Σάββατο 19 Οκτωβρίου 2013

O π. Ιωάννης Ρωμανίδης ως ιστορικός

O π. Ιωάννης Ρωμανίδης ως ιστορικός

Στην εποχή τού Μνημονίου, καθώς οι λαοί τής Ευρώπης απομακρύνονται ολοένα ο ένας από τον άλλο και αλληλοβρίζονται εκτοξεύοντας ρατσιστικά σλόγκαν, τα λόγια τού Ρωμανίδη ακούγονται, για άλλη μια φορά, προφητικά…

του Αναστασίου Φιλιππίδη
Bachelor of Arts, Yale University, 
ΗΠΑ - Master of Arts, Georgetown University

Η τεράστια συνεισφορά τού π. Ιωάννη Ρωμανίδη στη θεολογία βασίστηκε στη στέρεη εμπειρική, βιωματική γνώση πού απέκτησε από το οικογενειακό του περιβάλλον, ιδιαίτερα τη μητέρα του Ευλαμπία. Παρομοίως, η συνεισφορά του στην ιστορική επιστήμη βασίστηκε επίσης σε βιωματικές εμπειρίες πού είχε, οι οποίες τον οδήγησαν σε πρωτότυπες σκέψεις και σε ρηξικέλευθα συμπεράσματα, μετά, βεβαίως, από εξαντλητική έρευνα.

Ο ίδιος ξεκινά το πρώτο του ιστορικό βιβλίο, τη «Ρωμηοσύνη» (1975) με την αφήγηση ενός περιστατικού πού έζησε το 1951, νεαρός εφημέριος στην Αμερική. Ειδοποιήθηκε να μεταβεί σε σπίτι ασθενούς, κτύπησε όμως λάθος πόρτα και γνώρισε εκεί έναν Έλληνα. Ταυτόχρονα εμφανίστηκε στο σαλόνι ο αδερφός αυτού τού Έλληνα, τόν οποίον όμως ο Ρωμανίδης γνώριζε ως αρχηγό των Αλβανών τής πόλης! Ούτε τά δυο αδέρφια ούτε ο Ρωμανίδης μπορούσαν τότε νά εξηγήσουν το παράδοξο. Τό κλειδί γιά τήν ερμηνεία βρίσκεται στίς σελίδες πού ακολουθούν στό βιβλίο «Ρωμηοσύνη».

Επίσης, ασφαλώς δέν είναι τυχαίο ότι η «Ρωμηοσύνη» γράφηκε μετά από τή γνωριμία τού Ρωμανίδη μέ τό Λίβανο καί τή Συρία, στή Θεολογική Σχολή τού Μπελεμόντ. Εκεί συνειδητοποίησε ότι χιλιάδες πιστοί πού ανήκουν στό Πατριαρχείο Αντιοχείας αυτοπροσδιορίζονταν ως «Ρωμηοί Ορθόδοξοι», χωρίς νά είναι Έλληνες, ούτε κάν Ελληνόφωνοι. Τό παράδοξο βρήκε καί αυτό τή λύση του στό βιβλίο «Ρωμηοσύνη».

Σέ ακαδημαϊκό επίπεδο, πρέπει νά αναγνωριστεί η οφειλή τού Ρωμανίδη στόν Φλωρόφσκυ, μέ τόν οποίο άλλωστε είχαν (ε) ιδιαίτερα στενή σχέση, όπως προκύπτει καί από τήν μέχρι σήμερα δημοσιευμένη αλληλογραφία τους . Ο Φλωρόφσκυ ενδιαφέρθηκε ιδιαίτερα γιά τήν αλληλεπίδραση θεολογίας καί Ιστορίας καί ο Ρωμανίδης εμπνέεται από τό ίδιο πνεύμα.

Τό ιστορικό έργο τού Ρωμανίδη περικλείεται κυρίως σέ τρείς μελέτες: 1) «Ρωμηοσύνη» (1975), 2) «Φράγκοι, Ρωμαίοι, Φεουδαλισμός καί Δόγμα» (1982) καί 3) Πρόλογος στή 2η έκδοση τού «Προπατορικού Αμαρτήματος» (1989). Επιπρόσθετα, αρκετά ιστορικά στοιχεία περιλαμβάνονται στήν εκτενή Εισαγωγή στό «Ρωμαίοι ή Ρωμηοί Πατέρες τής Εκκλησίας, Α' τόμος» (1984), όπου γίνεται φανερή η σύνθεση θεολογικού καί ιστορικού λόγου. Αλλά καί σέ όλες σχεδόν τίς μελέτες, μετά τό 1975, τά ιστορικά στοιχεία παρεισφρέουν μέσα στά θεολογικά.

1. Οι βασικές ιστορικές θέσεις τού π. Ι. Ρωμανίδη

Οι ιστορικές θέσεις τού Ρωμανίδη, πρωτότυπες τό 1975, όταν πρωτακούστηκαν, έχουν καταστεί αρκετά γνωστές πλέον καί δέν χρειάζεται νά τίς επαναλάβουμε εδώ παρά μόνο περιληπτικά:

(α). Ο ρωμαϊκός πολιτισμός είναι στήν πραγματικότητα ελληνικός. Η Ρώμη υπήρξε ελληνική πόλη, πολλοί παλαιότεροι Ρωμαίοι συγγραφείς έγραφαν ελληνικά ή ήταν δίγλωσσοι καί η ελληνική γλώσσα ήταν μιά από τίς δυό επίσημες γλώσσες στή Σύγκλητο, όπου η θέση τού μεταφραστή είχε καταργηθεί από τόν 1ο αιώνα π.Χ.. Γι’ αυτό άλλωστε καί ο Απ. Παύλος έγραψε τήν Επιστολή πρός τούς Χριστιανούς τής Ρώμης στά ελληνικά. Ακόμη καί η λατρεία στήν πόλη τής Ρώμης ετελείτο στά ελληνικά μέχρι τίς αρχές τού 4ου αιώνα. Στό σύνολο τής αυτοκρατορίας, η πλειοψηφία τού πληθυσμού μιλούσε ελληνικά.

Παρ’ ό,τι οι απόψεις τού Ρωμανίδη βασίζονταν σέ γνωστές δημοσιευμένες πηγές, δέν είχαν παρουσιαστεί μέ αυτόν τόν τρόπο από κανέναν προγενέστερο ερευνητή. Η σύνθεση αποτελεί αποκλειστικά έργο τού Ρωμανίδη. Οι βυζαντινολόγοι γνώριζαν ότι δέν υπήρξε ποτέ κράτος πού νά ονομάζεται «Βυζάντιο», αλλά χρησιμοποιούσαν τόν όρο χωρίς νά τονίζουν τίς πολιτικές επιπτώσεις αυτής τής επιλογής.

