτι δε κ'αυτό το ζην παρασχόμενον, ος Θεός ων αϊδιος και αθάνατος και άνθρωπος ύστερον εγένετο δι' ημάς και σταυρόν και θάνατον είλετο, του θανάτου της παρακοής ημάς ανιστών και ως αυτός οίδε την σωτηρίαν πραγματευόμενος. Ούτος και των πλανωμένων εστί Σωτήρ και τους μετανοούντας ηπίως και προσηνώς υποδέχεται».(32)
Ο Μαξιμίνος μένει έκθαμβος από το θαρραλέο φρόνημά της, αλλά και την περισσή ομορφιά της. Με εντολή του η Αικατερίνη οδηγήται στα ανάκτορα, ενώ ο ίδιος συνεχίζει την θυσία. Μετά το πέρας της τελετής ο βασιλιάς ζητά να μάθει ποια είναι και ποια η σημασία των λόγων της. Η Αικατερίνη τονίζει την βασιλική της καταγωγή και για άλλη μια φορά επιδεικνύει την μόρφωσή της, όχι καμαρώνοντας με ματαιοφροσύνη, αλλά με σκοπό να δείξει ότι περιφρόνησε όλες τις κοσμικές τιμές και την κοσμική δόξα για την αγάπη του Ιησού Χριστού, ο οποίος δια μέσω του προφήτη Ησαϊα είπε: «απολώ την σοφία των σοφών και την σύνεσιν των συνετών αθετήσω».(33) Όταν δε ο βασιλιάς εκφράζει τον θαυμασμό του για την σωματική της ωραιότητα και την παρρησία της, παρομοιάζοντάς την με θεϊκή οπτασία, δράττεται της ευκαιρίας για να δείξει το πως οι δαίμονες, που πιστεύει για θεούς, παραπλανούν τους ανθρώπους με αποτέλεσμα να θεωρούν θεούς τα κτίσματα. Συγχρόνως τον προτρέπει να θαυμάσει την σοφία του Δημιουργού που την έπλασε κατ' εικόνα Του και, όταν αυτός δείχνει ενοχλημένος για την προσβολή προς τους θεούς του, τον προκαλεί να συζητήσουν, προκειμένου να γνωρίσει τον αληθινό Θεό «ου και όνομα μόνον λαλούμενον ή και σταυρός εν τω αέρι διατυπούμενος φυγάδας σου τους θεούς απεργάζεται».(34)
Ο Μαξιμίνος αντιλαμβάνεται την αδυναμία του μπροστά στις δυνατότητές της, στην ρητορική δεινότητα της μάρτυρος, την παραπέμπει σε πενήντα φιλοσόφους της εποχής, των οποίων εφιστά την προσοχή τονίζοντάς τους ότι πρέπει να προετοιμαστούν προσεκτικά, γιατί θ' αντιμετωπίσουν ανδρειώτατο αανταγωνιστή, που, αν και γυναίκα, διαθέτει αρρενωπό φρόνημα και τόση σοφία, που αν την ανταγωνίζονταν ο ίδιος ο Πλάτωνας θα έπαιρνε το δεύτερο βραβείο μετά από αυτήν.
Η Αγία οδηγείται μπροστά στον πρώτο των ρητόρων. Αυτός με αλαζονική φωνή και άγριο βλέμμα ζητά να δικαιολογήσει την θέση της, πως τολμά να μιλά με τόση θρασύτητα και ασυλλόγιστα για τους θεούς, τους οποίους εξύμνησαν οι μεγάλοι ποιητές και σ' αυτούς οφείλει την σοφία της.
Η Αγία ευθύς απαντά με υποδειγματική πραότητα και σύνεση ότι την σοφία της την οφείλει στον μοναδικό Θεό, ο οποίος είναι η μοναδική σοφία και η ζωή, και η τήρηση των εντολών του αποτελεί την αρχή μιας σοφίας τελειότερης και μεγαλύτερης. Όταν, όμως, αναφέρεται στους θεούς των σοφών, στην συνέχεια, οι λόγοι της γίνονται επιθετικοί και απαξιωτικοί: «τα δε των υμετέρων θεών καταγέλαστα όντα και πολλής γέμοντα της απάτης, ουκέτι ουδέ αξίου τινος έτυχε ψόγου».(35) Όταν ο ρήτωρ επικαλείται τον σοφό Όμηρο και τον ποιητή Ορφέα, οι οποίοι μιλούν για τους αθάνατους θεούς του, και τολμά να αμφισβητήσει την θεότητα του Εσταυρωμένου Ιησού Χριστού, υποστηρίζοντας ότι κανείς σοφός δεν κάνει λόγο γι' αυτόν, η μάρτυς παρουσιάζει τα χωρία, που αντλεί από τα συγγράμματα των αρχαίων ποιητών και φιλοσόφων, τα οποία δείχνουν ότι η φιλοσοφική σκέψη είχε κορεστεί από τον μύθο των θεών με τα ανθρώπινα πάθη και τις αδυναμίες και αναζητούσε από καιρό κάτι ανώτερο.
