ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΕΣ ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΙ ΤΗΣ «ΘΕΩΡΙΑΣ ΤΗΣ ΕΞΕΛΙΞΕΩΣ»
ΙΕΡΟΜΟΝΑΧΟΥ ΛΟΥΚΑ ΓΡΗΓΟΡΙΑΤΟΥ
(Επιστολή προς Ορθόδοξο αμερικανό ιερέα)
Το έτος 2009 συμπληρώθηκαν 200 χρόνια από την γέννησι του Καρόλου Δαρβίνου και 150 χρόνια από την δημοσίευσι του έργου του «Η καταγωγή των ειδών». Με την ευκαιρία αυτή γίνονται εκδηλώσεις, εκδόσεις και ενέργειες για να τιμηθή ο πατέρας της «Θεωρίας της Εξελίξεως». Μεταξύ άλλων επλήθυνε και η δημοσιογραφική παραγωγή (έντυπη, ηλεκτρονική και τηλεοπτική), η οποία προβάλλει την «Θεωρία της Εξελίξεως», και συχνά εις βάρος της «Δημιουργίας». Ο προβληματισμός που δημιουργείται δεν έχει βεβαίως την έκτασι ούτε την έντασι του αντίστοιχου (με πολιτικές προεκτάσεις) προβληματισμού στην Αμερική, ούτε την οξύτητα που παρατηρείται σε άλλες χώρες η κοινωνίες. Εν τούτοις το θέμα έχει επιστημονικό, θεολογικό και παιδαγωγικό ενδιαφέρον, και βεβαίως σωτηριολογική διάστασι. Με την ευλογία του Καθηγουμένου της Ιεράς Μονής μας, του Οσίου Γρηγορίου Αγίου Όρους, Αρχιμανδρίτου Γεωργίου, δημοσιεύουμε την επιστολή που ακολουθεί. Σε αυτήν αντιμετωπίζεται το ζήτημα της «Θεωρίας της Εξελίξεως» από μία άποψι που συνήθως την ξεχνάμε. Η επιστολή εγράφη και απεστάλη σε ένα ευλαβή Ορθόδοξο ιερέα στην Αμερική, ο οποίος ως εκπαιδευτικός και ως ποιμένας ψυχών ερώτησε με αίσθημα ευθύνης για το πολύκροτο θέμα.
Αγαπητέ μου πάτερ Π.,
Με ερωτάτε περί της «θεωρίας της εξελίξεως» ως εξής:«Είναι άραγε η Εξέλιξις μία φιλοσοφία; μήπως είναι επιστημονικώς αποδεδειγμένο γεγονός ή θεμελιωμένη θεωρία; Πως θα σταθούμε μπροστά στο κύμα της συμφωνίας των επιστημόνων; Είναι πράγματι μία συμφωνία παγκοσμίως ή μόνο συμφωνία των φιλελευθέρων αμερικανών; Τι έχετε αποκομίσει από τις μελέτες σας και τους προβληματισμούς σας γύρω από το θέμα Εξέλιξις; Είναι τεράστια η σύγχυσις σχετικά με το τι θα διδάξουμε τους νέους από Ορθοδόξου επόψεως, ώστε να αντιμετωπίσουν τον κόσμο που είναι πολύ πειστικός, αν εμείς δεν είμαστε σαφείς».
Έχοντας λάβει υπ’ όψιν μου ολόκληρη την επιστολή σας, την οποία χαρακτηρίζει και επιστημονικό ενδιαφέρον και ποιμαντική ευαισθησία, καθώς αναφέρεται και στις επικρατέστερες απόψεις για την «θεωρία της εξελίξεως» και αναπτύσσει σοβαρό ποιμαντικό προβληματισμό, καταθέτω με αγάπη τις εξής σκέψεις μου.
1. Η «Εξέλιξις» και οι επιστήμονες.
Κατά τον 19ο και το πρώτο ήμισυ του 20ου αιώνα, εποχή κατά την οποία μεσουρανούσε ο επιστημονισμός1, ωρισμένοι επιστήμονες (Λαμάρκ, Δαρβίνος, ντέ Βρίς, Μονό) ανέπτυξαν θεωρίες για να εξηγήσουν την «προέλευσι των ειδών». Οι απόψεις τους χρησιμοποιήθηκαν με θρησκευτικό πάθος για να αποδείξουν ότι όλος αυτός ο κόσμος έγινε χωρίς Δημιουργό Θεό μέσω μιας βραδύτατης τυφλής (τυχαίας) εξελικτικής διαδικασίας (την «Εξέλιξι»), κατά την οποία από την ανόργανη ύλη ξεπρόβαλε η οργανική και από εκείνην προήλθαν οι απλούστεροι έμβιοι οργανισμοί που εξελίχθηκαν σε πολυπλοκότερους. Ο άνθρωπος θεωρήθηκε αποτέλεσμα εξελίξεως και ο Δημιουργός τοποθετήθηκε στην σφαίρα της θρησκοληψίας. Σοβαροί επιστήμονες όμως, παρότι δέχονται και βεβαιώνουν τις μεταβολές των οργανισμών μέσα στο είδος τους, αμφισβήτησαν τεκμηριωμένα την υπόθεσι ότι έγινε εξέλιξις ενός είδους σε άλλο. Η προσαρμογή, η φυσική επιλογή και οι μεταλλάξεις επιφέρουν μεταβολές στους οργανισμούς αλλά πάντοτε εντός του αυτού είδους. Εξέλιξις ενός είδους σε άλλο ούτε έχει πιστοποιηθή από την Παλαιοντολογία ούτε τεκμαίρεται από την Γενετική. Οι νεώτερες εξελικτικές θεωρίες, βασισμένες στην μοριακή Βιολογία και την εξελικτική αναπτυξιακή Βιολογία, δεν έχουν προσφέρει πειστικά επιστημονικά επιχειρήματα. Όσοι έχουν την δυνατότητα να κρίνουν τις εκατέρωθεν θέσεις, παραδέχονται ότι μετά από ένα και πλέον αιώνα αντιπαραθέσεων η «Εξέλιξις» δεν μπορεί να βεβαιωθή2. Σύμφωνα με το συμπέρασμα που συνάγεται από πλούσια και αξιόλογη βιβλιογραφία, η εξέλιξις των ειδών είναι μία αναπόδεικτη και μη αποδείξιμη υπόθεσις και δεν αποτελεί επιστημονικά βεβαιωμένο γεγονός.Αυτό το παραδέχονται κορυφαίοι εξελικτικοί επιστήμονες (C. Patterson, P.P. Grassè, R. Danson, R. Lewontin, S. Stanley). Επομένως, ό,τι συνήθως στα σχολικά βιβλία ή στην γενικώτερη βιβλιογραφία ή αρθρογραφία ονομάζεται «Εξέλιξις», δεν πρέπει να θεωρήται ένα επιστημονικά αναμφισβήτητο γεγονός -όπως ότι η γη περιστρέφεται γύρω από τον ήλιο-, αλλά μία υπόθεσις εργασίας.
2. Το πρόβλημα.
Η «Εξέλιξις» δεν είναι ζήτημα μόνο επιστημονικό. Στην περίπτωσί της η επιστημονική σκέψις αγγίζει την «αρχή του όντος». Επιστήμονες και μη, σε αντιπαραθέσεις γύρω από την «Εξέλιξι» συχνά κάνουν παρεκβάσεις από το πεδίο της επιστήμης σε μεταφυσικές συζητήσεις. Χαρακτηριστικά η «Εξέλιξις» υποστηρίζεται σε αντιδιαστολή και ενίοτε με εχθρότητα προς την «Δημιουργία»3, όχι τόσο γιατί η «Δημιουργία» δεν έχει επιστημονική (με την τρέχουσα έννοια) τεκμηρίωσι, όσο γιατί προϋποθέτει Δημιουργό Θεό, ούτε πάλι επειδή βασίζεται σε αναμφισβήτητα επιστημονικά δεδομένα, όπως δείχνουν οι ατέλειωτες τροποποιήσεις και μεταλλάξεις της «εξελικτικής θεωρίας» και όπως παραδέχονται οι ίδιοι οι «εξελικτικοί», αλλά επειδή οι υποστηρικταί της συνειδητά η μη θέλουν να αρνούνται ένα Δημιουργό Θεό και ό,τι συνεπάγεται το να πιστεύουν σε Αυτόν4. Εάν δεν ισχύη η «Εξέλιξις», λένε, είναι υποχρεωμένοι να δεχθούν την δημιουργία μη εξελίξιμων ειδών και κυρίως του ανθρώπου από τον ίδιο τον Θεό. Αλλά η ύπαρξις του Θεού είναι λιγότερο πιθανή από το να έγινε η «Εξέλιξις», συμπληρώνουν. Και καταλήγουν σε αφορισμούς: «Όχι στο δόγμα της Δημιουργίας: ‘‘Μακρυά από τα σχολεία, είναι επικίνδυνο’’, αποφάσισε το Συμβούλιο της Ευρώπης»5.
Εδώ λοιπόν δεν υφίσταται πρωτογενώς πρόβλημα επιστημονικό αλλά πρόβλημα πίστεως σε παντοδύναμο Δημιουργό Θεό. Όσοι αμφισβητούν την ύπαρξί Του, αναζητούν εναλλακτικούς τρόπους προελεύσεως του κόσμου χωρίς Δημιουργό. Όσοι ολιγοπιστούν για την παντοδυναμία Του, αναζητούν τρόπους να συμβιβάσουν και να συγκεράσουν την «Εξέλιξι» με την «Δημιουργία». Όσοι πιστεύουμε σε Δημιουργό Θεό, αμφισβητούμε αφ’ ενός την «Εξέλιξι», επειδή την απορρίπτουν σειρά επιστημόνων τόσο για τις ‘‘επιστημονικές’’ απάτες του παρελθόντος (ο Archaeopteryx, τα φωτογραφικά κλισέ του Χαίκελ, ο πιθηκάνθρωπος του Dubois, ο άνθρωπος του Πιλντάουν κ.α.) και την μέχρι σήμερα αμφίβολη ερμηνευτική ισχύ της «θεωρίας της Εξελίξεως» όσο και για τις προβληματικές κοινωνικοπολιτικές της προεκτάσεις (ευγονική η η περίπτωσις Λυσένκο)6, πιστεύουμε όμως στην «Δημιουργία» επειδή σε αυτήν βλέπουμε μία θεοφάνεια (τρόπος που ο Θεός φανερώνεται στον άνθρωπο) και στην βιβλική αφήγησι περί της Δημιουργίας μία μαρτυρία θεογνωσίας (ο Μωυσής είχε προσωπική γνώσι του Θεού).
3. Η Δημιουργία, ως θεοφάνεια και ως «σημείον» θεογνωσίας.
Οι Ορθόδοξοι Χριστιανοί πιστεύουμε στον παντοδύναμο και αγαθό Θεό, ο οποίος δημιούργησε τον κόσμο εκ του μηδενός («εκ μη όντων»): «Πίστει νοούμεν κατηρτίσθαι τους αιώνας ρήματι Θεού, εις το μη εκ φαινομένων τα βλεπόμενα γεγονέναι» (Εβρ. 11, 3). Υπό την προϋπόθεσι αυτή -αδιαπραγμάτευτη πραγματικά, όχι ως αναπόδεικτο αυθαίρετο αξίωμα αλλά ως προϊόν γνώσεως του Θεού- η αφήγησις της Δημιουργίας από τον προφήτη Μωυσή στην Γένεσι (κεφ. 1) δεν είναι επιστημονική (με την δυτική έννοια) πραγματεία αλλά μαρτυρία θεογνωσίας. Χωρίς να στερήται και επιστημονικών στοιχείων, άλλων μεν απλοϊκών της εποχής εκείνης και άλλων διαχρονικώς παραδεκτών, η αφήγησις του Μωυσέως είναι κατεξοχήν μαρτυρία ότι ο Θεός δημιούργησε τον σύμπαντα κόσμο. Ο θεόπτης Μωυσής, δηλαδή, μας διεβεβαίωσε ότι ο Δημιουργός Λόγος δημιούργησε τα πάντα, ότι όλα όσα ήλθαν στην ύπαρξι έχουν ως αιτία της υπάρξεώς τους το δημιουργικό θέλημα του Θεού. Όταν οι άνθρωποι της εποχής εκείνης είχαν θεοποιήσει τα κτίσματα, ο Μωυσής με την Χάρι και τον φωτισμό του Αγίου Πνεύματος έδινε την μαρτυρία ότι τα πάντα πλην του Θεού είναι κτιστά και ότι η αιτία τους, το νόημά τους και ο σκοπός τους βρίσκονται στον Θεό. Είπε αυτό που με μεγαλύτερη σαφήνεια έγραψε αργότερα ο απόστολος Παύλος: «τα πάντα δι αυτού και εις αυτόν έκτισται, και αυτός εστιν προ πάντων και τα πάντα εν αυτώ συνέστηκεν» (Κολ. 1, 16-17).
Παρατηρείτε λοιπόν ότι, για εμάς που ξέρουμε να διαβάζουμε σωστά την Γένεσι, η Μωσαϊκή «Δημιουργία» δεν είναι τόσο σύνολο επιστημονικών γνώσεων όσο είναι τρόπος θεοφάνειας και «σημείον» θεογνωσίας. Την ίδια στιγμή που οι επιστήμονες συζητούν απεριόριστα για το αν υπήρξε «Εξέλιξις» και οι θρησκείες και η φιλοσοφίαασχολούνται ήδη αιώνες τώρα με το ερώτημα αν υπάρχη Δημιουργός, η Εκκλησία γνωρίζει τον Δημιουργό.
Όσοι λοιπόν με την παραδοχή της «Εξελίξεως» αρνούνται τον Δημιουργό Θεό, προφανώς δεν τον γνωρίζουν. Όσοι όμως με την Χάρι του Αγίου Πνεύματος και με την πνευματική ζωή διατηρούμε καθαρούς τους νοερούς οφθαλμούς μας, μπορούμε στην αφήγησι της Αγίας Γραφής να βλέπουμε ότι ο Θεός δημιούργησε τον κόσμο και διαρκώς ενεργεί μέσα σε αυτόν, ότι ο Δημιουργός Θεός Λόγος δημιουργεί τον άνθρωπο, και επιπλέον να διεισδύουμε στογιατί (τον λόγο)7 της δημιουργίας του. Μπορούμε να επαναλαμβάνουμε τους λόγους του θεοφάντορος Μεγάλου Βασιλείου: «πλάσας γαρ τον άνθρωπον, χουν λαβών από της γης, και εικόνι τη ση, ο Θεός, τιμήσας, τέθεικας αυτόν εν τω Παραδείσω της τρυφής, αθανασίαν ζωής, και απόλαυσιν αιωνίων αγαθών, εν τη τηρήσει των εντολών σου, επαγγειλάμενος αυτώ» (ευχή Θείας Λειτουργίας).
4. Οι «λόγοι των όντων» ερμηνεύουν την Δημιουργία.
Προσεγγίζοντας την Δημιουργία ως τρόπο φανερώσεως του Θεού και κατανοώντας την αφήγησι περί της Δημιουργίας ως σημείον θεογνωσίας, έχουμε την δυνατότητα να ανιχνεύουμε σε αυτήν τους λόγους των όντων, όπως χαρακτηριστικά ονομάζονται στην διδασκαλία του αγίου Μαξίμου του Ομολογητού τα αγαθά θελήματα του Θεού (PG 90, 296). Και είναι πολύ σημαντικό, κατά τον άγιο Μάξιμο, να γνωρίζη ο άνθρωπος τους λόγους των όντων και να ανάγεται δι’ αυτών στον Θεό (βλ. PG 90, 276, πρβλ. Ρωμ. 1, 20). Εάν δεν βλέπουμε την Δημιουργία (αν δηλαδή δεν κατανοούμε τα πάντα ως αποτελέσματα της δημιουργικής ενεργείας του Θεού), σημαίνει ότι αποτυγχάνουμε δραματικά να γνωρίσουμε τους λόγους των όντων. Δεν σημαίνει ότι χάνουμε ένα ιδεολογικό όπλο κατά των δήθεν αντιπάλων μας «εξελικτικών», όχι. Χάνουμε μία από τις ομορφότερες σελίδες, μέσα στις οποίες ο Πατέρας μας αποτυπώνει τα ίχνη της πατρικής Του αγάπης. Οι λόγοι των όντων είναι αυτά ακριβώς τα ίχνη. Γι’ αυτό με τον Ψαλμωδό αναφωνούμε καθημερινά: «Ευλόγει η ψυχή μου τον Κύριον ... πάντα εν σοφία εποίησας» (Ψαλμ. 103).
Εδώ θα αναφέρω ένα μόνο στοιχείο γύρω από την δημιουργία του ανθρώπου, για να φανή πόσο σημαντικό είναι να γνωρίζουμε τον λόγο της πλάσεως του ανθρώπου «από τα ίδια τα χέρια του Θεού». Ο Δημιουργός Θεός έπλασε τον Αδάμ κατά τον μοναδικά ιδιαίτερο τρόπο «κατ’ εικόνα» Του, ώστε η ανθρωπίνη φύσις να μπορή στους εσχάτους χρόνους να προσληφθή από τον Λόγο και να θεωθή. Ο Χριστός προσέλαβε ανθρώπινο σώμα και ανθρώπινη νοερή και λογική ψυχή. Τα εθέωσε, όταν τα ένωσε υποστατικώς με την θεότητά Του. Και σε εμάς, τα μέλη του Σώματός Του, προσφέρει την θέωσι χαριτώνοντας το σώμα και την ψυχή μας. Αυτή η θέωσις είναι γεγονός αναντίρρητο για τους Ορθοδόξους Χριστιανούς, οι οποίοι μετέχουμε κάπως στην εμπειρία των Αγίων μας, στην ζωή και τα βιώματα της Εκκλησίας8. Επειδή βλέπουμε λοιπόν αυτόν τον λόγο της πλάσεως του ανθρώπου, δηλαδή την δυνατότητα να μετάσχωμε στην ζωή της Αγίας Τριάδος δια της Οικονομίας του Μονογενούς Λόγου του Θεού, και επειδή έχουμε επιπλέον προ οφθαλμών μας ανθρώπους που έφθασαν στην θέωσι, διακρίνουμε και κατανοούμε ότι δεν είναι κάποια «εξελικτική» μεταβολή στην φύσι (το DNA;) ενός δήθεν προγόνου μας, μετρήσιμη και υπολογίσιμη πειραματικά, που έδωσε μεν σε εμάς την δυνατότητα μετοχής στην άκτιστη Χάρι του Θεού, την Χάριτι αθανασία και την θέωσι, άφησε δε τις παράλληλες γενεαλογικές διακλαδώσεις του ζωώδεις μόνο και θνητές και αμέτοχες θεώσεως. Η «εξελικτική» μεταβολή, αν υποτεθή ότι υπήρξε, θα ήταν φυσική διαδικασία. Η φύσις όμως δεν γεννά άκτιστα αποτελέσματα. Το άκτιστο είναι δωρεά του ακτίστου Θεού. Η αθανασία και η θέωσις δεν είναι φυσικό προσόν (ιδιότης) του ανθρώπου αλλά άκτιστη δωρεά του Θεού σε αυτόν.
Έχοντας πνευματική αίσθησι του είδους και του μεγέθους της ακτίστου δωρεάς του Θεού οι Ορθόδοξοι διαβάζουμε με έκπληξι, θαυμασμό, προσοχή και ευλάβεια το κείμενο της Γενέσεως: «έπλασεν ο Θεός τον άνθρωπον χουν από της γης και ενεφύσησεν εις το πρόσωπον αυτού πνοήν ζωής, και εγένετο ο άνθρωπος εις ψυχήν ζώσαν» (Γεν. 2, 7). Επειδή γνωρίζουμε τον Θεό, κατανοούμε την «Δημιουργία». Βλέπουμε δηλαδή ότι ο άνθρωπος πλάσθηκε με ιδιαίτερη φροντίδα του Δημιουργού Θεού μίαπνευματέμφορη ψυχοβιολογική ύπαρξις, υλικό σώμα και ασώματη ψυχή προικισμένα με την θεία Χάρι Του. Γράφει ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς: «Τι εστι [ψυχήν] ζώσαν; Αείζωον, αθάνατον, ταυτόν δ’ ειπείν λογικήν∙ η γαρ αθάνατος λογική –και ουκ αυτό μόνον αλλά και κεχαριτωμένην θείως. Τοιαύτη γαρ όντως ζώσα ψυχή. Αυτό δε τω κατ’ εικόνα ταυτόν, ει δε βούλει και καθ’ ομοίωσιν»9.
5. Η επιστήμη, αφορμή δοξολογίας.
Αυτή η θεώρησις της Δημιουργίας δεν αποκλείει το επιστημονικό ενδιαφέρον. Εάν με την ανθρώπινη σοφία που μας έχει προικίσει ο Θεός μάθουμε και το πως της δημιουργίας, χαιρόμαστε δοξολογικά και ευχαριστιακά το δώρο της Δημιουργίας χωρίς να εκπίπτουμε στην (αρχαιοελληνική) ύβριν, δηλαδή την αλαζονεία. Ο Μέγας Βασίλειος στην Ερμηνεία στην Εξαήμερο αναλύει επιστημονικά (με τις δυνατότητες της εποχής του) την δημιουργία του κόσμου. Βλέπει κανείς ότι με την επιστήμη του δεν προσβάλλει την πίστι στον Δημιουργό Θεό, αλλά μάλλον την ενισχύει. Θεοφόρος και θεόπτης ο ίδιος (είναι γνωστό το περιστατικό που αναφέρει ο αδελφός του άγιος Γρηγόριος Νύσσης, ότι τον είδε προσευχόμενο μέσα στην δόξα του ακτίστου Φωτός), ανταποκρινόμενος στην ανάγκη των ανθρώπων προσφέρει την επιστημονική ανάλυσι της Εξαημέρου ως δοξολογία στον αριστοτέχνη Δημιουργό Λόγο και ως σωτήρια διδασκαλία στους ανθρώπους. Μόνο ένας θεοφόρος άνθρωπος σαν τον Μ. Βασίλειο μπορεί να γράψη για τον Δημιουργό Θεό τα ακόλουθα: «Εν αρχή εποίησεν ο Θεός. Η μακαρία φύσις, η άφθονος αγαθότης, το αγαπητόν πάσι τοις λόγου μετειληφόσι, το πολυπόθητον κάλλος, η αρχή των όντων, η πηγή της ζωής, το νοερόν φως, η απρόσιτος σοφία, ούτος εποίησεν εν αρχή τον ουρανόν και την γην»10. Και αυτά από προσωπική εμπειρία Θεού!
Η επιστήμη λοιπόν, όταν σέβεται τον εαυτό της, δεν εμποδίζει την πίστι στον Δημιουργό Θεό. Όταν π.χ. εγώ ο άνθρωπος νόμιζα ότι ο ήλιος γυρίζει γύρω από την γη, πίστευα ότι έτσι είχε τάξει ο Δημιουργός Θεός να λειτουργούν τα ουράνια σώματα. Τώρα που με την επιστήμη έμαθα ότι συμβαίνει το αντίθετο, πιστεύω ότι ο Θεός είχε τάξει σωστά την λειτουργία τους αλλά εγώ την αγνοούσα. Τώρα που έμαθα το σωστό, χάρηκα περισσότερο και Τον δοξάζω για την καινούργια και πιο σωστή γνώσι μου. Το επιστημονικό λάθος μου (έστω και αν ήταν ενός Πτολεμαίου) δεν με εμπόδιζε να πιστεύω στον Δημιουργό. Η διόρθωσίς του (από τον Κοπέρνικο και τον Γαλιλαίο) δεν με εξωθεί να Τον αρνηθώ. Αντίθετα, ψηλαφώ τώρα πιο πολύ και πιο καλά τα ίχνη Του πάνω στην Δημιουργία Του: «τα γαρ αόρατα αυτού από κτίσεως κόσμου τοις ποιήμασι νοούμενα καθοράται, η τε αίδιος αυτού δύναμις και θειότης» (Ρωμ. 1, 20). Η επιστήμη, όταν δεν ξεφεύγει από τα όριά της, δεν με εμποδίζει να πιστεύω στον Δημιουργό. Αντίθετα, με βοηθεί να ανιχνεύσω την παρουσία Του μέσα στα έργα Του.
6. Πίστις και θεογνωσία.
Δεν συμβαίνει όμως το ίδιο, αν δεν πιστεύω σε Δημιουργό Θεό. Αν προσέξη κανείς, θα παρατηρήσει ότι το να βλέπωτην παρουσία του Δημιουργού στην κτίσι και στην λειτουργία της σημαίνει ότι Τον γνωρίζω, και βέβαιαεπειδή Αυτός υπάρχει. Το να πιστεύω ή να μη πιστεύω στον Θεό, σημαίνει ότι έχω γνώσι του Θεού ή πάσχω από αγνωσία Του. Αυτό πρέπει να το προσέξουμε ιδιαίτερα. Η πίστις ή η απιστία μου δεν είναι απλώς μία προτίμησις ή ιδεολογική τοποθέτησις, ένα είδος ψυχολογικής ανάγκης ή πολιτιστικής ταυτότητος, όπως θα το έβλεπαν πολλοί, αλλά στην πραγματικότητα είναι βαθμός μετοχής ή μη μετοχής μου στην ζωή του Θεού και επομένως ένα πρώτο στάδιο επιγνώσεως του Θεού. Σύμφωνα με την Ορθόδοξη γνωσιολογία, η πίστις είναι άκτιστος θεία Χάρις που προσφέρεται στον άνθρωπο, ο οποίος, αν την αποδεχθή και την καλλιεργήση, εισάγεται στην πορεία της επιγνώσεως του Θεού11.
Οι Ορθόδοξοι τονίζουμε ιδιαίτερα αυτό το θέμα, επειδή συχνά μία «πίστις σε Θεό» ενδέχεται να μη συνιστά μετοχή στην ζωή του Θεού, όταν δηλαδή είναι μίαδιανοητική πίστις σε άγνωστο, απρόσωπο και απρόσιτο Θεό ή όταν συνιστά ιδεολογία και δεν εισάγει τον άνθρωπο στον χώρο της θείας ζωής. Η «πίστις» σε άγνωστο και απρόσωπο νοήμονα Νού, δεν είναι απαραιτήτως και θεογνωσία. Η θεογνωσία είναι ασυγκρίτως πιο ουσιαστική από την πίστι σε άγνωστο ανώτερο Ον, το οποίο έφερε στην ύπαρξι τον κόσμο, έθεσε τους νόμους της λειτουργίας του και σχεδίασε την διαδικασία της εξελίξεώς του, αλλά συνεχίζει να μας είναι άγνωστο και απρόσιτο. Η πίστις στον Δημιουργό Θεό, Αυτόν που αναδημιούργησε τον άνθρωπο με την Οικονομία Του και του προσφέρει το Σώμα και το Αίμα Του για να τον οδηγήση στην θέωσι, αυτή η πίστις εισάγει στην οδό της θεογνωσίας, επειδή είναι πράξις προσωπικής μετοχής στην ζωή ενός γνωστού σε εμάς τρισυποστάτου προσωπικού Θεού.
Πληροφορούμαι για την δυσκολία που έχουν οι επώνυμοι αρνηταί του Θεού να δεχθούν την ύπαρξι ενός προσωπικού Θεού, παρότι δεν δυσκολεύονται να θρησκεύουν σε πάσης φύσεως εγκόσμιους θεούς12. Είναι μία τραγική πραγματικότης! Ενώ υπάρχει ο προσωπικός Θεός, αδυνατούμε να Τον ιδούμε, να Τον αισθανθούμε, να Τον γευθούμε. Τον αγνοούμε!
Το τι σημαίνει να έχουμε γνώσι Θεού και τι σημαίνει να πάσχουμε από αγνωσία Θεού το γνωρίζουμε εκ πείρας οι Ορθόδοξοι Χριστιανοί. Έχουμε την ευλογία να ζούμε κοντά σε συγχρόνους Αγίους, εφάμιλλους των παλαιών, οι οποίοι έχουν την εμπειρία του Θεού. Συγκρίνοντας την αγνωσία που έχει ο κόσμος με την γνώσι που έχουν αυτοί οι Άγιοι, καταλαβαίνουμε την διαφορά. Την γνώσι αυτή την περιγράφει ο ευαγγελιστής Ιωάννης: «Ό ην απ αρχής, ό ακηκόαμεν, ό εωράκαμεν τοις οφθαλμοίς ημών, ό εθεασάμεθα και αι χείρες ημών εψηλάφησαν, περί του λόγου της ζωής —και η ζωή εφανερώθη, και εωράκαμεν και μαρτυρούμεν και απαγγέλλομεν υμίν την ζωήν την αιώνιον ήτις ην προς τον πατέρα και εφανερώθη ημίν— ό εωράκαμεν και ακηκόαμεν απαγγέλλομεν και υμίν, ίνα και υμείς κοινωνίαν έχητε μεθ ημών· και η κοινωνία δε η ημετέρα μετά του Πατρός και μετά του Υιού αυτού Ιησού Χριστού» (Α΄ Ιω. 1, 1-3).
Μπορούμε από τα λόγια του Ευαγγελιστού να αντιληφθούμε ότι οι μάρτυρες της παρουσίας του Ενανθρωπήσαντος Θεού στον κόσμο μας, οι Άγιοι της Ορθοδόξου Εκκλησίας, μέχρι σήμερα αδιαλείπτως παρόντες ανάμεσά μας, έχουν βιωματική γνώσι της αιωνίας ζωής του Θεού, η οποία γίνεται και δική τους αιωνία ζωή χάρις στην κοινωνία τους μαζί Του. Η αγνωσία του Θεού αντιθέτως, την οποία δυστυχώς πολλοί πάσχουμε σε βαθμούς διαφόρους, σημαίνει και ακοινωνησία μαζί Του σε βαθμούς αναλόγους.
7. Η μέθοδος της θεογνωσίας.
Για να έχουμε την εμπειρία της κοινωνίας με τον Θεό (τον Πατέρα και τον Υιό και το Άγιον Πνεύμα), πρέπει να έχουμε καθαρό το οπτικό όργανο της ψυχής: «Μακάριοι οι καθαροί τη καρδία, ότι αυτοί τον Θεόν όψονται» (Ματθ. 5, 8). Όταν ο νους (το οπτικό όργανο) δεν είναι καθαρός, δεν μπορεί να βλέπη τις άκτιστες ενέργειες του Θεού μέσα στην κτίσι και επομένως δεν μπορεί να βλέπη τον Θεό, ούτε ως δημιουργό, ούτε ως προνοητή των κτισμάτων, ούτε ως θεούντα τα λογικά κτίσματα δια της θείας Χάριτος. Δεν είναι αυτονόητη η καθαρότης του νού. Υπάρχει μία σειρά και μία μέθοδος για την κάθαρσι του τριμερούς της ψυχής. Πρώτα καθαίρεται το επιθυμητικόν, έπειτα το θυμοειδές και τέλος το λογιστικόν (ο νους): «ουκ αν ποθ’ υγιές οφθείη, ούτε το της ψυχής θυμούμενον, μη της επιθυμίας ιαθείσης˙ ούτε το λογιζόμενον, μη άμφω τούτων προτεθεραπευμένων»13.
Η τελεία γνώσις του Θεού προϋποθέτει και τελεία κάθαρσι της ψυχής. Πιστεύω ότι υπάρχει ο Δημιουργός Θεός, αλλά αυτό είναι ατελής θεογνωσία. Καθαίρω τον εαυτό μου και μπορώ να βλέπω τις ενέργειες του Θεού στην καθημερινότητά μου, και αυτό είναι τελειότερη θεογνωσία. Η εμπειρική γνώσις του Θεού «πρόσωπον προς πρόσωπον» είναι η τελεία θεογνωσία. Ένας θεοφόρος άνδρας είπε: «Εθαυμαστώθη η γνώσις σου εξ εμού, εκραταιώθη, ου μη δύνωμαι προς αυτήν» (Ψαλμ. 138). Είναι τόσο ισχυρή η θεία εμπειρία που έχουν οι θεοφόροι άνδρες, ώστε εκπλήττονται και γονατίζουν από το μέγεθος, από τον πλούτο, της γνώσεως του Θεού: «φοβερώς εθαυμαστώθην... και η ψυχή μου γινώσκει σφόδρα» (Ψαλμ. 138). Αλλά και εμείς οι υπόλοιποι στεκόμαστε με τόση σιγουριά κοντά τους, ώστε βιβλιοθήκες ολόκληρες με αντίθεες απόψεις δεν μπορούν να αντισταθμίσουν το βάρος της εμπιστοσύνης μας στην γνώσι τους. Είναι το δικό μας μερίδιο στην γνώσι του Θεού, η δική μας μετοχή σε αυτήν. Έτσι και εμείς οι νήπιοι «εκ μέρους γινώσκομεν και εκ μέρους προφητεύομεν» (Α΄ Κορ. 13, 9).
Αυτή η γνώσις είναι ένα δεδομένο, ένα αναντίρρητο δεδομένο, όχι γιατί είναι μετρημένο η ζυγισμένο επιστημονικά, αλλά γιατί είναι χιλιομαρτυρημένο. Ο κάθε Άγιος, ο κάθε θεωμένος άνθρωπος, όπως αυτοί που γνωρίσαμε στις μέρες μας και αυτοί που διαβάζουμε στα συναξάρια, είναι μία ξεχωριστή μαρτυρία θεώσεως και μία διαχρονική επιβεβαίωσις ότι είναι δυνατή η γνώσις του Θεού.
8. Η ποιμαντική της θεογνωσίας.
Η εκκοσμικευμένη παιδεία, με την οποία έχουν γαλουγηθή πολλές γενιές μέχρι τις ημέρες μας, συνετέλεσε ώστε πολλοί να νομίζουν ότι η «Δημιουργία» είναι απορριπτέα, επειδή δήθεν είναι αντιεπιστημονική. Αυτή είναι μία ψευδαίσθησις. Στην πραγματικότητα την θεωρούν απορριπτέα, επειδή δεν έχουν μάθει την οδό της θεογνωσίας. Εμείς πιστεύουμε στην Μωσαϊκή «Δημιουργία», επειδή σε αυτήν αναγνωρίζουμε πρωτίστως μίαθεοφάνεια, την κατανοούμε ως μαρτυρία θεογνωσίας, ως φανέρωσι των ακτίστων ενεργειών του Θεού. Τα παιδιά μας εμποδίζονται σήμερα με χίλιους δυο τρόπους από το να βαδίσουν την πορεία της θεώσεως και της θεογνωσίας. Έχουν να αντιμετωπίσουν τις προκλήσεις της εποχής, οι οποίες σκοτίζουν το σύνολο των ψυχικών δυνάμεων και όχι μόνο το «οπτικόν» (τον νού). Θεωρώ ότι ο κύριος ποιμαντικός και εκπαιδευτικός στόχος μας πρέπει να είναι να βοηθήσουμε τα παιδιά μας να βαδίσουν τον δρόμο της αληθούς θεογνωσίας, να αγωνισθούν δηλαδή στην ζωή τους να διατηρήσουν καθαρό το τριμερές της ψυχής (επιθυμητικόν, θυμοειδές και λογιστικόν), όπως το παρέλαβαν στο Άγιον Βάπτισμα. Χρειάζονται καλλιέργεια σε επίπεδο Ορθοδόξου θεολογίας, Ορθοδόξου ασκήσεως και Ορθοδόξου πνευματικής ζωής με στόχο την θεογνωσία. Έτσι θα αποκτήσουν τα απαραίτητα βιώματα, χάρις στα οποία θα αισθάνονται ασφαλή μπροστά στις προκλήσεις που αντιμετωπίζουν στο σχολείο και στον κόσμο. Θα αποκτήσουν συν τω χρόνω την απαραίτητη διάκρισι, ώστε και τις αληθινά επιστημονικές γνώσεις να προσλαμβάνουν και στην επίγνωσι του Θεού να προοδεύουν. Μέχρι τότε όμως θα έχουν την συμπαράστασι των καλών πνευματικών τους πατέρων, η πείρα των οποίων θα τους είναι πολύτιμη και θα τα προφυλάξη από τις ποικίλες συνέπειες της εκκοσμικεύσεως, μεταξύ των οποίων και η αμφισβήτησις της «Δημιουργίας».
Ένας νέος, μοναχός τώρα στο Άγιον Όρος, στην ηλικία των 20 ετών κατά την δεκαετία του ’80 ξεπέρασε οριστικά τον θορυβώδη προβληματισμό γύρω από το θέμα Επιστήμη–Θρησκεία, όχι όταν εξοπλίσθηκε με ‘‘αδιάσειστα’’ επιχειρήματα κατά των αθεϊστικών προκλήσεων αλλά όταν διάβασε τον Βίο και τις συγγραφές του αγίου Σιλουανού του Αθωνίτου, γραμμένα από τον μακαριστό Γέροντα Σωφρόνιο Σαχάρωφ, και εντρύφησε στους λόγους του αγίου Συμεών του Νέου Θεολόγου. Την αδιέξοδη νοησιαρχική παράθεσι αντεπιχειρημάτων στα αθεϊστικά επιχειρήματα υπερκέρασε η βιωματική βεβαιότητα που σκόρπιζαν γύρω τους αγιασμένα πρόσωπα, όπως ο άγιος Σιλουανός και ο άγιος Συμεών. Αργότερα βρήκε πολύ πειστική την πρότασι του αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου, την οποία επαναλαμβάνει και ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς: «Λόγω παλαίει πας λόγος, βίω δε τις;» (PG 37, 929). Πραγματικά, φαίνονται τόσο φτωχές οι ‘‘λογικές’’ αντιπαραθέσεις, όταν σταθούν μπροστά στο πρόσωπο, στην ζωή, στην άσκησι, στο μαρτύριο, στον θάνατο, στην Χάρι, στα θαύματα ενός Αγίου!
26 Ιουλίου 2009
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1 Επιστημονισμός: θεωρία κατά την οποία η επιστήμη οδηγεί στην πλήρη αλήθεια και επαρκεί σ’ όλες τις ανάγκες της ανθρώπινης νοήσεως (Τεγόπουλος-Φυτράκης, Μείζον Ελληνικό Λεξικό, βλ. λήμμα).
2 Βλ. πλούσια επιχειρηματολογία και βιβλιογραφία στα βιβλία (επιλεκτικά): Αποστόλου Χρ. Φράγκου, Η συνωμοσία της σιωπής, 1993. Αποστόλου Παπαδημητρίου,Επιστήμη, υλισμός και πίστη, Θεσ/νίκη, τόμ. Α’ 1984 και τόμ. Β’ 1990. Ιωάννου Κωστώφ, Συμβολή στην τελετή λήξεως της θεωρίας της εξελίξεως, Αθήνα 1996. Αθαν. Αβραμίδη, Η προέλευση του κόσμου και της ζωής και οι θεωρίες της εξελίξεως, 2006. Του ιδίου, Η θεωρία της εξελίξεως του Δαρβίνου 150 χρόνια μετά την δημοσίευσίν της (άρθρο στην εφημ. Ορθόδοξος Τύπος, 13/3/2009).
3 Καθεστωτικός θρησκευτικός ανορθολογισμός, περιοδ.Νέμεσις, τεύχ. 82 (Δεκέμβριος 2007)
4 Κωστώφ Ιωάννου, Αθεϊσμός (τίνος είναι η αυταπάτη;), Αθήνα 2007, σελ. 230-237.
5 Εφημ. Καθημερινή, 13/10/2007 (άρθρο της Μαρίας Δεληθανάση). Επίσης εφημ. Καθημερινή, 23/11/2007 (άρθρο αναδημοσιευόμενο από την International Herald Tribune).
6 Αθανασίου Β. Αβραμίδη, Η προέλευση..., ένθ’ ανωτ., σελ. 30-34 και 40-42.
7 Ένας σύγχρονος αθεϊστής, ο Richard Dawkins, χαρακτηρίζει «κουραστικό κλισέ» τον ισχυρισμό ότι η θεολογία απαντά στο γιατί ενώ η επιστήμη στο πως (βλ. Ιωάννου Κωστώφ, Αθεϊσμός..., ένθ’ ανωτ. σελ. 207-209). Είναι φανερό όμως ότι δεν αντιλαμβάνεται το γιατί ως αναψηλάφησι των λόγων των όντων, τους οποίους ο Θεός έχει εναποθέσει στην ίδια την φύσι των κτισμάτων και οι οποίοι ανακεφαλαιώνονται στον Θεό Λόγο (Κολ. 1, 16-18). Μάλλον αντιλαμβάνεται το γιατί ως αναζήτησι ανθρωπίνων ερμηνειών των φυσικών φαινομένων (των κβαντικών π.χ.), γεγονός που φανερώνει αφ’ ενός άγνοια της Ορθοδόξου αισθήσεως για τον κόσμο και παραπέμπει αφ’ ετέρου στην γνωστή σύγκρουσι της ‘θεολογίας’ με την ‘αθεία’ στους κόλπους της δυτικής Χριστιανοσύνης. Η αντιπαράθεσις δυτικής ‘θεολογίας’ και ‘αθείας’ γίνεται πράγματι «κουραστική», επειδή στην ‘θεολογία’ εκείνη δεν υπάρχει η παρήγορη «λεπτή αύρα» του Παρακλήτου Πνεύματος, που πηγάζει από τα πρόσωπα των θεοφόρων θεολόγων Αγίων της Ορθοδόξου Εκκλησίας, αλλά κυριαρχεί μία γυμνή, κουραστική και απαράκλητη νοησιαρχία η το πολύ μία συναισθηματική η ψυχολογικού επιπέδου πνευματική ζωή (βλ. περισσότερα στο βιβλίο του Αρχιμ. Γεωργίου, Καθηγουμένου Ιεράς Μονής Οσίου Γρηγορίου, Ορθοδοξία και Ουμανισμός - Ορθοδοξία και Παπισμός, 4η έκδ., Άγιον Όρος 1998, σελ. 19-24).
8 Αγνοούν τα Ορθόδοξα βιώματα αθεϊστές, όπως ο Richard Dawkins, για τον οποίον η θεολογία εξαντλείται στα θεολογικά συστήματα του Θωμά Ακινάτου, του Ντούνς Σκότους, του Ράνερ και του Μόλτμαν (βλ. Κωστώφ Ιωάννου, Αθεϊσμός..., ένθ’ ανωτ. σελ. 42). Θα ήταν διαφορετική η θέσις τους, αν εγνώριζαν την εμπειρική, υπό Ορθόδοξη έννοια, θεολογία.
9 Αγ. Γρηγορίου Παλαμά, Περί εκπορεύσεως του Αγίου Πνεύματος, έκδ. Παν. Χρήστου, Θεσσαλονίκη, 1, 85.
10 Μεγ. Βασιλείου, Ομιλία α΄ Εις την Εξαήμερον, 1, 2.
11 π. Ιουστίνου Πόποβιτς, Η γνωσιολογία του αγίου Ισαάκ του Σύρου, Θεσσαλονίκη 1980.
12 Κωστώφ Ιωάννου, Αθεϊσμός..., ένθ’ ανωτ. σελ. 112-115.
13 Αγ. Γρηγορίου Παλαμά, Επιστολή προς την σεμνοτάτην εν μοναζούσαις Ξένην.
ΑΝΑΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΑΠΟ ΤΟ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ ΠΑΡΑΚΑΤΑΘΗΚΗ ΤΕΥΧΗ 67-68-69-70-71
[ΟΙ ΥΠΕΡΤΟΝΙΣΜΟΙ ΕΓΙΝΑΝ ΑΠΟ ΕΜΑΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου