Παρασκευή 25 Ιουλίου 2014

ΑΡΧΙΜΑΝΔΡΙΤΟΥ ΣΩΦΡΟΝΙΟΥ

Αγώνας Θεογνωσίας του Αρχιμανδρίτου Σωφρονίου (Σαχάρωφ)



X
Loading Image...
Αγώνας Θεογνωσίας
ΑΡΧΙΜΑΝΔΡΙΤΟΥ ΣΩΦΡΟΝΙΟΥ
ΑΓΩΝΑΣ ΘΕΟΓΝΩΣΙΑΣ
Η ΑΛΛΗΛΟΓΡΑΦΙΑ ΤΟΥ ΓΕΡΟΝΤΟΣ ΣΩΦΡΟΝΙΟΥ ΜΕ ΤΟΝ Δ. ΜΠΑΛΦΟΥΡ 
ΕΙΣΑΓΩΓΗ 
Ο Αρχιμανδρίτης Σωφρόνιος (1896-1993) είναι γνωστός στον Ορθόδοξο κόσμο από τα συγγράμματά του «Ο άγιος Σιλουανός ο Αθωνίτης», «Οψόμεθα τον Θεόν καθώς εστι», «Περί προσευχής», «Άσκησις και θεωρία», «Περί Πνεύματος και ζωής» κ.ά. Μερικά μάλιστα από αυτά, όπως «Ο άγιος Σιλουανός ο Αθωνίτης», έχουν χαρακτηρισθεί ως κλασικά ορθόδοξα έργα του εικοστού αιώνα. Για όσους γνώρισαν, έστω και εν μέρει, την πνευματική κληρονομιά του Γέροντος Σωφρονίου, κάθε λόγος γι’ αυτή μπορεί να φανεί περιττός. Τα κείμενά του αποτελούν μαρτυρία για τον πνευματικό πλούτο της εμπειρίας του ίδιου του Γέροντος, όπως και του διδασκάλου του αγίου Σιλουανού, που ανακεφαλαιώνουν την μακραίωνη παράδοση της Εκκλησίας. 
Η οδός της ζωής του Γέροντος Σωφρονίου καλύπτει σχεδόν όλον τον περασμένο αιώνα. Οι βασικοί σταθμοί της πνευματικής του αναπτύξεως συμπίπτουν, με τον ένα ή τον άλλον τρόπο, με την πορεία της ανθρωπότητος του 20ου αιώνα. Ο λόγος του, αμετάθετο πνευματικό στήριγμα για πολλές γενεές, παρέχει απαντήσεις σε πολλά ερωτήματα, που ανακύπτουν από τις αντιφάσεις, τις συγκρούσεις και τις τραγωδίες της σύγχρονης ζωής. 
Οι επιστολές του προς τον Δαβίδ Μπάλφουρ, που περιλαμβάνονται στο βιβλίο αυτό, είναι τα πρώτα πνευματικά κείμενα του Γέροντος Σωφρονίου. Τα χρόνια της ζωής του που προηγήθηκαν της αλληλογραφίας χαρακτηρίζονται από την έντονη αναζήτηση του Θεού, του Θείου Απολύτου. Ποτέ δεν έπαψε να αναζητά τον τρόπο υπερβάσεως των ορίων της πρόσκαιρης ζωής, αφού σύμφωνα με το λόγο του, «το πνεύμα του ανθρώπου δεν αποδέχεται την ιδέα του θανάτου»1. Ο ίδιος ο Γέροντας έγραψε για την κατάσταση που βίωνε την περίοδο εκείνη: «Όλο μου το είναι συγκεντρωνόταν στην αναζήτηση διεξόδου από τα στενά πλαίσια του χρόνου και του χώρου»2 στη γνώση του Αιωνίου και του Απολύτου. Ήδη, όταν βρισκόταν ακόμη στο Παρίσι, είχε εγγραφεί στο Θεολογικό Ινστιτούτο του Αγίου Σεργίου, προκειμένου να κατανοήσει βαθύτερα τη χριστιανική διδασκαλία. Ωστόσο οι σπουδές στο Ινστιτούτο, κοντά σε διακεκριμένους σύγχρονους εκπροσώπους της ρωσικής θεολογίας, δεν μπόρεσαν να ικανοποιήσουν τη δίψα του για θεογνωσία. Για το λόγο αυτόν το 1925 αναχώρησε για τον Άθω, όπου έγινε δεκτός στην αδελφότητα της Ι. Μονής του Αγίου Παντελεήμονος. Η έντονη εσωτερική αναζήτηση κατά τους χρόνους που προηγήθηκαν είχε προετοιμάσει το έδαφος για την πρόσληψη του μέγιστου πνευματικού φαινομένου της εποχής μας, του αγίου Σιλουανού (1866-1938). Ο Γέροντας Σωφρόνιος μπόρεσε να κατανοήσει και να εκτιμήσει, όσο κανένας άλλος, την αξία της θεόσδοτης αποκαλύψεως, που αξιώθηκε να λάβει ο Γέροντας Σιλουανός: «Κράτα το νου σου στον άδη και μην απελπίζεσαι»3. Όπως γράφει ο Γέροντας Σωφρόνιος, αυτό αποτέλεσε αληθινά ιστορικό γεγονός, που επηρέασε ολόκληρη την εποχή μας: «Η αρχή της νίκης, η έξοδος προς την παγκόσμια αγάπη»4. Μολονότι ο άγιος Σιλουανός ήταν άνθρωπος ολιγογράμματος, κατάφερε να επιλύσει τα βαθύτερα προβλήματα της ζωής, στα οποία ακόμη και η θεολογική διανόηση στο Παρίσι αδυνατούσε να απαντήσει. Τώρα ο Γέροντας Σιλουανός είναι ευρύτατα γνωστός, δοξάζεται από τη αγία Ορθόδοξη Εκκλησία, και τιμάται σε όλον τον κόσμο. Το 1987 συγκαταλέχθηκε στη χορεία των αγίων. ...

Τετάρτη 23 Ιουλίου 2014

Απόρριψη της απόγνωσης

  


Απόρριψη τηςαπογνώσεως
Οσίου Πέτρου του Δαμασκηνού
Δεν πρέπει όμως ν’ απελπιζόμαστε, όταν δεν είμαστε όπως πρέπει να είμαστε. Κακό είναι βέβαια, άνθρωπε, που αμάρτησες. Γιατί όμως αδικείς το Θεό και από άγνοιά σου τον νομίζεις αδύνατο; Μήπως δεν μπορεί να σώσει την ψυχή σου Εκείνος που έκανε για σένα αυτόν τον τόσο μεγάλο κόσμο που βλέπεις; Κι αν πεις ότι “ αυτό μάλλον καταδίκη μου είναι, όπως και η συγκατάβασή Του”, μετανόησε και δέχεται τη μετάνοιά σου, όπως του ασώτου και της πόρνης.
Αν ούτε αυτό δεν μπορείς να κάνεις, αλλά από συνήθεια αμαρτάνεις σ’ εκείνα που δεν θέλεις, έχε ταπείνωση σαν τον τελώνη και αυτό είναι αρκετό για τη σωτηρία σου. Γιατί εκείνος που αμαρτάνει χωρίς να μετανοεί, αλλά δεν απελπίζεται, εξ ανάγκης βάζει τον εαυτό του κάτω απ’ όλη την κτίση και δεν τολμά να κατακρίνει ή να κατηγορήσει κανένα άνθρωπο. Θαυμάζει μάλλον τη φιλανθρωπία του Θεού και νιώθει ευγνωμοσύνη προς τον Ευεργέτη και αλλά πολλά καλά μπορεί να έχει. Και μ’ όλο που είναι υποχείριος του διαβόλου προς την αμαρτία, ωστόσο πάλι από το φόβο του Θεού παρακούει τον εχθρό που τον σπρώχνει στην απόγνωση, και γι’ αυτό είναι κάπως με το Θεό, αν έχει ευγνωμοσύνη, ευχαριστία, υπομονή, φόβο Θεού, και αν δεν κρίνει κανένα για να μην κριθεί, τα οποία είναι πάρα πολύ αναγκαία.
Όπως λέει ο Χρυσόστομος για τη γέενα, αυτή σχεδόν μας ευεργετεί περισσότερο από τη βασιλεία των ουρανών· γιατί εξαιτίας της πολλοί μπαίνουν στη βασιλεία, ενώ λόγω της βασιλείας λίγοι, με τη φιλανθρωπία βέβαια του Θεού. Αυτό γιατί η πρώτη μας διώχνει με το φόβο, ενώ η άλλη μας αγκαλιάζει, και σωζόμαστε και με τα δύο, με τη χάρη του Χριστού.
Όπως εκείνοι που πολεμούνται από πολλά πάθη, ψυχικά και σωματικά, στεφανώνονται αν κάνουν υπομονή και δεν παραδίνουν το αυτεξούσιό τους από αμέλεια, ούτε απελπίζονται, έτσι και εκείνος που πέτυχε την απάθεια με ασφάλεια και ανακούφιση, ξεπέφτει γρήγορα αν δεν ομολογεί τις ευεργεσίες πάντοτε με το να μην κατακρίνει κανένα.
Αν τολμήσει τέτοιο πράγμα, είναι σαν να δείχνει ότι με τη δική του δύναμη απέκτησε τον πλούτο της απάθειας, μας λέει ο άγιος Μάξιμος. Και όπως διατρέχει μεγάλο κίνδυνο όποιος είναι ακόμη εμπαθής και άμοιρος από το φωτισμό της γνώσεως, αν είναι πνευματικός οδηγός άλλων, λέει ο Δαμασκηνός, έτσι και εκείνος που έλαβε από το Θεό απάθεια και πνευματική γνώση, αν δεν ωφελήσει και άλλες ψυχές.
Τίποτε άλλο δεν συμφέρει στον ασθενή όσο η φυγή στην ησυχία, ούτε στον εμπαθή και στερημένο από γνώση όσο η υποταγή. Δεν υπάρχει άλλο καλύτερο από το να γνωρίζει κανείς την αδυναμία και άγνοιά του, ούτε χειρότερο από το να τα αγνοεί. Δεν υπάρχει άλλο πάθος πιο μισητό από την υπερηφάνεια, ούτε πιο γελοίο από τη φιλαργυρία, η οποία είναι ρίζα όλων των κακών(Α΄ Τιμ. 6,10)· και είναι γελοίο, γιατί άνθρωποι που με πολύ κόπο απέκτησαν χρήματα φτιαγμένα από το μέταλλο της γης, τα ξανακρύβουν πάλι στη γη άπρακτα.
Γι’ αυτό λέει ο Κύριος: «Μη μαζεύετε πλούτη στη γη κλπ.», και: «Όπου είναι τα πλούτη σας, εκεί θα είναι και η καρδιά σας». Γιατί σ’ εκείνα που πολυκαιρίζει ο νους του ανθρώπου, σ’ αυτά και σύρεται με πόθο από τη συνήθεια, είτε στα γήινα πράγματα, είτε στα πάθη, είτε στα ουράνια και αιώνια αγαθά.
Η συνήθεια όταν πολυκαιρίσει, αποκτά δύναμη φύσεως, λέει ο Μέγας Βασίλειος. Κι όταν είναι κανείς ασθενής, τότε οφείλει να προσέχει περισσότερο στη μαρτυρία της συνειδήσεως, για να ελευθερώσει την ψυχή του από κάθε καταδίκη, μήπως φτάσει το τέλος της ζωής και μέλλει να μετανοεί ανώφελα και να θρηνεί αιώνια. Εκείνος λοιπόν που δεν μπορεί να υποστεί για το Χριστό αισθητό θάνατο όπως Εκείνος, πρέπει να υπομένει τουλάχιστον τον κατά προαίρεση θάνατο νοητώς.
Και θα είναι μάρτυρας κατά τη συνείδηση, με το να μην υποταχθεί στους δαίμονες και στα θελήματα που τον πολεμούν, αλλά να τους νικά, όπως οι άγιοι Μάρτυρες και οι όσιοι Πατέρες· γιατί οι πρώτοι μαρτύρησαν αισθητά, ενώ οι άλλοι νοητά. Λίγο λοιπόν αν βιάσει κανείς τον εαυτό του, νίκησε τον εχθρό· ή λίγο αν αμελήσει και σκοτισθεί, χάθηκε.

Η ευχή του Ιησού

  

Η ευχή του Ιησού - π. Σωφρονίου

Η ευχή του Ιησού
Αρχιμανδρίτου Σωφρονίου
Η ευχή του Ιησού είναι η κατ΄ εξοχήν άσκηση του νου και της καρδιάς, το μέσο αγιασμού όλων των πιστών. Περιέχει ομολογία πίστεως στον Θεό και εξομολόγηση της πτώσεως του ανθρώπου, γι΄ αυτό και έχει πληρότητα.
Το όνομα Ιησούς δόθηκε με αποκάλυψη άνωθεν, είναι αναπόσπαστο από το πρόσωπο του Χριστού και η Θεοπρεπής επίκλησή του ζωοποιεί τη χαρισματική παρουσία του. Τοποθετεί τον άνθρωπο στην οδό του Κυρίου και τον απεργάζεται αχειροποίητο ναό της θεότητος.
Κατά την Κ. Διαθήκη η κλήση των πιστών συνίσταται στο να βαστάσουν το Όνομα του Ιησού Χριστού, το διαφορώτατον και υπέρ παν όνομα.
Η επίκληση αυτού του ονόματος ενοποιεί τον όλο άνθρωπο: νου, καρδιά και σώμα. Τούτο κατορθώνεται με την κατάβαση του νου στην καρδιά, αφού πρώτα σταυρωθεί από τα ευαγγελικά προστάγματα.
Η ευχή του Ιησού είναι άκρως δημιουργική:
α) Κρατά το πνεύμα του ανθρώπου σε επαφή με το Πνεύμα του Κυρίου. Ελευθερώνει τον πιστό από το σαρκικό φρόνημα και τον κατεργάζεται στόχο της επισκοπής του Κυρίου.
β) Επικεντρώνει την προσοχή αποκλειστικά στη σκέψη του Θεού και παρέχει τη διάκριση των νοημάτων του Θεού από τα επινοήματα του σατανά.
γ) Με την ευχή αυτή ο ασκητής αρπάζει εκείνα τα νοήματα, που διευρύνουν την καρδιά και συντελούν στον αγιασμό.
δ) Η νήψη πραγματοποιείται φυσιολογικά, γιατί Εκείνος που βασιλεύει στην καρδιά είναι μείζων αυτού που είναι στον κόσμο.
ε) Περιορίζει τις αμαρτίες στο ελάχιστον και προετοιμάζει για θάνατο εν Κυρίω.
Η ριζική διαφορά του Χριστιανισμού από τις δοξασίες της Ανατολής έγκειται στο ότι η ευχή του Ιησού είναι θεμελιωμένη στην Αποκάλυψη του Ζώντος και Προσωπικού Θεού της Αγίας Τριάδος και η εμπειρία της διαφέρει και απέχει από εκείνη των ανατολικών θρησκειών, όσο απέχει το Πνεύμα του Θεού από τη σάρκα ή το άκτιστο από το κτιστό.

Η ατέλεστος τελειότης


Η ατέλεστος τελειότης




Πολλές φορές χρησιμοποιείτε η λέξη «απάθεια» μέσα στα πατερικά κείμενα και συνήθως παρερμηνεύεται. Έτσι λοιπόν λέμε ότι ο Θεός είναι απαθής και ότι η τελείωση του ανθρώπου είναι να φτάσει στην απάθεια. Τι εννοούμε όμως με αυτόν τον χαρακτηρισμό;
Η λέξη «απάθεια» έχει φτάσει στις μέρες μας να σημαίνει αδιαφορία, αδυναμία συγκίνησης. Όμως το πρωτογενές της νόημα είναι τελείως αντίθετο: σημαίνει απλά ότι δεν υπάρχει τίποτα που να έχει επίπτωση στον Θεό ή σε κάποιον πολύ προχωρημένο πνευματικά. Όταν λοιπόν λέμε ότι ο Θεός είναι απαθής, δεν εννοούμε ότι  είναι αναίσθητος, αλλά ότι ο Θεός δεν προσλαμβάνει ποτέ παθητική στάση, ότι τίποτα δεν μπορεί να τον φέρει μέσα στην χώρα της εμπάθειας, διότι σ’ Εκείνον καθετί είναι απώτατα εναργές. Ο Θεός είναι ζωή θριαμβεύουσα, ζωή νικηφόρα, είναι η πλησμονή της ζωής, είναι εκείνο το μέτρο της ζωής που αποκαλούμε αγάπη, τόσο πλήρες και ολοκληρωμένο που δεν φοβάται ακόμα και την έσχατη κένωση του εαυτού Του, που η Ενσάρκωση συνεπάγεται.
Μπορούμε να δούμε τον Θεό μας μέσα στην ιστορία να γίνεται ευάλωτος και ανυπεράσπιστος όπως η αγάπη, προφανώς καταβεβλημένος και όμως νικηφόρος όπως η αγάπη, η οποία πεθαίνει προκειμένου να ζήσει αιώνια.
Ο Θεός αγάπη εστί και λόγο αυτής της αλήθειας είναι αδύνατον να μην είναι απαθής, γι’ αυτό τον λόγο και το τελευταίο στάδιο τελειώσεως του ανθρώπου είναι η απάθεια, η κατάσταση αυτή κατά την οποία ο άνθρωπος αφθαρτοποιεί την σάρκα του, και εξυψώνει τον νου του επάνω από την ορατή κτίση και υποτάσσει όλες του τις αισθήσεις.
Αυτή λοιπόν η απάθεια, «η τελεία των τελείων ατέλεστος τελειότης», τόσο πολύ αγιάζει τον νου και τον αρπάζει από τα υλικά , ώστε το περισσότερο μέρος της επιγείου ζωής του το ζει σαν να ευρίσκεται στον ουρανό και ανυψώνεται εκστατικός σε ουράνιες θεωρίες.
Υπάρχει λοιπόν ο απαθής άνθρωπος, αλλά υπάρχει και ο απαθέστερος από τον απαθή. Ο πρώτος αποστρέφεται με υπερβολικό μίσος το κακό, ενώ ο δεύτερος είναι άπληστος στον πλούτο των αρετών.
Ο απαθής «ζη μεν ουκέτι αυτός, ζη δε εν αυτώ Χριστός».
Άγιος Ιωάννης ο Σιναϊτης, Κλίμαξ
 

Ἰβηριτικὸν Ἱερὸν Κελλίον Ἁγίας Ἄννης, Καρυές, Ἅγιον ὌροςἹερομόναχος Ἀντίπας Ἁγιορείτης - Βιογραφικὸ σημείωμα

 

ΑΝΤΙΠΑΣ ἱερομόναχος (1955). Γεννήθηκε στὴν Λουτροπηγή (Σμόκοβο Ἀγράφων) τῆς Καρδίτσας, μὲ ἐκ πατρὸς καταγωγὴ ἀπὸ τὰ Χανιὰ Κρήτης (κατὰ κόσμον Ἐμμανουὴλ Σκανδαλάκης). Ἀπόφοιτος τῆς Ῥιζαρείου Ἐκκλησιαστικῆς Σχολῆς, ὅπου καὶ διδάχθηκε ἀρχικῶς τὴν μουσικὴ ἀπὸ τὸν Δημήτριο Παναγιωτόπουλο-Κοῦρο. Τὶς μουσικές του σπουδὲς συμπλήρωσε μὲ διδασκάλους τὸν Θεόδωρο Χατζηθεοδώρου καὶ τὸν Ἀβραὰμ Εὐθυμιάδη.Μοναχὸς στὴν Ἱερὰ Μονὴ Προυσοῦ Εὐρυτανίας (1974-1980) καὶ στὴν συνέχεια στὴν Ἱερὰ Μονὴ Δοχειαρίου Ἁγίου Ὄρους (1980-1997). Χειροτονήθηκε Διάκονος, Πρεσβύτερος καὶ χειροθετήθηκε Ἀρχιμανδρίτης ὑπὸ τοῦ Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Κίτρους καὶ Κατερίνης κ. Ἀγαθονίκου.
Σήμερα ἐγκαταβιώνει* στὸ Ἰβηριτικὸ Ἱερὸν Κελλίον τῆς Ἁγίας Ἄννης στὶς Καρυές.
Μέσα στὸ πνευματικὸ κλίμα καὶ στὴν πολιτισμικὴ παράδοση τοῦ Ἁγίου Ὄρους, ἀφοσιώθηκε ὁλοκληρωτικῶς στὴν ψαλτικὴ τέχνη. Διδάχθηκε ἐπιπλέον τὴν μουσικὴ ἀπὸ τοὺς παλαιοὺς σπουδαίους ψάλτες τοῦ Ὄρους: τὸν ἱεροδιάκονο π. Διονύσιο Φιρφιρῆ (μὲ τὸν ὁποῖο καὶ συνέψαλλε συχνά), τὸν ἱερομόναχο π. Γαβριὴλ Μακκαβό, καὶ τὸν π. Ἰωάννη τοῦ Κελλίου τοῦ Ῥαβδούχου.
Πρῶτος ψάλτης στὴν Μονὴ Δοχειαρίου καὶ μὲ πυκνὴ συμμετοχὴ (σήμερα ἀδιάλειπτη) στὶς Ἀγρυπνίες καὶ στὶς Πανηγύρεις τῶν Κελλιῶν καὶ τῶν Μοναστηριῶν.
Πρέπει νὰ θεωρηθεῖ ὡς ὁ σπουδαιότερος τῆς νεώτερης γενιᾶς τῶν Ἁγιορειτῶν πατέρων, μὲ πλούσιο φυσικὸ τάλαντο, γνώστης τοῦ παραδοσιακοῦ ψαλτικοῦ τρόπου, μὲ ὕφος ἐπίσης στιβαρὸ καὶ ἀρχαιοπρεπές, μελισματικό, ἔντεχνο καὶ ἠδύ.
(Ἐκ τῆς ἐκδόσεως: Μανόλης Κ. Χατζηγιακουμῆς (2001), Μνημεῖα Ἐκκλησιαστικῆς Μουσικῆς, Σῶμα Πρῶτο, Ὀκτάηχα Μέλη, σ.33, Κέντρον Ἐρευνῶν καὶ Ἐκδόσεων, Ἀθήνα).
* Πέραν τῶν ἐν τῷ Ἁγίῳ Ὄρει καθηκόντων του, εἶναι πνευματικὸς ἐξομολόγος πολλῶν λαϊκῶν, ἀτόμων καὶ οἰκογενειῶν, καθὼς καὶ μοναστικῶν ἀδελφοτήτων τῆς Ἑλλάδος καὶ τοῦ ἐξωτερικοῦ, οἱ ὁποῖοι γεύονται τὰ πνευματικὰ νάματα ποὺ προσφέρει ἀφειδῶς μὲ τὶς πατρικὲς νουθεσίες του.

Ἰβηριτικὸν Ἱερὸν Κελλίον Ἁγίας Ἄννης, Καρυές, Ἅγιον Ὄρος

 

Γενικὰ Στοιχεῖα (γεωγραφικά, ἱστορικά)


Τὸ Ἱερὸν Ἰβηριτικὸν Κελλίον τῆς Ἁγίας Ἄννης κτίστηκε νοτιοδυτικῶς τῶν Καρυῶν τοῦ Ἁγίου Ὄρους τὸ 1640 περίπου ἀπὸ κάποιον Μοναχὸ Δανιήλ.Τὸ 1790 ἐπεκτάθηκε, ἐνῶ κτίσθηκε καὶ μεγαλύτερος ναός, ἀλλὰ ἀργότερα φαίνεται ὅτι ἐρημώθηκε γιὰ μικρὸ διάστημα.
Τὸ 1870 ἐγκαταστάθηκε σὲ αὐτὸ ὁ Μοναχὸς Πολύκαρπος, ὁ ὁποῖος μὲ τοὺς δύο κατὰ σάρκα ἀδελφούς του Ἱερομόναχο Λάζαρο καὶ Ἀνδρέα, τὸ ἐμπλούτισαν μὲ βιβλία, ἄμφια καὶ εἰκόνες.
Ἀργότερα, χρέη γέροντα τοῦ Κελλίου ἀνέλαβε ὁ ἐκ Πατρῶν Μοναχὸς Θεοδόσιος (Μαζαράκης), μὲ ὑποτακτικοὺς τοὺς Μοναχοὺς Γεώργιο καὶ Θεοδόσιο ἱεροδιάκονο, ποὺ προσῆλθαν στὸ Ὄρος στὴν δεκαετία 1930, καὶ ἐν συνεχείᾳ, αὐτὸς ὁ Μοναχὸς Γεώργιος (Ζήτως), ἕως τὴν κοίμησή του, στὰ 1996.
Στὸ ναὸ τοῦ Κελλίου ποὺ τιμᾶται στὴν Σύλληψιν τῆς Ἁγίας Ἄννης (9 Δεκεμβρίου), ὑπάρχει ἡ θαυματουργὸς εἰκόνα τοῦ Ἁγίου Μηνᾶ, ποὺ τιμᾶται ἰδιαιτέρως στὸ Κελλίον.
Σήμερα στὸ Κελλίον ἐγκαταβιοῦν ἕξι Μοναχοί, μὲ γέροντα τὸν ἱερομόναχο Ἀντίπα καὶ γίνεται μεγάλη προσπάθεια γιὰ τὴν διατήρηση, διάσωση καὶ ἀνακαίνιση αὐτοῦ.

Νεκτάριος ἐλάχιστος® ἐποίει. ©2004.

Ἡ Μικρὴ Ἁγία Ἄννα, ἡ γνωστότερη ὡς Μικραγιάννα

Μικρὴ Ἁγία Ἄννα, ἡ γνωστότερη ὡς Μικραγιάννα, ἀποτελεῖ ἐξάρτημα τῆς Μεγάλης Σκήτης τῆς Ἁγίας Ἄννας. Εὑρίσκεται μεταξὺ Ἁγίας Ἄννας καὶ Κατουνακίων σὲ βραχώδη κατωφέρεια καὶ μὲ λίγη πράσινη ἐπιφάνεια λόγῳ τοῦ πετρώδους ἐδάφους.

Ἀποτελεῖται ἀπὸ δέκα «Καλύβες», κατὰ τὴν Ἁγιορείτικη ὁρολογία, ἀπὸ τὶς ὁποῖες οἱ δύο δὲν ἔχουν Ναό.

Ἡ ζωὴ στὴ Μικραγιάννα, σύμφωνα μὲ τὶς γραπτὲς μαρτυρίες καὶ τὴν παράδοση, ἀρχίζει τὸν δέκατο ἕκτο αἰῶνα μὲ τὴν ἐγκατάσταση τῶν πρώτων γνωστῶν κατοίκων της καὶ ἀσκητῶν, τῶν Ὁσίων Διονυσίου τοῦ Ρήτορος καὶ Μητροφάνους.

Οἱ δύο αὐτοὶ Ὅσιοι, προερχόμενοι ἀπὸ μετόχι τῆς σπουδαίας Μονῆς τοῦ Στουδίου τῆς Κωνσταντινούπολης καὶ ζητώντας τόπο ἥσυχο καὶ ἀπόμακρο, ἔφθασαν καὶ στὴ Μικραγιάννα, ἀφοῦ πρῶτα πέρασαν ἀπὸ τὶς Καρυὲς καὶ τὴν Ἁγία Ἄννα, ποὺ τότε λεγόταν Σκήτη τῆς Λαύρας.

Μορφωμένος ὁ Ἅγιος Διονύσιος, τιμημένος ἀπὸ τὴ Μεγάλη Ἐκκλησία μὲ τὸ ὀφφίκιο τοῦ Ρήτορος, καὶ πνευματικὸς ἄνθρωπος κατὰ τὴ ζωή του, ἔγινε μαγνήτης καὶ τράβηξε κοντά του πολλοὺς ἀνθρώπους, τοὺς ὁποίους βοήθησε, στήριξε καὶ ἐνεθάρρυνε, καὶ ἐπιπλέον θαυματούργησε σὲ πολλούς, ὥστε ἡ κοίμησή του νὰ καταγραφῇ ὡς κάτι τὸ ἰδιαίτερο σὲ κώδικες τῆς Μονῆς Διονυσίου καὶ Δοχειαρίου.

Ἦταν ἄριστος καλλιγράφος καὶ συγγραφέας, καὶ βιβλία του βρίσκονται τόσο στὴ Μεγίστη Λαύρα ὅσο καὶ σὲ ἄλλες Μονὲς καὶ στὴ Σκήτη Ἁγίας Ἄννας.

Ἔχοντας τὸν Ἅγιο Διονύσιο Γέροντα, ὁ Ἅγιος Μητροφάνης διέπρεψε ὡς ὑποτακτικός, καὶ στὴ συνέχεια ὡς πνευματικὸς στὰ χωριὰ τῆς Χαλκιδικῆς ἐξομολογώντας καὶ στηρίζοντας τὸν κόσμο στὴν τότε τουρκοκρατούμενη χώρα. Αὐτὸς γνωστοποίησε καὶ μιὰ περίφημη ὀπτασία περὶ κολάσεως καὶ Παραδείσου κάποιου Δημητρίου ἀπὸ τὴ Στρατονίκη.

Ἡ μνήμη τῶν δύο αὐτῶν Ὁσίων Πατέρων τιμᾶται στὶς ἐννέα Ἰουλίου μὲ πανήγυρη στὸν σπηλαιώδη Ναό τους, ὅπου καὶ παλαιότερα ὑπῆρχε Ναὸς μαζὶ μὲ τὸ κελάκι τους. Ἀπόδειξη τοῦ περάσματός τους εἶναι ὁ σωζόμενος νιπτήρας τοῦ ναΐσκου τους καὶ τὸ ἐπίχρισμα ἀπὸ κορασάνι πάνω στὸν βράχο καὶ μέσα στὸ σπήλαιο.

Στὸ πέρασμα τῶν αἰώνων ἀρκετὲς ἄλλες μορφὲς ἄφησαν τὸ στίγμα τους, ποὺ τὸ γνωρίζουμε ἀπὸ χειρόγραφες διηγήσεις, ἔγγραφα καὶ κείμενα.

Κυρίως ὅμως γνωστοὶ  ἔμειναν οἱ περίφημοι Πνευματικοὶ παπα-Γρηγόρης, παπα-Σάββας, παπα-Κοσμᾶς, προηγούμενος Δανιὴλ καὶ ἄλλοι, γιὰ τοὺς ὁποίους τόσα καὶ τόσα διηγοῦνταν οἱ παλαιότεροι. Τί νὰ ποῦμε ἐπίσης γιὰ τὸν Γέροντα Γαβριὴλ ποὺ εἶχε τὸ χάρισμα τῶν δακρύων;

Ἀλλὰ καὶ στὸν εἰκοστὸ αἰῶνα, στὶς μέρες μας, μορφὲς ἅγιες καὶ ὁσιακὲς στόλισαν καὶ αὐτὸ τὸ παρτέρι τοῦ περιβολιοῦ τῆς Παναγίας μας, σὰν τὸν Γέροντα Ἀβιμέλεχ, πνευματικὸ παποῦ μας, φίλο τοῦ Ἁγίου Νεκταρίου καὶ τῶν  ἐξαδέλφων Ἀλεξάνδρων (Παπαδιαμάντη καὶ Μωραϊτίδη), ψάλτη τοῦ παπα-Πλανᾶ καὶ ἄλλων ἁπλοϊκῶν καὶ ἁγίων παπάδων τῆς ἐποχῆς ἐκείνης. Ἁπλός, ἀνεπιτήδευτος, ἀνυπόκριτος, ἀκατάκριτος ὁ Γέροντας Ἀβιμέλεχ, ἄφησε στὸ πέρασμά του, τόσο στὸ Ἅγιον Ὄρος ὅσο καὶ στὸν κόσμο, τὴ φήμη ἁγίου Μοναχοῦ. Κοιμήθηκε σὲ βαθειὰ γηρατειὰ ἑκατὸν πέντε ἐτῶν.





Τί νὰ ποῦμε ὅμως καὶ γιὰ τὸν Γέροντά μας, τὸν Μοναχὸ Γεράσιμο τὸν Μικραγιαννανίτη, τὸ ἀηδόνι τῆς Ἐκκλησίας, τὸν χαρισματοῦχο Ὑμνογράφο, τὸν αὐστηρὸ καλόγηρο, τὸν στῦλο τῆς ὑπομονῆς, τὸ πρότυπο τῆς ὑπακοῆς;

Ἀπὸ μικρὸς ἀφιερώθηκε στὸν Θεὸ ἀφήνοντας τὴν Ἀθήνα καὶ τὰ καλά της γιὰ τὴν Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν. Ἀκολούθησε ἄγνωστο καλόγερο καὶ ἔφθασε στὰ βράχια τῆς Μικραγιάννας ἔχοντας ἐμπιστοσύνη στὴν πρόνοια τοῦ Θεοῦ καὶ στὴν ἀγάπη τῆς Παναγίας μας. Ἀσκήθηκε σκληρὰ στὴ δύσκολη Μικραγιάννα, καὶ παρ’ ὅλο ποὺ ἐγκαταλείφθηκε ἀπὸ τὸν Γέροντά του, ἐν τούτοις ἔκανε τὰ ἀδύνατα δυνατὰ καὶ παρέμεινε «μόνος μόνῳ τῷ Θεῷ τὴν ἐλπίδα ἀναθέμενος». Ἡ πίστη τοῦ ἀνεπτέρωσε τὴν ἐλπίδα, τοῦ φούντωσε τὴν ἀγάπη του γιὰ τὴν ἀσκητικὴ ζωὴ καὶ παρέμεινε στῦλος ἀκλόνητος ὑμνώντας τὸν Θεό, τὴν Παναγία μας καὶ τοὺς Ἁγίους «ὅλῃ ψυχῇ καὶ διανοίᾳ». Καὶ «τὸ Πανάγιον Πνεῦμα τὸ φωτίσαν τοὺς ἀγραμμάτους μαθητὰς» φώτισε τὸν πατέρα Γεράσιμο καὶ ἔγραψε ὕμνους, ἀναρίθμητους ὕμνους, καὶ πλούτισε τὴν Ἐκκλησία τοῦ Θεοῦ μὲ τεράστιο ὑμνογραφικὸ ἔργο ποὺ τιμήθηκε ἀπὸ σύμπασα τὴν Ὀρθοδοξία.

Δὲν δελεάστηκε στὴ διάρκεια τῆς ζωῆς του ἀπὸ κοσμικὲς σειρῆνες, ποὺ τοῦ ὑπόσχονταν πολλά, ἀλλὰ τὰ παρέβλεψε ὅλα, μόνο καὶ μόνο γιὰ νὰ ἐκπληρώσῃ τὸν πόθο του καὶ τὸν σκοπό, γιὰ τὸν ὁποῖο ἄφησε τὸν κόσμο.

Ἔτσι εὐλογημένος ἀπὸ τὸν Θεό, καὶ ἔχοντας κοντά του περισσότερους ἀνθρώπους ἀπ’ ὅσους τὸν ἐγκατέλειψαν, ἔφυγε ἀπὸ αὐτὸν τὸν κόσμο πλήρης ἡμερῶν ἀφήνοντας πίσω του τὴν εὐλογία του.

Ἀλλὰ καὶ οἱ ἀείμνηστοι Γέροντές μας Ἱερομόναχοι Διονύσιος καὶ Μητροφάνης πέρασαν τὴν ἐδῶ ζωή τους μὲ ἄσκηση καὶ ταλαιπωρία, πάντα ὅμως ἐργαζόμενοι τὸ καλὸ καὶ βοηθώντας τοὺς πονεμένους καὶ ἀπελπισμένους ἀνθρώπους κάτω ἀπὸ τὸ πετραχήλι τους.

Ἀφιερωμένοι ἀπὸ παιδικῆς ἡλικίας καὶ περνώντας δύσκολη ζωὴ ἀξιώθηκαν πολλῶν χαρίτων καὶ δωρεῶν. Ἰδιαιτέρως ὁ πατὴρ Διονύσιος ἀναδείχθηκε ἕνας ἐκ τῶν καλυτέρων Πνευματικῶν-ἐξομολόγων τῆς ἐποχῆς του. Ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ, ἐπιβραβεύοντας τὴ ζωή του, τοῦ χάρισε ἀγάπη, ὑπομονὴ καὶ διορατικότητα καὶ ἀνέπαυε πλήθη ἀνθρώπων, μικρῶν καὶ μεγάλων στὴν ἡλικία καὶ τὸ ἀξίωμα, πλουσίων καὶ φτωχῶν, ἀνδρῶν καὶ γυναικῶν.

Πολλοὶ τὸν θυμοῦνται καὶ τὸν εὐγνωμονοῦν γιὰ τὴ στήριξη, τὴν ἐλπίδα καὶ τὴν ἀγάπη ποὺ τοὺς ἔδωσε.

Δυστυχῶς ὅμως γιὰ μᾶς ποὺ μείναμε πίσω, ὁ Θεὸς τοὺς πῆρε σὲ διάστημα ἑπτὰ μηνῶν τὸν ἕνα ἀπὸ τὸν ἄλλο, ἀφήνοντας ἐμᾶς ὀρφανούς.

Ἀπόδειξη τῆς εὐλογίας τοῦ Θεοῦ ἦταν καὶ ἡ ἀνάδειξη τοῦ π. Νικηφόρου, ἀδελφοῦ τῆς συνοδείας μας, σὲ Μητροπολίτη Κεντρώας Ἀφρικῆς. Ὁ π. Νικηφόρος, πρώην Σχολάρχης τῆς Ἀθωνιάδος Σχολῆς καὶ Διευθυντὴς τοῦ Ἐκκλησιαστικοῦ Λυκείου Ἀργυροκάστρου, φλεγόμενος ἀπὸ ἔνθεο ζῆλο, ὑπηρέτησε ὡς καθηγητὴς τόσο στὴν Ἀλβανία, ὅσο καὶ στὸ Κογκό, βοηθώντας ἔτσι στὸ ἔργο τῆς Ἱεραποστολῆς. Ἤδη εὑρισκόμενος ἐκεῖ ἀγωνίζεται πάνω ἀπὸ τὶς δυνάμεις του γιὰ τὴ διάδοση τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ, τὴ στερέωση τῶν νεοφωτίστων Χριστιανῶν καὶ τὴν ἀνάδειξή τους σὲ σωστὰ μέλη τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, στηριζόμενος στὶς εὐχὲς τῶν προαπελθόντων Γερόντων, τοὺς ὁποίους ὁλοψύχως ἀγάπησε.

Ἔτσι δὲν ἔπαψαν νὰ ὑπάρχουν εὐλογημένες μορφὲς στὴ Σκήτη τῆς Μικραγιάννας, καὶ ἐλπίζουμε ὅτι καὶ ἄλλες θὰ ἀναδειχθοῦν, ὥστε ἡ ζωὴ ἐδῶ νὰ συνεχίζεται ἀδιάκοπη, καὶ ἀκατάπαυστη δοξολογία νὰ ἀναπέμπεται ἀπὸ τὸ στόμα τῶν Πατέρων πρὸς τὸν Ἅγιο Θεό, τὴν Παναγία Του Μητέρα καὶ τοὺς Ἁγίους ποὺ τὸν τίμησαν, Διονύσιο καὶ Μητροφάνη.