Ο ίδιος ο Όμηρος, αναφέρει η Αγία, απαριθμεί τα ατοπήματα του Δία, τον αποκαλεί ψεύτη, διεστραμμένο, πανούργο, απατεώνα, που αν και πατέρας των θεών κινδύνευσε να συρθεί ως δεσμώτης από την Ήρα, την Αθηνά και τον Ποσειδώνα. Για τον μουσικό Ορφέα επισημαίνει ότι στην Θεογονία του καταλογίζει μεγάλη παραφροσύνη στους ανθρώπους που δεν νοούν να καταλάβουν αυτό για το οποίο ο σοφός Σοφοκλής βεβαιώνει, λέγοντας: «Υπάρχει Θεός, ο οποίος δημιούργησε τον ουρανό και την μεγάλη γη και το γαλάζιο κύμα της θάλασσας και τις ορμές των ανέμων. Οι θνητοί ξεγελασμένοι από την μεγάλη πανουργία δημιουργήσαμε ευχαριστήσεις διαφόρων εδεσμάτων για τους θεούς, καθώς και αγάλματα από ξύλα και λίθους και εικόνες από χρυσό καμωμένες και εφεύραμε θυσίες γι' αυτούς και καινούργιες γιορτές και αυτά τα θεωρούσαμε ότι είναι ευσέβεια».(36)
Ο διάλογος μετατρέπεται σε μονόλογο. Η υπεροχή της Αγίας είναι πλέον αισθητή. Έφθασε πλέον η στιγμή που θα καταρρίψει και το τελευταίο κατ' αυτούς επιχείρημα ότι δηλ. τον Εσταυρωμένο αγνοούν οι σοφοί τους, αποκαλύπτοντας τοιουτοτρόπως τον μερικό φωτισμό των Ελλήνων φιλοσόφων από τον ίδιο τον Λόγο του Θεού (σπερματικός λόγος). Αρχικά αναφέρει τα αποκαλυπτικά λόγια της Σίβυλλας, της πιο σοφής απ' τις γυναίκες: «Ύστερα από πολύ καιρό θα φθάσει κάποτε κάποιος σ' αυτήν την πολυδιηρημένη γη και χωρίς σφάλμα θα γεννηθεί με σάρκα με ανεξάντκητα όρια θεότητας και θα λυτρώσει από τα ανίατα πάθη τον άνθρωπο. Αυτόν θα τον φθονήση ένας άπιστος λαός και θα κρεμαστεί ψηλά σαν καταδικασμένος σε θάνατο. Όλα αυτά θα τα υποφέρει με πραότητα». Στην συνέχεια αναφέρει και την αλήθεια που ξεστόμισε ο μάντης τους ο Απόλλων: «Ένας ουράνιος με πιέζει ισχυρά, ο οποίος είναι τριλαμπές φως. Αυτός είναι Θεός, που έπαθε χωρίς να πάθει τίποτα η θεότητά του, γιατί είναι συγχρόνως θνητός και αθάνατος. Αυτός είναι μαζί Θεός και άνθρωπος, όλα υποφέροντάς τα από τους θνητούς, δηλαδή τον σταυρό, την ύβρη, την ταφή, ο οποίος κάποτε από τα μάτια του έχυνε θερμά δάκρυα, ο οποίος πέντε χιλιάδες ανθρώπους με ψωμί χόρτασε. Αυτό βέβαια χρειαζότανε θεϊκή δύναμη. Ο Χριστός είναι ο Θεός μου, ο οποίος καρφώθηκε στο ξύλο, ο οποίος πέθανε, ο οποίος από τον τάφο ανέβηκε στο ουρανό».(37)
Στην συνέχεια ο Συμεών ο Μεταφραστής εκθέτει την θαυμάσια ομολογία πίστεως της Αγίας, η οποία θεωρούμε ότι ενέχει θέση κατηχήσεως των έκπληκτων ρητόρων, που λίγο αργότερα θα απαρνηθούν την ειδωλολατρική θρησκεία και θα ζητήσουν την μεσιτεία της Αγίας για να συγχωρεθούν από τον αληθινό Θεό και να ασπασθούν τον Χριστιανισμό γεγονός που θα τους οδηγήσει αμέσως στο μαρτύριο.