(β). Η κύρια πολιτιστική διχοτόμηση τής Ευρώπης δέν προήλθε από τή διαφοροποίηση Ελλήνων-Ρωμαίων, αλλά από τή διαφοροποίηση Ρωμαίων-Φράγκων, πού συνέβη μετά τήν κατάκτηση τού δυτικού τμήματος τής Αυτοκρατορίας από τό βαρβαρικό φύλο τών Φράγκων. Οι Φράγκοι υποδούλωσαν τούς Ρωμαίους καί τούς μετέτρεψαν σέ δουλοπάροικους, ενώ οι ίδιοι παρέμειναν φεουδάρχες, κλεισμένοι σέ προστατευμένους πύργους. Η κατάκτηση ολοκληρώθηκε επί Καρλομάγνου καί συνοδεύτηκε από τή θεολογική ανεξαρτητοποίηση μέ τή σύνοδο τής Φραγκφούρτης τό 794 (απέρριψε τήν Ζ' Οικουμενική Σύνοδο), τή Σύνοδο τού Άαχεν τό 809 (εισήγαγε τό φιλιόκβε στό Σύμβολο τής Πίστεως) καί τήν κατάληψη τού παπικού θρόνου σταδιακά μεταξύ 983 καί 1046. Σημαντικά ορόσημα σέ αυτή τήν κατάληψη αποτελούν τό 1009 (εκδίωξη τού τελευταίου Ορθόδοξου Πάπα) καί τό 1014 (επίσημη εισαγωγή τού φιλιόκβε στήν Εκκλησία τής Ρώμης). Οι απόγονοι τών Ρωμαίων στή Δύση παρέμειναν υποδουλωμένοι μέχρι τό 1789, όταν επαναστάτησαν καί απελευθερώθηκαν στή Γαλλία, αγνοούν όμως τή Ρωμαιοσύνη τών προγόνων τους καί τήν ταύτισή τους μέ τούς Ρωμαίους τής Ανατολής.

(γ). Τό Σχίσμα δέν συνέβη μεταξύ Βυζαντινής καί Ρωμαϊκής Εκκλησίας, αλλά μεταξύ Ορθόδοξων Ρωμαίων (σέ Ανατολή καί Δύση) καί Φράγκων κατακτητών τού παπικού θρόνου. Επειδή οι Ρωμαίοι τής Παλαιάς Ρώμης αντιστέκονταν επί δεκαετίες στίς Φραγκικές επιδιώξεις, απαιτήθηκε η απευθείας κατάληψη τού παπικού θρόνου από Φράγκο (οριστικά τό 1046) καί αμέσως μετά διακηρύχθηκε τό Σχίσμα. Τά αίτια τού Σχίσματος ανάγονται κυρίως στίς πολιτικές επιδιώξεις τών Φράγκων καί όχι σέ κάποια μυθική αναπόφευκτη αντίθεση μεταξύ Ελληνικής καί Ρωμαϊκής θεολογίας.

(δ). Ως κατακτητές τής Δυτικής Ευρώπης, οι Φράγκοι επέβαλαν τή δική τους πλαστογραφημένη εκδοχή τής Ιστορίας, ονομάζοντας τούς ελεύθερους Ρωμαίους «Γραικούς», ώστε νά τούς διαφοροποιήσουν από τούς Ρωμαίους τής Γαλλίας καί Ιταλίας τούς οποίους είχαν κατακτήσει. Στή συνέχεια, μετά τήν οριστική πτώση τής Κωνσταντινούπολης, όταν δέν υπήρχαν πιά ελεύθεροι Ρωμαίοι, μετονόμασαν τήν Αυτοκρατορία σέ «Βυζάντιο», ώστε νά αποκόψουν κάθε υπόδουλο Ρωμηό από τήν ιστορική του συνέχεια καί νά αποτρέψουν τυχόν ανασύσταση τής αυτοκρατορίας. Στήν πραγματικότητα δέν υπήρξε ποτέ «Βυζαντινή Αυτοκρατορία». Ο όρος πρωτοχρησιμοποιήθηκε τό 1562 από τόν Ιερώνυμο Βόλφ στήν έκδοση μιάς συλλογής ιστορικών πηγών.

(ε). Επειδή όμως, παρ’ όλα αυτά, οι υπόδουλοι στούς Τούρκους Ρωμηοί τής Ανατολής διατηρούσαν τήν ανάμνηση τής Αυτοκρατορίας τους, υπήρχε πάντοτε ο κίνδυνος νά τή διεκδικήσουν εκ νέου. Οι Μεγάλες Δυνάμεις, μέ τή συνδρομή νεοελλήνων διανοουμένων, όπως ο Κοραής, ανέλαβαν νά πείσουν τό λαό ότι είναι απόγονος μόνο τών αρχαίων Ελλήνων καί ότι είχε υποδουλωθεί επί 2000 χρόνια πρώτα στούς Ρωμαίους καί μετά στούς Τούρκους. Οι ίδιες Δυνάμεις μεταστράφηκαν θετικά υπέρ τής Επανάστασης τού 1821 μόνον αφού εξασφάλισαν τόν αρχαιολατρικό προσανατολισμό της. Τό ζήτημα δέν είχε λυθεί ούτε 100 χρόνια μετά τόν Κοραή, όπως απέδειξε η διαμάχη πού ξέσπασε μέ τή δημοσίευση τής «Ιστορίας τής Ρωμιοσύνης» τού Αργ. Εφταλιώτη τό 1901, όταν ο Κ. Παλαμάς υπερασπίστηκε τόν Εφταλιώτη, ενώ λόγιοι σάν τόν Ν. Πολίτη καί τόν Σωτηριάδη τόν χλεύαζαν.

Τό ιστορικό έργο τού Ρωμανίδη επικεντρώνεται στή μεσαιωνική περίοδο, όπως είναι λογικό, αφού αυτή είναι η περίοδος πού έχει παραχαραχτεί από τήν μεταγενέστερη επίσημη ιστοριογραφία. Ωστόσο, δέν εξαντλείται εκεί. Εκτείνεται τόσο στήν αρχαία όσο καί στή νεώτερη Ιστορία. Η επέκταση προέκυψε ως ανάγκη διευκρίνισης σκοτεινών σημείων ή ως απάντηση σέ κριτικές. Γιά παράδειγμα, η άποψη Ρωμανίδη γιά τήν ελληνικότητα τής αρχαίας Ρώμης ξένισε πολλούς. Έτσι ο Ρωμανίδης χρειάστηκε νά επανέλθει διεξοδικά σέ μιά από τίς τελευταίες μελέτες πού συνέγραψε πρίν τήν κοίμησή του. Φέρει τόν τίτλο «Examples of the Science of the Ethnic Cleaning of Roman History and a Vision of the Future United States of Franco-Romania» (Διάλεξη στό Hellenic College στό Brookline τής Μασσαχουσέτης, 17-10-1998). Εκεί παραπέμπει εκτενώς σέ αρχαίους ιστορικούς, όπως ο Διονύσιος Αλικαρνασσεύς, πού συνέγραψαν γιά τά πρώϊμα χρόνια τής πόλης τής Ρώμης.

Ο Ρωμανίδης έβλεπε τή Ρωμαιοσύνη ως κάτι πολύ ευρύτερο από τά όρια ενός έθνους, έστω καί τού ρωμαϊκού – άν υποτεθεί ότι μπορούμε νά μιλήσουμε γιά «ρωμαϊκό έθνος». Η Ρωμαιοσύνη ήταν ένας οικουμενικός πολιτισμός πού περιλάμβανε τόν Ελληνισμό στήν οικουμενική του διάσταση.