Η Αικατερίνη θεολογεί με την χάρη του Αγίου Πνεύματος(38), αναπτύσσει το δόγμα της δημιουργίας του κόσμου, ομολογεί τον Υιό και λόγο του Θεού, ο οποίος είναι συνάναρχος, συναϊδιος με τον Πατέρα, ομιλεί για τις δύο φύσεις του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, για την ενανθρώπηση και το σωτηριώδες έργο Του, την σταύρωση και την ανάστασή Του, καθώς και για την αποστολή στον κόσμο του Παρακλήτου. (39)
Τέλος η Αγία καλεί όλους όσοι την ακούν να πάρουμε μέρος στα παθήματά Του, να γίνουμε συμμέτοχοι στην απεικόνιση του θανάτου Του και κοινωνοί Χριστού για να βρεθούμε κι εμείς στην ανάσταση και βασιλεία Του, όπως έπραξε και η ίδια όταν έλαβε τον στέφανο του μαρτυρίου, κλείνοντας ερμητικά τα ώτα της στις κολακείες και στις υποσχέσεις για επίγεις τιμές και δόξες, αφού πρώτα με την θερμή της πίστη συνετέλεσε ώστε πολλοί ειδωλολάτρες να ασπασθούν τον Χριστιανισμό και να μαρτυρήσουν, όπως η σύζυγος του Μαξιμίνου και ο στρατηγός του Πορφυρίων με διακόσιους στρατιώτες του.
Εκ των πρακτικών του Επιστημονικού Συνεδρίου με Θέμα "Φαινόμενα Νεοειδωλολατρίας"
Δωδεκαθεισμός Υποτίμηση Παλαιάς Διαθήκης, Ολυμπιακή Αγώνες
Εταιρία Ορθοδόξων Σπουδών
Σημειώσεις:
1) Επιστολή προς Διόγνητον 5. PG2,1176A
2) Για τους διωγμούς κατά των Χριστιανών και τα αίτιά τους βλ.Π. Χρήστου, Ελληνική Πατρολογία,τομ β' [Χριστιανική Γραμματολογία2], εκδ. Πατριαρχικού Ιδρύματος Πατερικών Μελετών, Θεσσαλονίκη 1978, σς.9-21
3) Για την θεολογία του μαρτυρίου βλ. Σπυρ. Μπιλάλη, αρχιμ. Οι μάρτυρες της Ορθοδοξίας. Η θεολογία του μαρτυρίου, τομ. Α', εκδ. Ορθοδόξου Τύπου, Αθήναι 1973
4) Τα μαρτύρια των αρχαίων Χριστιανών, Εισαγωγή, κείμενον, μετάφρασις, σχόλια Π. Χρήστου, [επε 30], Πατερικαί εκδόσεις «Γρηγόριος ο Παλαμάς», Θεσσαλονίκη 1978 (εις το εξής Μαρτύρια).
5) Βλ. σχετικά Π.Χρήστου, Ελληνική Πατρολογία, ο.π. σ464 εξ Δ. Τσάμη, Το Μαρτυρολόγιον του Σινά, εκδ. Π. Πουρνάρα, Θεσσαλονίκη 2003, σς63-66
6) Σχετικά με την νομική βάση των διωγμών, δικονομικά θέματα, ποινές, κ.λ.π. βλ. Καλλιοπης Μπουρδάρα, Το δίκαιο στα αγιογραφικά κείμενα, [Forschungen zur Byzantinischen Rechtsgeschichte, Athener reine] εκδ. Αντ. Σάκκουλα, Αθήνα 1987
7) Για την στάση των μαρτύρων έναντι των διωκτών και εν γένει έναντι της ειδωλολατρείας βλ. τις μελέτες των Ιερωνύμου Κοτσώνη, αρχιμ. Το ενθουσιαστικό στοιχείο εις την Εκκλησίαν των μαρτύρων, εκδ. Δαμασκός, Αθήναι 1952, και Σπυρ. Μπιλάλη, Οι μάρτυρες, ο.π.
8) Μαρτύριον αγ. Κάρπου 16 βλ. Μαρτύρια ο.π. σ 182
9) Μαρτύριον αγ. Απολλωνίου 14 βλ. Μαρτύρια ο.π. σ 230. Μαρτύριον Κόνωνος 5,2 βλ. Μαρ΄τρια ο.π. σ 300
10) Μαρτύριον αγ. Κάρπου 6-8 βλ. Μαρτύρια ο.π. σ180 και 182
11) Μαρτύριον αγ. Κάρπου 14-15 βλ. Μαρτύρια ο.π. σ182
12) Για την διακήρυξη ομολογίας «Χριστιανός ειμι» από τους μάρτυρες βλ. Αντ. Παπαδόπουλου, Θεολογία αρχαίων και νέων μαρτυρολογίων, Πρακτικά Θεολογικού Συνεδρίου Εις τιμήν και μνήμην των νεομαρτύρων (17-19 Νοεμβρίου 1986) εκδ. Ιεράς Μητροπόλεως Θεσσαλονίκης, Θεσσαλονίκη 1988, σς 118-123, Χρ. Κρικώνη, Οχριστοκεντρικός χαρακτήρας του μαρτυρίου των νεομαρτύρων, Ο άγιος και ο μάρτυρας στην ζωή της Εκκλησίας, Εισηγήσεις ΙΒ' Συνεδρίου Πατερικής Θεολογίας, εκδ. Αποστολικής Διακονίας της Εκκλησίας της Ελλάδος, Αθήνα 1994,σς 79-80
13) Ο Άγιος Πολύκαρπος προ του μαρτυρίου του απηύθυνε προσευχή-ομολογία προς τον Τριαδικό Θεό, Μαρτύριον Αγ. Πολυκάρπου 14, 1-3 βλ. Μαρτύρια ο.π. σ 118, Μαρτύριον Αγ. Δασίου 8,2 βλ. Μαρτύρια ο.π. σ. 365
14) Μαρτύριον Αγ. Πιονίου 8,3 βλ, Μαρτύρια ο.π. σ. 147, μαρτύριον Αγ. Απολλωνίου 8, βλ. Μαρτύρια ο.π. σ. 227, μαρτύριον Αγάπης, Ειρήνης, Χιόνης 5,2 βλ. Μαρτύρια ο.π. σ. 319
15) Μαρτύριον Αγ. Ιγνατίου του Θεοφόρου 2, PG 5,981 BC. Μαρτύριον Ιουστίνου 2,5 βλ. Μαρτύρια ο.π. σ.93
16) Μαρτύριον Ιουστίνου 5,1-3 βλ. Μαρτύρια ο.π. σ. 99 Μαρτύριον Αγ. Πολυκάρπου 14,2 βλ. Μαρτύρια ο.π. σ.119, Μαρτύριον Αγ. Πιονίου 4,24 και 21,4 βλ. Μαρτύρια ο.π. σ. 141 και 177 αντίστοιχα. Πρβλ. H. DELEHAYE, Lew Passions des Martyrs et le genres litterairew [S.H. 13B], Bruxelles 1966 σς. 192-195
17) Βλ. ανωτέρω παραπομπή 7.
18) BHG, ομ. Α' σς. 8-9 πρβλ. A. KAZHDAN. N. SLVCENKO. Cathrenine of Alexandreia, The Oxford Dictionary of Byzantium 1 (1991) 392-393, Ιωαν. Ραμφου «Αικατερίνη η Μεγαλομάρτυς», ΘΗΕ 1 (1962) 1035-1037
19) Passions des Saints Ecaterine et Pierre d' Alexandrie, Barbara et Anysia, Paris 1897
20) «Αναστασίου Πρωτασηκρήτις, Εγκώνιον εις την Αγίαν Αικατερίνην»,Εκκλσιαστικός Φάρος 54 (1972) 253 274
21) Δ. ΤΣΑΜΗ, Το Μαρτυρολόγιον, ο.π. σς. 73-219
22) PG 117, 180 BC
23) Synaxarion Ecclesiae Constantipolitanae, στ.253-254
24) Εκδ. Ιεράς Μονής Σινά, εν Αθήναις 1978, σς. 70-88
25) Σς. 205-220
26) ΟΣΙΟΥ ΝΙΚΟΔΗΜΟΥ, Συναξαριστής τν δώδεκα μηνών, τομ. Β', Θεσσαλονικη 1993, σ. 182, Σύναξις πάντων των Σιναϊτών Αγίων, εκδ. Ιδρύματος Αγίου Όρους Σινά, Αθήναι 1998, σς. 124-125. Ο Μέγας Συναξαριστής της Ορθοδόξου Εκκλησίας, (επιμ. Ματθαίου Λαγγή), Αθήναι 2001, σς. 617-635
27) ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ, Μαρτύριον Αγ. Αικατερίνης 4, βλ. ΔΗΜ. ΤΣΑΜΗ, Το Μαρτυρολόγιον, ο.π. σ. 116
28) Μηναίον Νοεμβρίου (25), έκδ. Αποστολικής Δικονίας της Εκκλησίας της Ελλάδος, εν Αθήναις, σς. 434-455
29) Βλ. σχετικά Π.ΠΑΠΑΕΥΓΓΕΛΟΥ, «Αικατερίνη η Μεγαλομάρτυς-Εικονογραφία», ΘΗΕ (1962) 1039-1040. D.H.FARMER, The Oxford Dictionary of Saints, Oxford Univ. Press 1983, σ.156.KAZHDAN, N. SEVCLENKO, "Cathrine", ο.π. σ. 393, . ΔΗΜ. ΤΣΑΜΗ, Το Μαρτυρολόγιον, ο.π. σ.76
30) ΑΝΑΣΤΑΣΙΟΥ, Εγκώμιον εις την Αγίαν Αικατερίνην 9,6 βλ. ΜΕΤΑΛΛΗΝΟΥ, «Αναστασίου», ο.π. σ. 258
31) ΑΝΑΣΤΑΣΙΟΥ, Εγκώμιον εις την Αγίαν Αικατερίνην 9,6 βλ. ΜΕΤΑΛΛΗΝΟΥ, «Αναστασίου», ο.π. σ. 258
32) ΣΥΜΕΩΝ, Μαρτύριον Αγ. Αικατερίνης 4, PG 116,280C
33) Ης. 29,14
34) ΣΥΜΕΩΝ, Μαρτύριον Αγ. Αικατερίνης 4, PG 116,281ΒC
35) ΣΥΜΕΩΝ, Μαρτύριον Αγ. Αικατερίνης 9, PG 116,285Β
36) ΣΥΜΕΩΝ, Μαρτύριον Αγ. Αικατερίνης 10, PG 116,285D-288A
37) ΣΥΜΕΩΝ, Μαρτύριον Αγ. Αικατερίνης 11, PG 116,288A-C. Για το θέμα της ομοιότητας των αποκαλυπτικών λόγων των Ελλήνων σοφών και των θεών τους, που χρησιμοποιεί η Αγ. Αικατερίνα στην συζήτησή της με τους σοφούς, με χωρία από την χρονογραφία του Ιωάννου Μαλάλα ( βλ. Corpus Scriptorum Historiae Byzantinae, έκδ. L. Dindorf, Bonn 1831) και την συλλογή Χρησμοί και θεολογίαι Ελλήνων φιλοσόφων ( βλ. Epistola ad cl. v. Johannem Millium S.T.P.. R. Bentley, σς. 683-686 στην έκδοση της Χρονογραφίας του Ιωάννου Μαλάλα) βλ. J. BIDEZ, "Sur diverses citations, et notamment sur trois passages de Malalaw retroures dans un texte hagiographique" ΒΖ 11 (1902) 388-394 και Δ. ΤΣΑΜΗ Το Μαρτυρολόγιον, ο.π. σ. 81
38) Το Άγιο Πνεύμα είναι το λαλούν δια στόματος των μαρτύρων και αυτό που τους δίνει δύναμη κατά το μαρτύριο. Οι μάρτυρες ακολουθύν στην διατύπωση της ομολογίας τους την θεολογική ορολογία της Κ.Δ. Οι ομολογίες τους θυμίζουν βαπτιστήρια σύμβολα, μονομερή, διμερή, τριμερή και πολυμερή. Ωστόσο άξιο παρατήρησης είναι η διδασκαλία τους ενίοτε προϋποθέτει Τριαδολογία και Χριστολογία των Οικουμενικών Συνόδων. Για το θέμα αυτό βλ. ΙΕΡΩΝΥΜΟΥ ΚΩΤΣΩΝΗ, Το ενθουσιαστικόν, ο.π. σ10. ΑΝΤ. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, «Θεολογία», ο.π. σ. 127 εξ. ΧΡΗΣΤΟΥ, Ελληνική Πατρολογία ο.π. σς. 52-59
39) ΣΥΜΕΩΝ, Μαρτύριον Αγ. Αικατερίνης 12, PG 116, 288CD-289AB.