Αντίστοιχα, προσπαθώντας νά εξηγήσει τήν αποδοχή τής εκδυτικευμένης εκδοχής τής Ιστορίας από τούς νεοέλληνες, ο Ρωμανίδης ερεύνησε τούς μηχανισμούς καί τά πρόσωπα πού επέβαλαν τή δυτική άποψη στή νεώτερη Ελλάδα. Έτσι κατέληξε στό ρόλο τού Κοραή καί τού Ναπολέοντα, όπως τά παρουσιάζει στόν Πρόλογο στή 2η έκδοση τού «Προπατορικού Αμαρτήματος». Κατονομάζει τόν Ναπολέοντα ως υπεύθυνο γιά τό θάνατο τού Ρήγα Φεραίου, μέ σκοπό νά αποτραπεί η ανασύσταση τής Ρωμαίϊκης Αυτοκρατορίας, τό ευρωπαϊκό τμήμα τής οποίας παρουσιάζεται στήν περίφημη «Χάρτα» τού Ρήγα. Ο Ρωμανίδης προχώρησε μάλιστα καί μέχρι τίς αρχές τού 20ού αιώνα, εξετάζοντας τά δυό ρεύματα πού συγκρούστηκαν γύρω από τήν εθνική ονομασία Έλληνας ή Ρωμηός, στή μελέτη του «Κωστής Παλαμάς καί Ρωμηοσύνη» (1976).

Αυτό πού πρέπει νά τονιστεί είναι ότι ο Ρωμανίδης έφτασε νά ασχοληθεί μέ τήν Ιστορία ως συνέχεια, καί όχι ως διακοπή, τού θεολογικού του έργου. Άλλωστε, κατά τήν περίοδο τών ιστορικών συγγραμμάτων, πού αρχίζει από τό 1974, δέν έπαυσε νά παράγει καί θεολογικά κείμενα. Τά δυό ήταν άρρηκτα συνδεδεμένα. Γιά παράδειγμα, η κατανόηση τών διαφορών μέ τίς δυτικές ομολογίες τόν οδήγησε στήν εξέταση τής αποστολικής διαδοχής καί στήν κομβική ανακάλυψη τής διακοπής αυτής τής διαδοχής στή Φραγκική Δύση. Γι’ αυτό καί ερεύνησε σέ βάθος μιά σκοτεινή καί μάλλον άγνωστη στήν Ελλάδα περίοδο, τήν περίοδο τού 7ου καί 8ου αιώνα, όταν καταρρέει η Μεροβίγγεια βασιλεία καί ανέρχονται στό θρόνο οι Καρολίδες. Γράφει στή μελέτη του «Εκκλησιαστικαί Σύνοδοι καί Πολιτισμός» τό 1995: «Οι Φράγκοι κατενόησαν τήν αποστολικήν διαδοχήν ως μαγικήν δύναμιν, η οποία τούς επέτρεπε νά τήν καταστήσουν ιδιοκτησίαν τής φυλής των καί νά τήν χρησιμοποιήσουν ως τό κύριον μέσον δουλικής ειρηνεύσεως τών υποτεταγμένων εις αυτούς Ρωμαίων, μέσω τού φόβου τής θρησκευτικής καί στρατιωτικής δυνάμεως καί εξουσίας τών ομοεθνών επισκόπων τους».

Όπως ανακάλυψε ο Ρωμανίδης, στήν αρχή οι Μεροβίγγειοι Φράγκοι σφετερίστηκαν τό δικαίωμα αρνησικυρίας στίς εκλογές τών επισκόπων. Στή συνέχεια σφετερίστηκαν τό δικαίωμα διορισμού τών επισκόπων καί άρχισαν νά πωλούν τίς θέσεις σέ πλειοδοσία. Τελικά, οι Καρολίγγειοι Φράγκοι εκδίωξαν τούς Ρωμαίους επισκόπους καί επέβαλαν μόνο Φράγκους επισκόπους στό αξίωμα.

Ένα δεύτερο παράδειγμα αποτελεί η ιστορική μελέτη του γιά τό φιλιόκβε, πού δημοσιεύθηκε τό 1975 καί σέ αναθεωρημένη μορφή τό 1982 . Γιά τήν κατανόηση τής προέλευσης τού φιλιόκβε ο Ρωμανίδης χρειάστηκε νά προχωρήσει σέ διεξοδική ιστορική έρευνα στήν οποία γίνεται συνεχώς φανερή η αλληλεπίδραση θεολογίας καί πολιτικής ιστορίας. Τελικά, οι εξελίξεις στή θεολογική σκέψη τής Δύσης προέκυψαν συχνά ως προϊόντα πολιτικής σκοπιμότητας, είτε πρόκειται γιά τήν απόρριψη τής Ζ' Οικουμενικής Συνόδου τό 794, είτε γιά τό Σχίσμα τού 1054, είτε γιά τήν υιοθέτηση τής θεωρίας περί «ικανοποίησης τού Θεού» από τόν Άνσελμο Καντερβουρίας, κατά μίμηση τής φεουδαρχικής δικαιοσύνης.

2. Αξιολόγηση τού ιστορικού έργου τού Ρωμανίδη

Παρ’ ό,τι οι απόψεις τού Ρωμανίδη βασίζονταν σέ γνωστές δημοσιευμένες πηγές, δέν είχαν παρουσιαστεί μέ αυτό τόν τρόπο από κανέναν προγενέστερο ερευνητή. Η σύνθεση αποτελεί αποκλειστικά έργο τού Ρωμανίδη. Οι βυζαντινολόγοι γνώριζαν ότι δέν υπήρξε ποτέ κράτος πού νά ονομάζεται «Βυζάντιο», αλλά χρησιμοποιούσαν τόν όρο χωρίς νά τονίζουν τίς πολιτικές επιπτώσεις αυτής τής επιλογής. Μέχρι σήμερα, οι ιστορικές θέσεις τού Ρωμανίδη δέν έχουν γίνει ευρύτερα αποδεκτές, ούτε έχουν εισχωρήσει στά διδακτικά εγχειρίδια, παρ’ όλο πού έχουν συζητηθεί ευρύτατα, ιδιαίτερα στό διαδίκτυο. Θά πίστευε κάποιος ότι πρόκειται γιά εντελώς κοινότοπες απόψεις πού δέν αξίζει νά απαντηθούν ή γιά εξόφθαλμα λανθασμένες απόψεις πού καταρρίπτονται εύκολα από κάθε πτυχιούχο Ιστορίας, οπότε πάλι δέν αξίζει νά απαντηθούν. Ωστόσο, δέν συμβαίνει ούτε τό ένα ούτε τό άλλο.

Στήν έρευνά του, καρπό πολύχρονης καί πολύμοχθης προσπάθειας, ο Ρωμανίδης χρησιμοποίησε αμέτρητες πηγές γνωστής αξιοπιστίας. Είναι δύσκολο νά υποστηριχθεί ότι παρέλειψε νά λάβει υπόψη του κάποια σημαντική πηγή πού θά αλλοίωνε τά συμπεράσματά του. Αντίθετα, κατόρθωσε νά αντλήσει πληροφορίες από μικρές λεπτομέρειες, πού ίσως είχαν διαφύγει τής προσοχής άλλων ερευνητών. Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί ο πρωτότυπος ισχυρισμός του ότι στά μέσα τού 8ου αιώνα οι υπόδουλοι στούς Φράγκους Ρωμαίοι τής σημερινής Γαλλίας συμμάχησαν μέ τούς Άραβες γιά νά αποτινάξουν τό φραγκικό ζυγό. Η πληροφορία αυτή, πράγματι, περιέχεται στόν πολύ γνωστό Συνεχιστή τού Χρονικού τού Φρεντεγκάρ, όπου καί παραπέμπει ο Ρωμανίδης, αλλά είχε αγνοηθεί ως τώρα. Η ανακάλυψή της είναι ενδεικτική τής προσεκτικής μελέτης τών πηγών από τό Ρωμανίδη.

Ένα άλλο χαρακτηριστικό παράδειγμα ανακάλυψης λεπτομερειών πού είχαν διαφύγει τής προσοχής άλλων ερευνητών αποτελεί τό Πρωτόκολλο τού Λονδίνου τής 31-1-1836 πού καθόριζε τό δικαίωμα μετανάστευσης από τήν Οθωμανική Αυτοκρατορία στήν Ελλάδα. Ο Ρωμανίδης εξέτασε τό πρωτότυπο κείμενο, στή γαλλική γλώσσα, τό οποίο καί παραθέτει στή μελέτη του «Examples of the Science of the Ethnic Cleaning of Roman History and a Vision of the Future United States of Franco-Romania». Ως γνωστόν, μέχρι τότε σέ όλες τίς δυτικές γλώσσες οι πρόγονοί μας αποκαλούνταν «Γραικοί» (Greeks, Grecs, κλπ.). Τό κείμενο τού Πρωτοκόλλου τού Λονδίνου εισάγει γιά πρώτη φορά τή διάκριση ανάμεσα σέ «Hellenes» (οι κάτοικοι τού Βασιλείου τής Ελλάδος) καί «Grecs» (όλοι όσοι ως τότε αποκαλούνταν Γραικοί/ Έλληνες καί παρέμεναν στήν Οθωμανική επικράτεια). Εδώ αποκαλύπτεται πλήρως η δυτική προπαγάνδα πού αλλοίωσε τά εθνικά μας ονόματα ανά τούς αιώνες. Προσπαθώντας νά διαφοροποιήσουν τούς ελεύθερους Ρωμηούς από τούς υποδουλωμένους στούς Τούρκους Ρωμηούς, οι Μεγάλες Δυνάμεις διακρίνουν ανάμεσα σέ Hellene καί Grec, διαφορά η οποία ασφαλώς θά προκαλούσε θυμηδία, άν μεταφραζόταν στά ελληνικά!.

«Ως είναι σήμερον η τευτονοποιηθείσα Ευρώπη ουδέποτε θά ενωθή διότι κυριαρχείται από τό ρατσιστικόν, φυλετικόν, διασπαστικόν, ευδαιμονιστικόν, καί εκμεταλλευτικόν πνεύμα τών Τευτόνων τό οποίον αναζητεί τήν καθυπόταξιν καί εκμετάλλευσιν τών λαών υπό μικρών ιδιοτελών ομάδων» (σ.275). Στήν εποχή τού Μνημονίου, καθώς οι λαοί τής Ευρώπης απομακρύνονται ολοένα ο ένας από τόν άλλο καί αλληλοβρίζονται εκτοξεύοντας ρατσιστικά σλόγκαν, τά λόγια τού Ρωμανίδη ακούγονται, γιά άλλη μιά φορά, προφητικά…

Μέ τή συγκεκριμένη έρευνα, ο Ρωμανίδης έλυσε μιά ιστορική απορία, τήν απάντηση στήν οποία αγνοούσε τό ευρύ κοινό. Η απορία ήταν: γιατί όλοι οι βασιλείς τής Ελλάδας, ξεκινώντας από τόν δεύτερο βασιλιά (Γεώργιο Α', 1863) έφεραν τόν τίτλο «Βασιλεύς τών Ελλήνων», ενώ ο πρώτος βασιλιάς (Όθων) έφερε τόν τίτλο «Βασιλεύς τής Ελλάδος»; Ήταν γνωστό ότι οι Μεγάλες Δυνάμεις απαγόρευσαν στόν Όθωνα νά φέρει τόν τίτλο «Βασιλεύς τών Ελλήνων». Γιατί όμως τό επέτρεψαν στόν Γεώργιο Α'; Μετά τόν Ρωμανίδη γνωρίζουμε τήν εξήγηση: ο Όθων ήρθε τό 1833, δηλαδή πρίν τό Πρωτόκολλο τού 1836, όταν ακόμη οι Μεγάλες Δυνάμεις δέν είχαν διαφοροποιήσει τους «Hellenes» από τούς «Grecs». Εάν ονόμαζαν τόν Όθωνα «Βασιλέα τών Ελλήνων» (Roi des Grecs), θά δήλωναν ότι ο Όθων είναι βασιλιάς όλων όσων οι Δυτικοί αποκαλούσαν Grecs (Greeks, κλπ .), δηλαδή τών κατοίκων τού Βασιλείου τής Ελλάδος καί τών υπόδουλων Ρωμηών τής Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Αυτό δέν τό ήθελαν ούτε οι Μεγάλες Δυνάμεις ούτε, φυσικά, η Τουρκία. Αντίθετα, τήν εποχή πού ήρθε ο Γεώργιος Α', τό 1863, υπήρχε πλέον η διαφοροποίηση μεταξύ «Hellenes» καί «Grecs», χάρη στό Πρωτόκολλο τού 1836. Έτσι, ο Γεώργιος ονομάστηκε «Roi des Hellenes»/ «Βασιλεύς τών Ελλήνων» καί όλοι ήταν ευχαριστημένοι.

Συνεπώς, δέν μπορεί νά υποστηριχθεί ότι ο Ρωμανίδης αγνόησε τίς πηγές. Εξίσου δύσκολο είναι νά υποστηριχθεί ότι παρανόησε τίς πηγές του. Γιά παράδειγμα, η άποψη ότι η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, πρίν τήν εισβολή τών βαρβαρικών φυλών, ήταν δίγλωσση είναι πλέον αποδεκτό συμπέρασμα τών σύγχρονων ερευνητών. Γιά τήν ακρίβεια, η πλειοψηφία τού πληθυσμού μιλούσε ελληνικά, όπως έχει υποστηρίξει πειστικά ο κορυφαίος σύγχρονος μελετητής τής Ύστερης Αρχαιότητας, ο Πήτερ Μπράουν («Ο κόσμος τής Ύστερης Αρχαιότητας» καί άλλα έργα του). Ο λόγος ήταν απλός: όλα τά σημαντικά αστικά κέντρα βρίσκονταν στό ανατολικό τμήμα τού κράτους, καί αυτά είχαν ήδη εξελληνιστεί από τήν εποχή τών Διαδόχων τού Μεγάλου Αλεξάνδρου. Πέρα από τή Ρώμη, δέν υπήρχε καμιά μεγάλη πόλη στό δυτικό τμήμα τής Αυτοκρατορίας.

Ο πανεπιστημιακός καθηγητής, Πρωτοπρεσβύτερος π. Γεώργιος Μεταλληνός μελέτησε επί δεκαετίες τίς ιστορικές πηγές, κυρίως τής Τουρκοκρατίας καί τού 19ου αιώνα, αλλά όχι μόνον αυτές, καί κατέληξε σέ ταυτόσημα συμπεράσματα μέ τόν Ρωμανίδη. Τό εκτενές δημοσιευμένο έργο τού π. Γεωργίου επιβεβαιώνει τά πορίσματα τού Ρωμανίδη.

Τό ίδιο αποτέλεσμα προέκυψε από τήν ανεξάρτητη προσωπική μας έρευνα σέ ορισμένες πηγές τής μεσαιωνικής Ιστορίας. Μεταξύ άλλων εξετάστηκαν η «Ιστορία τών Φράγκων» τού Γρηγορίου τής Τούρ, η «Ιστορία τών Γότθων» τού Ιορδάνη, τό «Χρονικό τού Φρεντεγκάρ», η «Ιστορία τών Λογγοβάρδων» τού Παύλου Διακόνου, η «Νομοθεσία τών Λογγοβάρδων» σέ επιμέλειά τής Drew K. Fischer, η Βιογραφία τού Καρλομάγνου («Vita Caroli») τού Einhard, η «Αναφορά περί τής πρεσβείας εις Κωνσταντινούπολιν» («Relatio de legatione Constantinopolitana») τού Λιουτπράνδου τής Κρεμόνας, η «Χρονογραφία» τού Θεοφάνη, οι «Επιστολές» τού Πατριάρχη Νικολάου Μυστικού, τό «Πρός τόν ίδιον υιόν Ρωμανόν» τού Κωνσταντίνου Πορφυρογέννητου καί τό έπος τού «Διγενή Ακρίτα». Κανένα από τά συμπεράσματα τού Ρωμανίδη δέν βρίσκεται σέ αντίθεση μέ τίς πηγές πού εξετάσαμε .

Μέχρι σήμερα δέν έχουμε υπόψη μας κάποια συνεκτική αντίκρουση τών θέσεων τού Ρωμανίδη. Θά παρουσιάσουμε, πάντως, στή συνέχεια πέντε κριτικές πού έχουν εγερθεί κατά καιρούς στίς απόψεις του.

Αναγνωρίζει ότι αυτό τό όραμα είναι ουτοπικό, αλλά σπεύδει νά προσθέσει ότι είναι λιγότερο ουτοπικό από τό σημερινό όραμα τής Ενωμένης Ευρώπης: «Εφ’ όσον ήδη προσπαθούν κάτι παρόμοιον νά κάμουν οι σημερινοί Ευρωπαίοι διατί νά μή επιδιώξουν τήν ολιγώτερον ουτοπιστικήν καί ιστορικώς πραγματικήν ενότητα τών Ρωμαίων προγόνων των;»

(α). Ίσως η κυριότερη συνολική κριτική τού έργου τού Ρωμανίδη προέρχεται από τόν Vladimir Moss στή μελέτη «Against Romanides -- A Critical Examination of the Theology of Fr. John Romanides» (2012) . Σέ ό,τι αφορά τό ιστορικό σκέλος, ο Moss διαφωνεί μέ τό Ρωμανίδη υποστηρίζοντας ότι:

(i) Οι Φράγκοι ήταν οι μόνοι εξαρχής Ορθόδοξοι από όλους τούς βαρβαρικούς λαούς πού εγκαταστάθηκαν στό έδαφος τής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας (οι άλλοι είχαν ασπαστεί τόν Αρειανισμό). Συνεπώς οι «κατακτήσεις» τών Φράγκων, όπως π.χ. επί Χλωδοβίκου, γύρω στό 510, πανηγυρίστηκαν από τούς Ρωμαίους τής Δύσης ως «απελευθέρωση» καί όχι ως κατάκτηση. (σ.73)

Γιά νά στηρίξει τό επιχείρημά του, ο Moss παραπέμπει στήν Καθολική Εγκυκλοπαίδεια τού 1917, όπου διαβάζουμε γιά τόν Χλωδοβίκο φράσεις, όπως «Παντού εισήγαγε καλούς νόμους». Αυτό βεβαίως δέν μπορεί νά θεωρηθεί ως αξιόπιστη αντίκρουση. Άλλωστε, η ευνοϊκή αντιμετώπιση τών Φράγκων από τήν Καθολική Εγκυκλοπαίδεια μάλλον επιβεβαιώνει παρά κλονίζει τόν ισχυρισμό τού Ρωμανίδη.

Επιπλέον, ο Moss παραπέμπει στήν Ιστορία τών Φράγκων τού Γρηγορίου τής Τούρ, γράφοντας ότι «πουθενά δέν αμφισβητεί τή νομιμότητα τής Φραγκικής εξουσίας» (σ.74). Ο Ρωμανίδης διάβασε διαφορετικά τόν Γρηγόριο τής Τούρ ο οποίος: «έγραψεν Ιστορίαν τών Φράγκων μέχρι τό 591, δηλαδή 1) πρίν καταλάβουν οι Φράγκοι πλήρως τήν ιεραρχίαν καί 2) κατά τήν εποχήν κάποιας συνεργασίας μεταξύ Φράγκων καί Ρωμαίων διά τά κοινά των προβλήματα. Παρά ταύτα, άν καί ο Γρηγόριος εμπνέεται από τήν ονειροπόλον ελπίδα ότι οι Ρωμαίοι θά επηρεάσουν εν καιρώ καλώς τούς Φράγκους καί ότι θά καταφέρουν οι Ρωμαίοι κυρίως επίσκοποι νά συνεχίσουν τήν διοίκησιν τού πλήθους τών κατακτηθέντων Ρωμαίων εκ μέρους τών Φράγκων, δέν αποκρύπτει καί τάς μικροτέρας λεπτομερείας περί τής αγριότητος καί βαρβαρότητος τών Φράγκων». (Ρωμηοσύνη, σ. 137, υποσημ.199)

Ο σκοπός της υπήρξε πάντοτε νά διασώσει τή μέθοδο θεραπείας τού ανθρώπου, πού είχε χαθεί στούς υπόλοιπους πολιτισμούς, καί νά τόν οδηγήσει στή θέωση. Αυτός ο σκοπός δέν έχει καμιά σχέση μέ περιούσιους λαούς, εκλεκτούς ευγενείς καί ιερές γλώσσες.

(ii) Η απομάκρυνση τής Δυτικής Ευρώπης από τήν Ορθοδοξία, γράφει ο Moss, δέν μπορεί νά αποδοθεί μόνο σέ ένα γερμανικό φύλο πού προσπαθούσε νά καταστρέψει τή Ρωμαϊκότητα (σ.76). Στή σύγκρουση μέ τήν Κωνσταντινούπολη συμμετείχαν καί Ρωμαίοι τής Δύσης: ο Πάπας Στέφανος Β' ζήτησε βοήθεια από τό Φράγκο βασιλιά Πιπίνο τό 754 καί εξύβριζε τούς «Γραικούς» σέ επιστολή του. Ο Πάπας Αδριανός Α' παρουσίασε τό 785 τίς Ψευδο-Ισιδώριες Διατάξεις πού αποτέλεσαν τό θεμέλιο τών παπικών απαιτήσεων απολυταρχίας στούς επόμενους αιώνες (σ.79). Ο Πάπας Λέων Γ' ήταν ο κύριος κερδισμένος τής στέψης τού Καρλομάγνου τό 800, διότι «απέκτησε έναν αυτοκράτορα “τσέπης” στή θέση τού Ανατολικού Αυτοκράτορα» (σ.81).

Ο Moss παραπέμπει εκτενώς στό βιβλίο κάποιου Γάλλου ηγουμένου τού 19ου αιώνα (Guettee) γιά νά εξιστορήσει τή σχέση παπισμού καί Καρλομάγνου. Απορεί ο αναγνώστης πώς είναι δυνατόν ένα συμβατικό βιβλίο, πού εκδόθηκε πρίν 150 χρόνια καί επαναλαμβάνει τήν κατεστημένη άποψη, νά θεωρείται αντίκρουση τού Ρωμανίδη. Σέ κάθε περίπτωση, ο Ρωμανίδης είχε ήδη απαντήσει σέ όλα αυτά καί ειδικά γιά τίς Ψευδο-Ισιδώριες Διατάξεις θεωρούσε ότι αποτέλεσαν τή γραμμή άμυνας τών Ρωμαίων Παπών κατά τής Φραγκικής επίθεσης. Επίσης, είναι δύσκολο νά πειστούμε ότι ο Πάπας κέρδισε κάτι έναντι τού Καρλομάγνου, πέρα από τόν προσωρινό κατευνασμό τού στρατοκράτη ηγεμόνα. Άλλωστε, όπως γράφει αμέσως πιό κάτω ο Moss, ο Καρλομάγνος αγνόησε τόν Πάπα, όταν επρόκειτο νά στέψει τό γιό του Λουδοβίκο αυτοκράτορα (σ.81).

Παρά τίς μανιχαϊστικές απλοποιήσεις τών επικριτών του, ο Ρωμανίδης έχει παρουσιάσει μιά πολύ πιό σύνθετη απεικόνιση αυτής τής περιόδου. Δέν έχει καμιά σχέση μέ τή «φυλετική θεωρία» γιά τήν οποία τόν κατηγορεί ο Moss (σ.96) καί δέν θεωρεί ότι όλοι οι δυτικοί Ρωμαίοι ήταν οι «καλοί» τής Ιστορίας. Σέ μιά εποχή αφόρητων πιέσεων καί ξενικής κατοχής, αρκετοί συμβιβάστηκαν μέ τούς Φράγκους είτε γιά λόγους τακτικής είτε γιά λόγους πεποίθησης. Οι αλλεπάλληλες μεταβολές στόν παπικό θρόνο, ειδικά τόν 10ο αιώνα, αντανακλούσαν τίς διακυμάνσεις στήν ισορροπία δυνάμεων Φράγκων καί Ρωμαίων τής Ρώμης.

Πάντως, ακόμη καί υπό τίς δυσκολότερες συνθήκες φραγκικής πίεσης, οι Πάπες παρέμειναν Ορθόδοξοι στό δόγμα, γι’ αυτό καί τά ονόματά τους καταγράφονταν στά δίπτυχα τής Κωνσταντινούπολης μέχρι τό 1009. Τό χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί ο ίδιος ο Λέων Γ', ο Πάπας πού έστεψε τόν Καρλομάγνο τό 800. Όταν οι Φράγκοι ανακήρυξαν σέ δόγμα τήν προσθήκη τού φιλιόκβε στό Σύμβολο τής Πίστεως (Σύνοδος Άαχεν 809), ο Λέων απάντησε μέ τή χάραξη τού Συμβόλου χωρίς τό φιλιόκβε σέ δυό ασημένιες πλάκες στό ναό τού Αγίου Πέτρου μέ τήν επιγραφή «ταύτα Λέων έθηκα δι’ αγάπην καί φύλαξιν τής ορθοδόξου πίστεως» (Ρωμηοσύνη σελ. 59). Επρόκειτο γιά κίνηση ύψιστης γενναιότητας, όταν οι αήττητες στρατιές τού Καρλομάγνου βρίσκονταν ακόμη στήν Ιταλία.

(iii) Όπως καί οι περισσότεροι αναγνώστες τού Ρωμανίδη, ο Moss απορρίπτει τή ριζοσπαστική άποψη ότι στή Γαλλική Επανάσταση εξεγέρθηκαν οι Γαλλο-Ρωμαίοι δουλοπάροικοι εναντίον τών Φράγκων κυριάρχων. Τήν αποκαλεί απλώς «ανοησία» (“nonsense”) καί θεωρεί ότι μέ κάτι τέτοια ο Ρωμανίδης «αναχώρησε από τήν ιστορία γιά τό βασίλειο τής φαντασίας» (σ.94). Ωστόσο νεώτεροι ξένοι ερευνητές έχουν εντοπίσει στοιχεία πού υποστηρίζουν τόν Ρωμανίδη. Στήν ενδιαφέρουσα μελέτη του μέ τίτλο “Τhe Franks”, ο Edward James παραθέτει μιά φράση από επιστολή τής Αικατερίνης τής Μεγάλης, κατά τή διάρκεια τής Γαλλικής Επανάστασης, όπου η τσαρίνα γράφει: «Δέν βλέπετε τί γίνεται στή Γαλλία; Οι Γαλάτες διώχνουν τούς Φράγκους» . Συνεπώς, στίς μεγάλες Αυλές τής Ευρώπης ήταν γνωστό τό τί συνέβαινε, έστω κι άν οι επαναστάτες αποκαλούνται «Γαλάτες» αντί «Ρωμαίοι»…

Η Ρωμαιοσύνη αποδείχτηκε ανά τούς αιώνες η κατ’ εξοχήν υπέρβαση τού εθνικισμού. Ενέταξε καί αφομοίωσε ποικίλους λαούς διαφόρων γλωσσικών προελεύσεων, χωρίς νά δίνει σημασία ούτε στόν τόπο καταγωγής ούτε στήν κοινωνική θέση.

(β). Πέρα από τή συνολική κριτική τού Moss, οι άλλες επιμέρους κριτικές πού έχουν δημοσιευτεί είναι πολύ πιό λιτές. Ο Α. Nichols, Καθολικός ιερέας καί πανεπιστημιακός καθηγητής, σέ μιά ενδελεχή επισκόπηση τών κορυφαίων Ορθόδοξων θεολόγων τού 20ου αιώνα, χαρακτηρίζει τή «Ρωμηοσύνη» ως ένα «περίεργο έργο», αλλά η μόνη αντίκρουση πού προσφέρει είναι η εξής: «Τό κύριο πρόβλημα μέ αυτή τήν ιστορική διατριβή είναι ότι οι Δυτικοί βάρβαροι, αντί νά επιθυμούν νά ξαναφτιάξουν τή Δυτική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία κατ’ εικόνα τους, καί έτσι νά διαρρήξουν τά δεσμά της μέ τήν Ανατολή, ήταν πάρα πολύ ευτυχείς νά αποδεχθούν οποιαδήποτε κληρονομιά της, είτε πολιτιστική, γλωσσική ή θρησκευτική, πού ο ελληνο-ρωμαϊκός κόσμος στό σύνολό του θά μπορούσε νά τούς προσφέρει».

Η παρατήρηση τού Nichols θά μπορούσε νά ισχύει, εν μέρει, γιά τούς αρχικούς κατακτητές τής Ιταλίας, τούς Οστρογότθους, οι οποίοι υιοθέτησαν όντως αρκετά εξωτερικά χαρακτηριστικά τής ρωμαϊκής διακυβέρνησης. Δέν ήταν, όμως, αυτοί πού άφησαν τή μόνιμη σφραγίδα τους στή Δυτική Ευρώπη. Μετά τήν ήττα τους από τόν Ιουστινιανό, εξαφανίστηκαν από τό προσκήνιο τής Ιστορίας καί η εξέλιξη τής Δυτικής Ευρώπης καθορίστηκε από τούς Φράγκους. Οι Φράγκοι επέλεξαν τή σύγκρουση μέ τή Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, όχι μόνο σέ πολιτικό επίπεδο, αλλά καί σέ πολιτιστικό καί θεολογικό. Επομένως, δέν πρέπει νά αισθάνονταν «πάρα πολύ ευτυχείς νά αποδεχθούν οποιαδήποτε κληρονομιά της». Πάντως είναι αξιοπρόσεκτο ότι ο Nichols, παρά τό ανωτέρω σχόλιό του, θεωρεί τόν Ρωμανίδη ως έναν από τούς κορυφαίους θεολόγους τού κόσμου τού 20ου αιώνα.

(γ). Μιά κριτική πού φαίνεται νά υπολανθάνει σέ διάφορα σχόλια Ελλήνων γιά τίς θέσεις τού Ρωμανίδη είναι ότι η ενασχόληση μέ τά ιστορικά εθνικά μας ονόματα είναι αναχρονιστική καί ότι τό ζήτημα τού εθνικού ονόματος δέν έχει καμιά ουσιαστική σημασία σήμερα. Ωστόσο, όπως απέδειξε η εμπειρία τών τελευταίων 20 ετών, όπου η Ελλάδα έχει εμπλακεί σέ μιά άλυτη διπλωματική διαμάχη γιά τό όνομα γειτονικού κράτους, τά εθνικά ονόματα δέν αποτελούν αθώες επιλογές. Αντίθετα, κουβαλούν σύνθετους συμβολισμούς, περικλείουν εδαφικές διεκδικήσεις, επανακαθορίζουν τίς ιστορικές επιλογές καί τροφοδοτούν τά πολιτιστικά επιτεύγματα τού μέλλοντος. Συνεπώς, είναι εντελώς απαραίτητη η σωστή γνώση τών εθνικών ονομάτων καί τού συμβολικού βάρους πού μεταφέρουν.

Η άποψη ότι η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, πρίν τήν εισβολή τών βαρβαρικών φυλών, ήταν δίγλωσση είναι πλέον αποδεκτό συμπέρασμα τών σύγχρονων ερευνητών. Γιά τήν ακρίβεια, η πλειοψηφία τού πληθυσμού μιλούσε ελληνικά, όπως έχει υποστηρίξει πειστικά ο κορυφαίος σύγχρονος μελετητής τής Ύστερης Αρχαιότητας, ο Πήτερ Μπράουν.

(δ). Μιά επιφανειακή ανάγνωση τού έργου τού Ρωμανίδη μπορεί νά οδηγήσει στήν εντύπωση ότι η κατάληξη τών απόψεών του είναι ένας ιδιότυπος εθνικισμός. Αντί γιά τόν νεοελληνικό εθνικισμό, αναφύεται ένας «ρωμηοσυνικός» εθνικισμός. Οι Ρωμηοί ταυτίζονται μέ τούς Ορθόδοξους Χριστιανούς αποκλείοντας άλλους λαούς από τήν ορθή πίστη. «Δέν μπορεί ένας Κινέζος νά είναι Ορθόδοξος; Γιατί νά ταυτιστεί η Ρωμηοσύνη μέ τήν Ορθοδοξία;» είναι τό εύλογο ερώτημα.

Στήν πραγματικότητα ο Ρωμανίδης έβλεπε τή Ρωμαιοσύνη ως κάτι πολύ ευρύτερο από τά όρια ενός έθνους, έστω καί τού ρωμαϊκού – άν υποτεθεί ότι μπορούμε νά μιλήσουμε γιά «ρωμαϊκό έθνος». Η Ρωμαιοσύνη ήταν ένας οικουμενικός πολιτισμός πού περιλάμβανε τόν Ελληνισμό στήν οικουμενική του διάσταση. Ο Χριστιανισμός χρησιμοποίησε μέν στήν ορολογία του τήν ελληνική γλώσσα, αλλά κάθε λαός μπορεί νά εντάξει στή δική του παράδοση τήν ελληνορωμαϊκή χριστιανική κληρονομιά. Μάλιστα, ούτε οι νεοέλληνες έχουν κάποια προνομιακή μεταχείριση λόγω εθνικής καταγωγής. Αντίθετα, στό βαθμό πού αγνοούν τήν ιστορία τής Ρωμηοσύνης, έχουν αποδεχθεί τήν προπαγάνδα τών δυτικοευρωπαίων καί έχουν μετατραπεί σέ Γραικύλους.

Παρά τούς ισχυρισμούς διαφόρων επικριτών, η Ρωμαιοσύνη αποδείχτηκε ανά τούς αιώνες η κατ’ εξοχήν υπέρβαση τού εθνικισμού. Ενέταξε καί αφομοίωσε ποικίλους λαούς διαφόρων γλωσσικών προελεύσεων, χωρίς νά δίνει σημασία ούτε στόν τόπο καταγωγής ούτε στήν κοινωνική θέση. Ο σκοπός της υπήρξε πάντοτε νά διασώσει τή μέθοδο θεραπείας τού ανθρώπου, πού είχε χαθεί στούς υπόλοιπους πολιτισμούς, καί νά τόν οδηγήσει στή θέωση. Αυτός ο σκοπός δέν έχει καμιά σχέση μέ περιούσιους λαούς, εκλεκτούς ευγενείς καί ιερές γλώσσες.

Ο ίδιος ο Ρωμανίδης τονίζει συνεχώς τή διαφορά τής Ρωμηοσύνης από τούς εθνικισμούς: «Ναί μέν ο Ρωμηός έχει απόλυτον πεποίθησιν εις τήν Ρωμηοσύνην του, αλλά ούτε φανατικός ούτε μισαλλόδοξος είναι καί ούτε έχει καμμίαν ξενοφοβίαν. Αντιθέτως αγαπά τούς ξένους ουχί όμως αφελώς. Τούτο διότι γνωρίζει ότι ο Θεός αγαπά όλους τούς ανθρώπους καί όλας τάς φυλάς καί όλα τά έθνη χωρίς διάκρισιν καί χωρίς προτίμησιν». Καί λίγο παρακάτω: «Διά τούτο η Ρωμηοσύνη είναι αυτοπεποίθησις, ταπεινοφροσύνη, καί φιλότιμον καί όχι κίβδηλος αυτοπεποίθησις, ιταμότης καί εγωϊσμός. Ο ηρωϊσμός τής Ρωμηοσύνης είναι αληθής καί διαρκής κατάστασις τού πνεύματος καί όχι αγριότης, βαρβαρότης καί αρπακτικότης» .

Στήν ενδιαφέρουσα μελέτη του μέ τίτλο “Τhe Franks”, ο Edward James παραθέτει μιά φράση από επιστολή τής Αικατερίνης τής Μεγάλης, κατά τή διάρκεια τής Γαλλικής Επανάστασης, όπου η τσαρίνα γράφει: «Δέν βλέπετε τί γίνεται στή Γαλλία; Οι Γαλάτες διώχνουν τούς Φράγκους». Συνεπώς, στίς μεγάλες Αυλές τής Ευρώπης ήταν γνωστό τό τί συνέβαινε, έστω κι άν οι επαναστάτες αποκαλούνται «Γαλάτες» αντί «Ρωμαίοι»…

(ε). Τέλος, μιά γενικότερη καί αρκετά πειστική κριτική χαρακτηρίζει ουτοπικά τά συμπεράσματα τής έρευνας τού Ρωμανίδη. Κλείνοντας τήν μελέτη τών έργων του, πολλοί αναγνώστες θά οδηγηθούν στό συμπέρασμα ότι ο συγγραφέας παροτρύνει σέ μιά ανασύσταση τής Ρωμαίϊκης Αυτοκρατορίας σήμερα. Πράγματι, οι τελευταίες σελίδες τής «Ρωμηοσύνης», στόν Επίλογο, μοιάζουν σάν μεγαλόπνοο πολιτικό μανιφέστο γιά τήν επιστροφή τής «τευτονοποιηθείσης» Ευρώπης στόν «ελληνικό πολιτισμό τών Ρωμαίων»:

«Οι εν τή Δύσει απόγονοι τών Ρωμαίων όχι μόνον ανέτρεψαν τήν ταξικήν ευγένειαν καί θεολογίαν τού φεουδαλισμού τών κατακτητών των, αλλά είναι ώριμοι δι’ επάνοδον εις τήν Ρωμαιοσύνην τών προγόνων των τήν οποίαν οι εν Ανατολή Ρωμαίοι διατηρούν μέχρι σήμερον μέ τό πλήθος τών πολιτιστικών της εκδηλώσεων τό οποίον κάποτε υπήρχε καί εις τήν δυτικήν Ρωμαιοσύνην». (σ.273)

Στή συνέχεια, «…. αποτευτονοποιηθείσα η έστω καί υπό διαστρεβλωμένην μορφήν διασωθείσα εν δυτική Ευρώπη ρωμανόφωνος καί κελτόφωνος Ρωμαιοσύνη επανέρχεται εις τήν αρχικήν της εθνικήν, θρησκευτικήν, καί πολιτικήν ενότητα αφού καταργείται ούτω τό τευτονικόν πνεύμα τεμαχισμού τών απογόνων τών Ρωμαίων εις μικρά εγωκεντρικά καί ιδιοτελή κράτη». (σ.275)

Απορεί ο αναγνώστης πώς είναι δυνατόν ένα συμβατικό βιβλίο, πού εκδόθηκε πρίν 150 χρόνια καί επαναλαμβάνει τήν κατεστημένη άποψη, νά θεωρείται αντίκρουση τού Ρωμανίδη. Σέ κάθε περίπτωση, ο Ρωμανίδης είχε ήδη απαντήσει σέ όλα αυτά καί ειδικά γιά τίς Ψευδο-Ισιδώριες Διατάξεις θεωρούσε ότι αποτέλεσαν τή γραμμή άμυνας τών Ρωμαίων Παπών κατά τής Φραγκικής επίθεσης.

Πρόκειται φυσικά γιά μιά ουτοπία. Όπως, άλλωστε, ουτοπία ήταν η διακήρυξη ελάχιστων Εβραίων τής Διασποράς τό 1897 γιά επιστροφή τού διασκορπισμένου επί 2000 χρόνια εβραϊκού λαού στή Γή τής Επαγγελίας, μέ πρωτεύουσα τήν Ιερουσαλήμ. Δέν χρειάστηκαν, όμως, πάνω από 50 χρόνια γιά νά πραγματοποιηθεί…

Ο Ρωμανίδης αναγνωρίζει ότι αυτό τό όραμα είναι ουτοπικό, αλλά σπεύδει νά προσθέσει ότι είναι λιγότερο ουτοπικό από τό σημερινό όραμα τής Ενωμένης Ευρώπης: «Εφ’ όσον ήδη προσπαθούν κάτι παρόμοιον νά κάμουν οι σημερινοί Ευρωπαίοι διατί νά μή επιδιώξουν τήν ολιγώτερον ουτοπιστικήν καί ιστορικώς πραγματικήν ενότητα τών Ρωμαίων προγόνων των;» Καί είναι περισσότερο ουτοπικό τό όραμα τής Ενωμένης Ευρώπης διότι:

«Ως είναι σήμερον η τευτονοποιηθείσα Ευρώπη ουδέποτε θά ενωθή διότι κυριαρχείται από τό ρατσιστικόν, φυλετικόν, διασπαστικόν, ευδαιμονιστικόν, καί εκμεταλλευτικόν πνεύμα τών Τευτόνων τό οποίον αναζητεί τήν καθυπόταξιν καί εκμετάλλευσιν τών λαών υπό μικρών ιδιοτελών ομάδων» (σ.275).

Όπως απέδειξε η εμπειρία τών τελευταίων 20 ετών, όπου η Ελλάδα έχει εμπλακεί σέ μιά άλυτη διπλωματική διαμάχη γιά τό όνομα γειτονικού κράτους, τά εθνικά ονόματα δέν αποτελούν αθώες επιλογές. Αντίθετα, κουβαλούν σύνθετους συμβολισμούς, περικλείουν εδαφικές διεκδικήσεις, επανακαθορίζουν τίς ιστορικές επιλογές καί τροφοδοτούν τά πολιτιστικά επιτεύγματα τού μέλλοντος. Συνεπώς, είναι εντελώς απαραίτητη η σωστή γνώση τών εθνικών ονομάτων καί τού συμβολικού βάρους πού μεταφέρουν.

Στήν εποχή τού Μνημονίου, καθώς οι λαοί τής Ευρώπης απομακρύνονται ολοένα ο ένας από τόν άλλο καί αλληλοβρίζονται εκτοξεύοντας ρατσιστικά σλόγκαν, τά λόγια τού Ρωμανίδη ακούγονται, γιά άλλη μιά φορά, προφητικά…

Ολοκληρώνοντας αυτή τή σύντομη αναφορά, μπορούμε νά συνοψίσουμε συμπεραίνοντας πώς, εκτός από κορυφαίος θεολόγος παγκοσμίως, ο π. Ιωάννης Ρωμανίδης υπήρξε καί ένας πρωτοπόρος ιστορικός. Χρησιμοποίησε διάσπαρτες μεμονωμένες πληροφορίες πού διέλαθαν τής προσοχής άλλων ερευνητών καί τίς συνέθεσε σέ μιά εντελώς καινούργια σύλληψη, η οποία άντεξε στό χρόνο καί στίς κριτικές. Αυτή η μεγαλόπνοη σύνθεση συνδυάζει τήν ιστορική έρευνα μέ τή θεολογική πρόταση καί είναι γερά θεμελιωμένη στήν παράδοση τόσο τής Εκκλησίας όσο καί τού ορθόδοξου λαού. Γι’ αυτό καί θά παραμείνει πολύτιμο κτήμα γιά τίς μελλοντικές γενεές όλης τής ανθρωπότητας.

Αναστασίος Φιλιππίδης
Bachelor of Arts, Yale University, ΗΠΑ - 

Master of Arts, Georgetown University, ΗΠΑ 
ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΗ ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ
ΤΕΥΧΟΣ: 206 ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΣ 2013 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου