Κυριακή 16 Φεβρουαρίου 2014

Ἡ εἰ­κο­νο­γρά­φη­ση τῆς Πα­λαι­ᾶς Δι­α­θή­κης στή βυ­ζα­ντι­νή τέχνη*

Ἡ εἰ­κο­νο­γρά­φη­ση τῆς Πα­λαι­ᾶς Δι­α­θή­κης στή βυ­ζα­ντι­νή τέχνη*  

 

       Κα­τά τά τέ­λη τοῦ 4ου αἰ., ἕ­νας ἀ­νώ­τε­ρος βυ­ζα­ντι­νός ἀ­ξι­ω­μα­τοῦ­χος, ὁ ἔ­παρ­χος Ὀ­λυ­μπι­ό­δω­ρος, ἔ­γρα­ψε στόν ὅ­σι­ο Νεῖ­λο τόν Ἀ­σκη­τή ( πε­ρ. 430), μα­θη­τή τοῦ ἁ­γί­ου Ἰ­ω­άν­νου τοῦ Χρυ­σο­στό­μου, καί τοῦ ζη­τοῦ­σε τή γνώ­μη του, ἄν τα­ί­ρι­α­ζε νά εἰ­κο­νο­γρα­φή­σει κυ­νη­γε­τι­κές καί ἀ­λι­ευ­τι­κές σκη­νές «πρός ἡ­δο­νήν ὀ­φθαλ­μῶ­ν» στό ναό πού μό­λις εἶ­χε κτί­σει. Ὁ ὅ­σι­ος τοῦ ἀ­πά­ντη­σε πώς αὐ­τό τό σχέ­δι­ο ἦ­ταν «νη­πι­ῶ­δες καί βρε­φο­πρε­πέ­ς» καί τόν συμ­βο­ύ­λευ­σε νά ζω­γρα­φί­σει τόν σταυ­ρό, στήν ἀ­ψί­δα τοῦ ἱ­ε­ροῦ, καί σκη­νές ἀ­πό τήν Πα­λαιά καί τήν Και­νή Δι­α­θή­κη, στίς δύ­ο πλευ­ρές τοῦ κλί­τους. Μέ τόν τρό­πο αὐ­τό, τοῦ ἔ­γρα­ψε «αὐτοί πού δέν γνωρίζουν γράμματα ἀλλ᾿ οὔτε μποροῦν νά διαβάζουν τίς θεῖες Γραφές, μέ τήν θεωρία τῆς ζωγραφιᾶς ὄχι μόνο ἐνθυμοῦνται ὅσες ἀνδραγαθίες ἔκαναν οἱ ἀληθινοί δούλοι τοῦ Θεοῦ ἀλλά συγχρόνως διεγείρονται νά ἀγωνισθοῦν νά ἀποκτήσουν κι αὐτοί ὅλα ἐκεῖνα τά θαυμαστά καί αἰώνια ἀγαθά, γιά τά ὁποῖα οἱ ἅγιοι ἀντάλλαξαν τόν οὐρανό μέ τή γῆ, προτιμῶντας ‘‘τῶν βλεπομένων τά μή ὁρώμενα’’»[1].

     Ἡ Πα­λαιά Δι­α­θή­κη (στό ἑ­ξῆς: Π.Δ.) προ­ει­κο­νί­ζει τήν Και­νή, ἐ­νῶ ἡ δε­ύ­τε­ρη ἐ­πι­κα­λεῖ­ται τήν πρώ­τη, ρί­χνο­ντας τό φῶς τους ἡ μιά στήν ἄλ­λη. Θε­ω­ρῶ­ντας τά πε­ρί­φη­μα ψη­φι­δω­τά τῆς βυ­ζα­ντι­νῆς βα­σι­λι­κῆς τοῦ Monreale τῆς Σι­κε­λί­ας (12ος αἰ.) πού πα­ρου­σι­ά­ζουν τόν Χρι­στό -πού κρα­τεῖ στό ἕ­να χέ­ρι εἰ­λη­τό Εὐ­αγ­γέ­λι­ο- ὡς δη­μι­ουρ­γό τοῦ κό­σμου[2] ἤ τίς τοι­χο­γρα­φί­ες τοῦ να­οῦ τοῦ Ἁγ. Σαβ­βί­νου στή Γαλ­λί­α (11ος αἰ.), οἱ ὁ­ποῖ­ες εἰ­κο­νί­ζουν τόν Χρι­στό μέ τό φω­το­στέ­φα­νο ἤ­δη Ἐ­σταυ­ρω­μέ­νο, ὡς δη­μι­ουρ­γό τῆς σε­λή­νης καί τοῦ ἥ­λι­ου, μᾶς δη­μι­ουρ­γεῖ­ται ἡ πε­πο­ί­θη­ση ὅ­τι Πα­λαιά καί Και­νή Δι­α­θή­κη «σχη­μα­τί­ζουν τό σύ­νο­λο μι­ᾶς προ­ο­δευ­τι­κῆς ἀ­πο­κά­λυ­ψης, ἀ­π᾿ ὅ­που πη­γά­ζει ἡ ἀ­να­γκαι­ό­τη­τα νά ἀ­πο­φύ­γου­με κά­θε δι­α­χω­ρι­σμό, ἔ­στω κι ἄν ἡ Π. Δ. προ­η­γεῖ­ται καί φυ­σι­κά ἀ­ναγ­γέ­λει τήν Και­νή­»[3].

    Οἱ πρῶ­τοι Χρι­στι­α­νοί, δέν δι­έ­κο­ψαν τή συ­νέ­χει­α μέ τό ἱ­στο­ρι­κό τους πα­ρελ­θόν· ἀ­ντί­θε­τα θε­ω­ροῦ­σαν το­ύς ἑ­αυ­το­ύς τους ἄ­με­σους συ­νε­χι­στές τῆς Π.Δ. Οἱ Χρι­στι­α­νοί ἦ­ταν ὁ νέ­ος Ἰσ­ρα­ήλ, ἡ πλή­ρω­ση τῶν προ­φη­τει­ῶν. Ὁ ἀ­πό­στ. Παῦ­λος ὀ­νο­μά­ζει αὐ­το­ύς πού ἀ­νή­κουν πλέ­ον στό Χρι­στό ὡς «τοῦ Ἀ­βρα­άμ σπέρ­μα καί κα­τ᾿ ἐ­παγ­γε­λί­αν κλη­ρο­νό­μους» (Γαλ. 3, 29). Ὅ­λες οἱ προ­ει­κο­νί­σεις τῆς Π.Δ. ἀ­νήγ­γελ­λαν τή μέλ­λου­σα σω­τη­ρί­α, πού τε­λι­κά πρα­γμα­το­ποι­ή­θη­κε μέ τήν θε­ί­α ἐ­ναν­θρώ­πι­ση. Ἡ Ἐκ­κλη­σί­α δι­δά­σκει ὅ­τι ἡ εἰ­κό­να βα­σί­ζε­ται πά­νω στή σάρ­κω­ση τοῦ δευ­τέ­ρου προ­σώ­που τῆς Ἁγ. Τρι­ά­δος. Οἱ Ἀ­πό­στο­λοι ἔ­βλε­παν πλέ­ον μέ τά σαρ­κι­κά τους μά­τι­α αὐ­τό πού προ­ει­κο­νι­ζό­ταν στήν Π.Δ. Δέν πρό­κει­ται ἐ­δῶ, πα­ρά γιά μιά ἄ­με­ση ὁ­λο­κλή­ρω­σή τῆς Π.Δ.

    Εἶ­ναι γνω­στό ὅ­τι ἡ χρι­στι­α­νι­κή εἰ­κα­στι­κή τέ­χνη πρω­το­εκ­φρά­στη­κε μέ­σα ἀ­πό τίς τοι­χο­γρα­φί­ες τῶν κα­τα­κομ­βῶν, σάν τέ­χνη πού κυ­ρί­ως δί­δα­σκε τήν πί­στη. Ὁ Χρι­στι­α­νι­σμός, τήν ἐ­πο­χή ἐ­κε­ί­νη ἦ­ταν, ὡς γνω­στόν, ἀ­πα­γο­ρευ­μέ­νη θρη­σκε­ί­α. Οἱ πρῶ­τοι λοι­πόν χρι­στι­α­νοί ζω­γρά­φοι, θέ­λο­ντας νά ἐκ­φρά­σουν τήν πί­στη πού το­ύς ἐ­νέ­πνε­ε καί γιά τήν ὁ­πο­ί­α τό­σους δι­ω­γμο­ύς καί στε­ρή­σεις ὑ­πέ­φε­ραν, πῆ­ραν τή θε­μα­το­γρα­φί­α τους-ἐ­κτός ἀ­πό τόν ἑλ­λη­νι­στι­κό κό­σμο- ἀ­πό το­ύς πρώ­τους χρι­στι­α­νο­ύς μάρ­τυ­ρες καί ἀ­πό τήν Βίβλο. Τά πε­ρισ­σό­τε­ρα ἀ­πό τά πα­λαι­ο­δι­α­θη­κι­κά θέ­μα­τα τῆς νε­κρι­κῆς αὐ­τῆς ζω­γρα­φι­κῆς, κυ­ρί­ως τά συμ­βο­λι­κά, προ­έρ­χο­νται ἀ­πό γε­γο­νό­τα ὅ­που εἴ­χα­με κα­θο­ρι­στι­κή ἐ­πέμ­βα­ση τοῦ Θε­οῦ ὑ­πέρ τοῦ πε­ρι­ο­ύ­σι­ου λα­οῦ. Τέτοιες σκη­νές ἦ­ταν ἡ πα­ρά­στα­ση τοῦ Νῶ­ε μέ­σα στή Κι­βω­τό, τοῦ Ἀ­βρα­άμ, τοῦ Αἰ­γύ­πτι­ου Φα­ραώ, τοῦ Μω­ϋ­σῆ πού κτυ­πᾶ μέ τή ρά­βδο τήν πέ­τρα ἀ­π' ὅ­που ἀ­νέ­βλυ­σε τό νε­ρό, Τῶν Τρι­ῶν Πα­ί­δων ἐν κα­μί­νῳ, τοῦ Δα­νι­ήλ στό λάκ­κο τῶν λε­ό­ντων τῆς ἀ­παλ­λα­γῆς τῆς Σω­σάν­νας ἀ­πό τήν κα­τη­γο­ρί­α πε­ρί μοι­χε­ί­ας, κ.ἄ. Ἐ­πι­πλέ­ον συ­να­ντοῦ­με τίς πα­ρα­στά­σεις τῶν πρω­το­πλά­στων μέ τόν ἀρ­χέ­κα­κο ὄ­φη, τοῦ Ἰώβ, τῆς ἀ­να­λή­ψε­ως τοῦ Προ­φή­τη Ἠ­λί­α, τοῦ Ἰ­ω­νᾶ μέ­σα στό κῆ­τος κ.ἄ., πού ἐμ­φα­νί­ζο­νται ἤ­δη ἀ­πό τόν 1ο αἰ.

    Οἱ πρῶ­τες συμ­βο­λι­κές πα­ρα­στά­σεις τῆς Θε­ί­ας Εὐ­χα­ρι­στί­ας, πού συ­χνά συ­να­ντῶ­νται μέ­σα στίς κα­τα­κόμ­βες τῆς Ρώμης καί ἀρ­γό­τε­ρα πε­ρι­λή­φθη­καν στό βυ­ζα­ντι­νό εἰ­κο­νο­γρα­φι­κό πρό­γραμ­μα, δε­ί­χνουν τόν ἰ­χθύ, τήν σκη­νή τοῦ πολ­λα­πλα­σι­α­σμοῦ τῶν ἄρ­των, τόν γά­μο τῆς Κα­νᾶ, τό Ἐ­σφα­γμέ­νο Ἀρ­νί­ο, τήν θυ­σί­α τοῦ Ἀ­βρα­άμ, τόν Δα­νι­ήλ στό λάκ­κο τῶν λε­ό­ντων, το­ύς τρεῖς Παῖ­δας ἐν κα­μί­νῳ κ. ἄ. Οἱ πα­ρα­στά­σεις ὅ­μως αὐ­τές στίς κα­τα­κόμ­βες δέν ἔ­χουν ἱ­στο­ρι­κό χα­ρα­κτῆ­ρα, ἀλ­λά μό­νο συμ­βο­λι­κό. Χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό πα­ρά­δει­γμα, ἡ πε­ρι­πέ­τει­α τοῦ Ἰ­ω­νᾶ, μέ τήν πα­ρα­μο­νή του στό κῆ­τος κα­θώς καί τήν ἔ­ξο­δό του ἀ­π' αὐ­τό, πού θε­ω­ρεῖ­ται μί­α ἀ­πό τίς σπου­δαι­ό­τε­ρες πα­λαι­ο­δι­α­θη­κι­κές προ­τυ­πώ­σεις τῆς τρι­ή­με­ρης Τα­φῆς καί τῆς Ἀ­νά­στα­σης τοῦ Χρι­στοῦ. Τά πα­ρα­πά­νω θέ­μα­τα, ἀρ­γό­τε­ρα ἀ­να­πτύ­χθη­καν, ἐ­μπλου­τί­στη­καν καί δι­α­τη­ρή­θη­καν στή με­τέ­πει­τα βυ­ζα­ντι­νή τέ­χνη, ἀ­πο­τε­λῶ­ντας μέ­ρος τοῦ κα­θο­ρι­σμέ­νου προ­γράμ­μα­τος ἁ­γι­ο­γρα­φή­σε­ως τοῦ ὀρ­θό­δο­ξου να­οῦ.

    Οἱ ἀρ­χαι­ό­τε­ρες σω­ζό­με­νες τοι­χο­γρα­φί­ες μέ πα­λαι­ο­δι­α­θη­κι­κή ἀ­να­φο­ρά, πού ἔ­χουν βρε­θεῖ μέ­χρι σή­με­ρα -ἐ­κτός ἀ­π' αὐ­τές τῶν κα­τα­κομ­βῶν- τοῦ α΄ τε­τάρ­του τοῦ 3ου αἰ., εἶ­ναι αὐ­τές πού δι­α­κο­σμοῦ­σαν μιά συ­να­γω­γή στή Δο­ύ­ρα-Εὐ­ρω­πό, μιά μι­κρή πό­λη τῆς δυ­τι­κῆς ὄ­χθης τοῦ Εὐ­φρά­τη. Ἐδῶ ἡ πα­ρου­σί­α τοῦ θε­ί­ου αἰ­σθη­το­ποι­εῖ­ται μέ τό χέ­ρι τοῦ Θε­οῦ, τό Ναό ἤ τή Δι­α­θή­κη, ἀ­φοῦ ὁ Ἰ­ου­δα­ϊ­κός νό­μος ἀ­πα­γό­ρευ­ε ὁ­ποι­α­δή­πο­τε ἀ­πει­κό­νι­ση τοῦ Θε­οῦ. Στήν ἴ­δι­α πό­λη, σέ χρι­στι­α­νι­κό βα­πτι­στή­ρι­ο, βρί­σκου­με τοι­χο­γρα­φί­ες πού ἀ­νά­γο­νται στό β΄ τέ­ταρ­το τοῦ 3ου αἰ.· σύγ­χρο­νες δηλ. μ᾿ αὐ­τές τῶν ρω­μα­ϊ­κῶν κα­τα­κομ­βῶν. Ἐ­δώ, ἐ­κτός ἀ­πό και­νο­δι­α­θη­κι­κές σκη­νές ὅ­πως ὁ Κα­λός Ποι­μήν καί οἱ Μυ­ρο­φό­ρες στόν τά­φο τοῦ Κυ­ρί­ου, βρί­σκου­με καί θέ­μα­τα ἀ­πό τήν Π.Δ. ὅ­πως οἱ πρω­τό­πλα­στοι καί ὁ Δα­βίδ μέ τό σπα­θί τοῦ ἀ­πο­κε­φα­λι­σμοῦ τοῦ Γο­λι­άθ. Ἡ εἰ­κο­νο­γρά­φη­ση τῆς νί­κης αὐ­τῆς τοῦ Δα­βίδ εἶ­ναι ταυ­τό­χρο­να καί ἡ ἱ­στό­ρη­ση τῆς νί­κης τοῦ Χρι­στοῦ πά­νω στό θά­να­το.

   Μέσα στό Σύμβολο τῆς Πίστεως Νίκαιας-Κων­στα­ντι­νου­πό­λε­ως ὁ­μο­λο­γοῦ­με ὅ­τι ὁ Χρι­στός «ὡ­μί­λη­σεν διά τῶν προ­φη­τῶ­ν». Στό κα­θο­λι­κό τῆς μο­νῆς τῆς Ἁγ. Αἰ­κα­τε­ρί­νης, στό θε­ο­βά­δι­στο ὄ­ρος Σι­νᾶ, στόν ἴ­δι­ο χῶ­ρο μέ τό πε­ρί­φη­μο ψη­φι­δω­τό τῆς Με­τα­μορ­φώ­σε­ως (6ος αἰ.), ὑ­πάρ­χουν καί δύ­ο σκη­νές ἀ­πό τό βί­ο τοῦ Μω­ϋ­σῆ πού σχε­τί­ζο­νται μέ τά πα­λαι­ο­δι­α­θη­κι­κά γε­γο­νό­τα πού συ­νέ­βη­σαν στόν ἱ­ε­ρό αὐ­τό τό­πο. Στό ἕ­να, ὁ Μω­ϋ­σῆς λύ­νει τά ὑ­πο­δή­μα­τά του μπρο­στά στή φλε­γο­μέ­νη ἀλ­λά μή και­ο­μέ­νη Βάτο καί στό ἄλ­λο λαμ­βά­νει τό Νόμο στό ὄ­ρος Σι­νᾶ ἀ­πό τό χέ­ρι τοῦ Θε­οῦ. «Ἡ ἀ­πει­κό­νι­ση τῶν δύ­ο αὐ­τῶν πα­λαι­ο­δι­α­θη­κι­κῶν ἐ­πει­σο­δί­ων μα­ζί μέ τή Με­τα­μόρ­φω­ση, πέ­ρα ἀ­πό τή σχέ­ση τους μέ τόν τό­πο, μπο­ρεῖ νά ἑρ­μη­νευ­τεῖ καί ἀ­πό τό γε­γο­νός ὅ­τι οἱ δύ­ο θε­ο­φά­νει­ες τῆς Π.Δ. θε­ω­ροῦ­νται ἀ­πει­κο­νί­σεις, εἶ­ναι τύ­πος τῆς θε­ο­φά­νει­ας στό ὄ­ρος Θα­βώ­ρ»[4].

  Στό με­σαῖ­ο κλί­τος τῆς βα­σι­λι­κῆς τῆς S. Maria Maggiore, ὅ­που βρί­σκου­με τό ση­μα­ντι­κό­τε­ρο ψη­φι­δω­τό σύ­νο­λο τῆς Ρώμης (432-444 μ.Χ.), ἀ­πει­κο­νί­ζο­νται θέ­μα­τα τῆς Π.Δ. ὅ­πως σκη­νές ἀ­πό τή ζωή τοῦ Ἀ­βρα­άμ, Ἰ­σα­άκ καί Ἰ­α­κώβ καί θέ­μα­τα ἀ­πό τήν ἱ­στο­ρί­α τοῦ Μω­ϋ­σῆ καί τοῦ Ἰ­η­σοῦ τοῦ Ναυ­ῆ. Ὁ ἀ­φη­γη­μα­τι­κός χα­ρα­κτή­ρας τῶν πα­ρα­στά­σε­ων αὐ­τῶν εἶ­ναι ἔ­ντο­νος. Τά μω­σα­ϊ­κά αὐ­τά πρέ­πει νά θε­ω­ρη­θοῦν ὅ­τι ἔ­χουν σάν πρό­τυ­πο εἰ­κο­νο­γρα­φη­μέ­να χει­ρό­γρα­φα τῆς Π.Δ.[5]. Στόν ἴ­δι­ο ναό, στό χῶ­ρο τοῦ ἱ­ε­ροῦ, στήν ἐμ­φά­νι­ση τῶν τρι­ῶν Ἀγ­γέ­λων στόν Ἀ­βρα­άμ, ἡ φω­τει­νή δό­ξα πε­ρι­βάλ­λει τό με­σαῖ­ο Ἄγ­γε­λο, τόν ὁ­ποῖ­ο προ­σε­φώ­νη­σε ὁ πα­τρι­άρ­χης, καί θε­ω­ρεῖ­ται ὁ Χρι­στός. Ἡ δό­ξα ἐ­δῶ εἶ­ναι «ἔν­δει­ξη θε­ο­φά­νει­ας, τῆς θε­ί­ας κα­τα­γω­γῆς Του­»[6].

     Ἀ­νά­με­σα στά πε­ρί­φη­μα βυ­ζα­ντι­νά ψη­φι­δω­τά τοῦ να­οῦ τοῦ Ἁγ. Βι­τα­λί­ου, στή Ρα­βέν­να τῆς Ἰ­τα­λί­ας (540-547 μ.Χ.), συ­να­ντοῦ­με καί ἀρ­κε­τές σκη­νές ἀ­πό τήν Π.Δ. ὅ­πως ἡ Φι­λο­ξε­νί­α τῶν τρι­ῶν Ἀγ­γέ­λων ἀ­πό τόν Ἀ­βρα­άμ (Γέν. 18, 1-8) στόν ὁ­ποῖ­ο προ­α­νήγ­γει­λαν τή γέν­νη­ση τοῦ Ἰ­σα­άκ, ἡ Θυ­σί­α τοῦ Ἰ­σα­άκ (Γέν. 22, 1-13), ἡ Θυ­σί­α τοῦ Ἄ­βελ (Γέν. 4, 1-5) καί ἡ προ­σφο­ρά τοῦ Μελ­χι­σε­δέκ (Γέν. 14, 18-20). Πάνω ἀ­πό τά θέ­μα­τα αὐ­τά ὑ­πάρ­χουν δύ­ο ἰ­πτά­με­νοι ἄγ­γε­λοι πού κρα­τοῦν με­τάλ­λι­ο μέ σταυ­ρό καί ἑ­κα­τέ­ρω­θεν οἱ προ­φῆ­τες Ἱ­ε­ρε­μί­ας καί Ἡ­σα­ΐ­ας, οἱ ὁ­ποῖ­οι προ­εῖ­δαν τό Πάθος τοῦ Χρι­στοῦ, καί δύ­ο σκη­νές ἀ­πό τό βί­ο τοῦ Μω­ϋ­σῆ. Πιό πά­νω ἀ­πό τά θέ­μα­τα αὐ­τά, εἰ­κο­νί­ζο­νται οἱ τέσ­σε­ρεις Εὐ­αγ­γε­λι­στές μέ τά σύμ­βο­λά τους. «Ἡ ἀ­πει­κό­νι­ση τῶν πα­ρα­πά­νω ἐ­πει­σο­δί­ων ἀ­πό τήν Π. Δι­α­θή­κη ἔ­γι­νε ἀ­ντι­τυ­πι­κά, δη­λα­δή γιά νά δη­λω­θεῖ ὅ­τι τά γε­γο­νό­τα τῆς ἱ­στο­ρί­ας τοῦ Χρι­στοῦ πού πε­ρι­έ­γρα­ψαν οἱ Εὐ­αγ­γε­λι­στές, οἱ ὁ­ποῖ­οι εἰ­κο­νί­ζο­νται πά­νω ἀ­π' αὐ­τά, προ­ει­κο­νί­στη­καν στήν Π. Δι­α­θή­κη»[7].

   Στο­ύς πλά­γι­ους το­ί­χους τοῦ ὀ­κτα­γω­νι­κοῦ να­οῦ τοῦ Ἁγ. Βι­τα­λί­ου στή Ρα­βέν­να (πε­ρί τό 547 μ.Χ.), ἔ­χου­με τίς προ­ει­κο­νί­σεις τῆς θυ­σί­ας τοῦ Χρι­στοῦ καί τῆς Θε­ί­ας Εὐ­χα­ρι­στί­ας, ὅ­πως εἶ­ναι οἱ ψη­φι­δω­τές πα­ρα­στά­σεις τῆς φι­λο­ξε­νί­ας τοῦ Ἀ­βρα­άμ, τῆς θυ­σί­ας τοῦ Ἰ­σα­άκ, τῆς θυ­σί­ας τοῦ Ἄ­βελ καί τοῦ Μελ­χι­σε­δέκ, σκη­νές ἀ­πό τή ζωή τοῦ Μω­ϋ­σῆ κ.ἄ. Ἀ­να­φο­ρι­κά μέ τό Μω­ϋ­σῆ, σχε­τι­κή μέ τό Μυ­στή­ρι­ο τῆς Θε­ί­ας Εὐ­χα­ρι­στί­ας, εἶ­ναι ἡ σκη­νή πού μέ τή ρά­βδο του ἔ­βγα­λε νε­ρό ἀ­πό τήν ἄ­γο­νη πέ­τρα καί ξε­δί­ψα­σε ὁ λα­ός τοῦ Ἰσ­ρα­ήλ στήν ἔ­ρη­μο. Τό θαῦ­μα αὐ­τό προ­τυ­πώ­νει τό «και­νόν πό­μα­», ­πού ἐκ­πο­ρε­ύ­ε­ται ἀ­πό τόν ζω­η­φό­ρο τά­φο τοῦ Κυ­ρί­ου καί πα­ρα­πέ­μπει στό Μυ­στή­ρι­ο τῆς Θε­ί­ας Εὐ­χα­ρι­στί­ας.  

   Πα­ρα­στά­σεις μέ θέ­μα­τα ἀ­πό τήν Π.Δ. ἔ­χου­με και σέ εἰ­κο­νο­γρα­φη­μέ­να χει­ρό­γρα­φα ὅ­πως στή Γένεση τῆς Ἐ­θν. Βι­βλι­ο­θή­κης τῆς Βι­έν­νης (5ος αἰ.), κώ­δι­κας στόν ὁ­ποῖ­ο ξε­χω­ρί­ζουν οἱ μι­κρο­γρα­φί­ες μέ τά ἐ­πει­σό­δι­α τοῦ Ἰ­α­κώβ καί τοῦ Ἠ­σαῦ, τοῦ Ἰ­α­κώβ μέ τό πο­ί­μνιό του καί τοῦ Ἐ­λι­έ­ζερ καί τῆς Ρε­βέκ­κας. Στό ἑλ­λη­νι­κό Εὐ­αγ­γέ­λι­ο τοῦ Ροσ­σά­νο τῆς Κα­λα­βρί­ας (6ου αἰ.) ἀ­ξι­ο­ση­με­ί­ω­το ἐ­δῶ,γιά τό θέ­μα στό ὁ­ποῖ­ο ἀ­να­φε­ρό­μα­στε, εἶ­ναι ὅ­τι σκη­νές ὅ­πως τοῦ Μυ­στι­κοῦ Δε­ί­πνου, τῆς Κοι­νω­νί­ας τοῦ Ἄρ­του καί τῶν δέ­κα Παρ­θέ­νων, ἀ­κο­λου­θοῦν στό κά­τω μέ­ρος τους προ­φῆ­τες πού φέ­ρουν ἀ­νοι­κτά εἰ­λη­τά­ρι­α «διά τῶν ἐ­πι­γρα­φῶν τῶν ὁ­πο­ί­ων ὑ­πεν­θυ­μί­ζε­ται ἡ πλή­ρω­σις τῆς Π.Δ. διά τῆς Και­νῆ­ς»[8]. Χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό ἐξ ἄλ­λου τοῦ ἑλ­λη­νι­κοῦ χει­ρο­γρά­φου Λόγων τοῦ ἁγ. Γρη­γο­ρί­ου τοῦ Να­ζι­αν­ζη­νοῦ (Ἀμ­βρο­σι­α­νή Βι­βλι­ο­θή­κη τοῦ Μι­λά­νου, ἀρ. 49-50), εἶ­ναι ὅ­τι ὁ ζω­γρά­φος ἀ­πει­κο­νί­ζει πρό­σω­πα καί γε­γο­νό­τα κυ­ρί­ως τῆς Π.Δ., ἐ­νῶ σχε­δόν λε­ί­πουν οἱ και­νο­δι­α­θη­κι­κές σκη­νές. Δίνει ἔ­τσι πε­ρισ­σό­τε­ρο ση­μα­σί­α στήν ἀλ­λη­γο­ρί­α. Ἀ­να­φέ­ρου­με ἐ­πί­σης δει­γμα­το­λει­πτι­κά τό περ­γα­μη­νό εἰ­λη­τά­ρι­ο τοῦ 10ου αἰ. τοῦ Βι­βλί­ου τοῦ Ἰ­η­σοῦ τοῦ Ναυ­ῆ τῆς βι­βλι­ο­θή­κης τοῦ Βα­τι­κα­νοῦ (Palat. Grec. 431), πού ἀ­πει­κο­νί­ζει μέ ἑλ­λη­νι­στι­κή τε­χνο­τρο­πί­α ἐ­πει­σό­δι­α τοῦ βί­ου τοῦ Ἰ­η­σοῦ τοῦ Ναυ­ῆ κα­θώς καί τό Ψαλ­τή­ρι­ον τοῦ 10ου αἰ. τῆς Ἐ­θν. Βι­βλι­ο­θή­κης τῶν Πα­ρι­σί­ων (ἀρ. 139), μέ τίς 14 με­γά­λες ἀ­πει­κο­νί­σεις, ἐ­μπνευ­σμέ­νες ὅ­λες ἀ­πό τήν Π.Δ.

   Με­τά τή νί­κη τῆς Ὀρ­θο­δο­ξί­ας καί τό θρί­αμ­βο τῶν ἱ­ε­ρῶν εἰ­κό­νων διά τῆς Ζ΄ Οἰ­κου­με­νι­κῆς Συ­νό­δου, ἐ­πι­βάλ­λε­ται μί­α ἱ­ε­ραρ­χι­κή τά­ξη στά εἰ­κο­νο­γρα­φι­κά θέ­μα­τα. Ὅ­λα τά θέ­μα­τα στή μνη­μει­α­κή ζω­γρα­φι­κή συ­νι­στοῦν τρεῖς εἰ­κο­νο­γρα­φι­κο­ύς κύ­κλους καί ἱ­στο­ροῦ­νται σέ κα­θω­ρι­σμέ­νη θέ­ση στό ναό, κά­τι πού γί­νε­ται κα­νό­νας στή βυ­ζα­ντι­νή ἁ­γι­ο­γρα­φί­α. Οἱ κύ­κλοι αὐ­τοί εἶ­ναι ὡς γνω­στόν ὁ δο­γμα­τι­κός, ὁ λει­τουρ­γι­κός καί ὁ ἱ­στο­ρι­κός (ἑ­ορ­τα­στι­κός).

   Ἀ­πό τό θε­μα­το­λό­γι­ο τῆς Π.Δ., στό δο­γμα­τι­κό κύ­κλο ἀ­νή­κουν οἱ Προ­φῆ­τες πού προ­α­νήγ­γει­λαν τόν Σω­τή­ρα καί πού βρί­σκο­νται στό τύ­μπα­νο τοῦ τρο­ύλ­λου, ἀ­μέ­σως κά­τω ἀ­πό τόν Πα­ντο­κρά­το­ρα. Λει­τουρ­γι­κό χα­ρα­κτῆ­ρα ἔ­χουν οἱ πα­ρα­στά­σεις τῆς θυ­σί­ας τοῦ Ἀ­βρα­άμ, τοῦ Μελ­χι­σε­δέκ, τοῦ Ἀ­α­ρών, τοῦ Δα­νι­ήλ καί τῶν τρι­ῶν Πα­ί­δων, πού συ­νή­θως ἀ­πει­κο­νί­ζο­νται ἐ­ντός τοῦ ἁ­γί­ου Βήματος. Ὁ τρί­τος κύ­κλος ἀ­να­πτύσ­σε­ται στίς τέσ­σε­ρεις κα­μά­ρες, στο­ύς πλά­γι­ους το­ί­χους καί στό νάρ­θη­κα τοῦ βυ­ζα­ντι­νοῦ να­οῦ.

     Στόν τρο­ύλ­λο, στό τύ­μπα­νο καί κά­τω ἀ­πό τό χο­ρό τῶν Ἀγ­γέ­λων, συ­νή­θως συ­να­ντοῦ­με τόν κυ­κλι­κό χο­ρό τῶν Προ­φη­τῶν, θέ­μα πού πα­ρι­στά­νε­ται συ­χνά, ἤ­δη ἀ­πό τή με­σο­βυ­ζα­ντι­νή ἐ­πο­χή. Ἀ­πό τήν ἐ­πο­χή τῶν Πα­λαι­ο­λό­γων κα­θι­ε­ρώ­νε­ται τό θέ­μα αὐ­τό αὐ­τό σχε­δόν ἀ­πο­κλει­στι­κά γιά τρουλ­λα­ί­ες ἐκ­κλη­σί­ες[9]. Ἡ εἰ­κο­νο­γρά­φη­ση ἐ­μπνέ­ε­ται ἀ­πό τά λό­γι­α τοῦ Κυ­ρί­ου: «ὅ­τι δεῖ πλη­ρω­θῆ­ναι πά­ντα τά γε­γραμ­μέ­να ἐν τῷ νό­μῳ Μω­ϋ­σέ­ως καί τοῖς προ­φή­ταις καί ψαλ­μοῖς πε­ρί ἐ­μοῦ» (Λουκ. 24, 44). Ὁ ἀ­ρι­θμός τῶν Προ­φη­τῶν δέν εἶ­ναι στα­θε­ρός, κα­θώς ἐ­ξαρ­τᾶ­ται ἀ­πό τό μέ­γε­θος τοῦ τρο­ύλ­λου. Συ­νή­θως στήν ἱ­ε­ρό­τε­ρη γιά το­ύς Ὀρ­θο­δό­ξους θέ­ση τοῦ ὀ­ρί­ζο­ντα, τήν ἀ­να­το­λή, εἰ­κο­νί­ζο­νται τι­μη­τι­κῶς οἱ Προ­φῆ­τες Δα­βίδ καί Σο­λο­μῶν. Ἡ δι­ά­τα­ξη αὐ­τή δέν πρέ­πει νά εἶ­ναι ἄ­σχε­τη μέ τή δα­βι­τι­κή κα­τα­γω­γή τῆς γε­νε­ᾶς τοῦ ἐ­ναν­θρω­πι­σμέ­νου Χρι­στοῦ[10]. Ἄλ­λω­στε ἡ θέ­ση αὐ­τή τοῦ να­οῦ -κο­ντά δηλ. στόν Πα­ντο­κρά­το­ρα- πού ἱ­στο­ροῦ­νται οἱ προ­φῆ­τες, πού εἶ­χαν προ­α­ναγ­γε­ί­λει τήν ἔ­λευ­ση τοῦ Χρι­στοῦ,  ται­ρι­ά­ζει μέ  τίς πε­ρι­κο­πές τῶν προ­φη­τι­κῶν κει­μέ­νων πού ἀ­να­γρά­φο­νται στά εἰ­λη­τά­ρι­α πού κρα­τοῦν.

    Οἱ Προ­πά­το­ρες, συ­νή­θως πα­ρι­στά­νο­νται στά πλά­γι­α τύ­μπα­να τῶν κε­ραι­ῶν, στά δι­ά­στυ­λα τῶν πα­ρα­θύ­ρων, δη­λα­δή στήν ὑ­ψη­λό­τε­ρη θέ­ση μέ ἁ­γί­ους[11]. Εἶ­ναι ὁ­λό­σω­μοι καί συ­νή­θως κρα­τοῦν δι­ά­φο­ρα λει­τουρ­γι­κά σκε­ύ­η, πού μᾶς ὑ­πεν­θυ­μί­ζουν τήν εἰ­δι­κή δρά­ση τοῦ κα­θε­νός: ὁ Νῶ­ε, γιά πα­ρά­δει­γμα, κρα­τεῖ τήν κι­βω­τό, ὁ Ἀ­α­ρών τή ρά­βδο, ὁ Μελ­χι­σε­δέκ τό δί­σκο καί ὁ Σα­μου­ήλ τό κέ­ρας καί τό θυ­μι­α­τό. 

    Στήν ἀ­ψί­δα τοῦ ἱ­ε­ροῦ (ἅ­γι­ο Βῆ­μα), κυ­ρί­αρ­χη πα­ρά­στα­ση εἶ­ναι ἡ Πα­να­γί­α, Πλα­τυ­τέ­ρα τῶν Οὐ­ρα­νῶν. Στήν Πα­να­γί­α ὡς «ἔμ­ψυ­χον κι­βω­τό­ν» ἀ­να­φέ­ρο­νται ὡς προ­ει­κο­νί­σεις καί δύ­ο πα­ρα­στά­σεις πού συ­νή­θως πλαι­σι­ώ­νουν τήν εἰ­κό­να της στο­ύς πλά­γι­ους το­ί­χους. Ἡ πρώ­τη σχε­τί­ζε­ται μέ τή με­τα­φο­ρά τῆς Κι­βω­τοῦ τῆς Δι­α­θή­κης στά Ἱ­ε­ρο­σό­λυ­μα (Βα­σιλ. Β΄, 6, 3 κ. ἑξ.): «ἡ Κι­βω­τός αἱ­ρο­μέ­νη ἐν τῇ  πό­λει Ἱ­ε­ρου­σα­λήμ». Ἡ κι­βω­τός τῆς Δι­α­θή­κης, φέ­ρε­ται σέ ἅ­μα­ξα πού σέρ­νουν δύ­ο βό­δι­α. Σέ ἄλ­λο ση­μεῖ­ο τοῦ ἱ­ε­ροῦ ἱ­στο­ρεῖ­ται τό ἑ­πό­με­νο ἐ­πει­σό­δι­ο τῆς βι­βλι­κῆς αὐ­τῆς ἱ­στο­ρί­ας: «ἡ Κι­βω­τός αἱ­ρο­μέ­νη ὑ­πό τῶν ἱ­ε­ρέ­ων» μέ­σα στό ναό τοῦ Σο­λο­μῶ­ντος, στά Ἅ­γι­α τῶν Ἁ­γί­ων (Πα­ραλ. Α΄. 13, 5 - Βα­σιλ. Γ΄, 3-4). Το­ύς ἀ­κο­λου­θεῖ ὁ λα­ός τοῦ Ἰσ­ρα­ήλ μέ ἐ­πι­κε­φα­λῆς τόν βα­σι­ληᾶ Σο­λο­μώ­ντα. Ἡ Ἐκ­κλη­σί­α, εἶ­ναι ἡ νέ­α Κι­βω­τός τῆς χά­ρι­τος, πού θε­με­λι­ώ­θη­κε ἀ­πό τόν ἴ­δι­ο τόν Χρι­στό μέ τή σταυ­ρι­κή Του θυ­σί­α καί τήν Ἀ­νά­στα­ση. Στό Βῆ­μα, συ­νή­θως στήν κα­μά­ρα-ὀ­ρο­φή τῆς πρό­θε­σης ἤ σέ κόγ­χη τοῦ δι­α­κο­νι­κοῦ,  συ­να­ντοῦ­με καί τήν πα­ρά­στα­ση τοῦ Χρι­στοῦ Ἐ­μα­νου­ήλ, ὡς ἐ­φη­βι­κή ὡ­ρα­ί­α μορ­φή, πού σέ με­ρι­κές πε­ρι­πτώ­σεις πλαι­σι­ώ­νε­ται ἀ­πό τέσ­σε­ρα Χε­ρου­βε­ίμ ἤ ζώ­δι­α (τε­τρά­μορ­φο). Σέ ἄλ­λη θέ­ση τοῦ ἱ­ε­ροῦ, συ­νή­θως ἱ­στο­ρεῖ­ται μί­α ἄλ­λη συμ­βο­λι­κή μορ­φή, ὁ Με­γά­λης Βου­λῆς Ἄγ­γε­λος.

   Ἄλ­λες πα­ρα­στά­σεις πού ἀ­να­φέ­ρο­νται μέ προ­ει­κο­νι­στι­κό τρό­πο στή θυ­σί­α τοῦ Χρι­στοῦ, εἶ­ναι τά βι­βλι­κά θέ­μα­τα τῆς Θυ­σί­ας τοῦ Ἀ­βρα­άμ καί τῶν Τρι­ῶν Πα­ί­δων ἐν τῇ Κα­μί­νῳ. Σχε­τι­κή βέ­βαι­α μέ τή θυ­σί­α τοῦ Χρι­στοῦ εἶ­ναι καί ἡ ἀ­πει­κό­νι­ση τῆς μορ­φῆς ἐ­κε­ί­νης πού στά­θη­κε ἀ­νά­με­σα στήν Πα­λαιά καί στήν Και­νή Δι­α­θή­κη, δηλ. τοῦ Προ­δρό­μου, πού συ­νή­θως κρα­τᾶ εἰ­λη­τά­ρι­ο μέ κε­ί­με­νο πού δι­και­ο­λο­γεῖ τήν πα­ρου­σί­α του ἐ­ντός τοῦ ἱ­ε­ροῦ: «Ἴ­δε ὁ ἀ­μνός τοῦ Θε­οῦ ὁ αἴ­ρων τήν ἁ­μαρ­τί­αν τοῦ κό­σμου­». Σκη­νές ὅ­μως προ­ει­κο­νι­στι­κές ἔ­χου­με καί αὐ­τήν τῆς Φλε­γο­μέ­νης Βάτου πού ἀ­να­φέ­ρε­ται στήν Πα­να­γί­α, κα­θώς καί τῆς Φι­λο­ξε­νί­ας τοῦ Ἀ­βρα­άμ (συ­νή­θως στό δι­α­κο­νι­κό), πού εἶ­ναι ὡς γνω­στόν συμ­βο­λι­κή τῆς Ἁγ. Τρι­ά­δος.

   Ἡ σκη­νή τῆς Φι­λο­ξε­νί­ας τοῦ Ἀ­βρα­άμ ( Γεν. 18, 1-15) πα­ρου­σι­ά­ζει τρεῖς ἀγ­γέ­λους νά μοι­ρά­ζο­νται ἕ­να γεῦ­μα ὑ­πό τή σκιά πού δί­νει ἡ δρύς τοῦ Μαμ­βρῆ. Αὐ­τή ἡ σκη­νή παίρ­νει εὐ­χα­ρι­στι­α­κό χα­ρα­κτῆ­ρα, ὅ­ταν το­πο­θε­τεῖ­ται κο­ντά στό ἱ­ε­ρό θυ­σι­α­στή­ρι­ο, ἐ­ντός τοῦ ἁ­γί­ου Βήματος, τα­κτι­κή πού συ­να­ντᾶ­ται στό βυ­ζα­ντι­νό κό­σμο ἤ­δη ἀ­πό τόν 11ο αἰ.[12] Πε­ρι­βαλ­λό­με­νος ἀ­πό τόν Ἀ­βρα­άμ καί τή Σάρα, ὁ Ἄγ­γε­λος στό κέ­ντρο προ­ε­ξάρ­χει τοῦ συ­μπο­σί­ου. Ἡ Φι­λο­ξε­νί­α τοῦ Ἀ­βρα­άμ φα­νε­ρώ­νει ὅ­τι «τέ­λος τῆς Εὐ­χα­ρι­στί­ας εἶ­ναι ἡ ἐν ταῖς ψυ­χαῖς ἡ­μῶν ὑ­πό μορ­φήν τα­πει­νοῦ δι­α­βά­του φι­λο­ξε­νί­α αὐ­τοῦ τοῦ Θε­οῦ»[13]. Ὁ μό­σχος ἕ­τοι­μος νά σφα­γεῖ, πα­ρι­στά­νε­ται μπρο­στά ἀ­πό τό τρα­πέ­ζι-θυ­σι­α­στή­ρι­ο. Συ­νή­θως, κο­ντά στή τοι­χο­γρα­φί­α αὐ­τή, πά­νω στό ἐ­μπρό­σθι­ο το­ί­χω­μα, εἰ­κο­νί­ζε­ται ὁ Ἀ­βρα­άμ ἕ­τοι­μος νά θυ­σι­ά­σει τόν υἱό του Ἰ­σα­άκ· σκη­νή πού πα­ρα­πέ­μπει στό Χρι­στό πού δί­νει τή ζωή Του γιά ὅ­λο τόν κό­σμο, σέ κά­θε θε­ί­α Λει­τουρ­γί­α πού γί­νε­ται σέ Ὀρ­θό­δο­ξο θυ­σι­α­στή­ρι­ο.

    Ρίζα τοῦ Ἰ­εσ­σαί, μί­α ἀ­πό τίς πλου­σι­ό­τε­ρες πα­ρα­στά­σεις τῆς μνη­μει­α­κῆς ζω­γρα­φι­κῆς, πού δε­ί­χνει συ­νά­μα καί τήν ἀ­με­σό­τη­τα τῆς σχέ­σης Πα­λαι­ᾶς καί Νέας Δι­α­θή­κης εἶ­ναι ἕ­να πο­λυ­πρό­σω­πο θέ­μα πού συ­νή­θως ἱ­στο­ρεῖ­ται στίς τρά­πε­ζες τῶν μο­νῶν, κα­θώς ἀ­παι­τεῖ­ται εὑ­ρύ­τη­τα χώ­ρου γιά νά ἀ­να­πτυ­χθεῖ.   

    Ἐ­ξί­σου πλο­ύ­σι­α εἶ­ναι καί ἡ εἰ­κο­νο­γρά­φη­ση ἑ­νός ἄλ­λου θέ­μα­τος μέ πα­λαι­ο­δι­α­θη­κι­κές ρί­ζες ἀλ­λά ἀ­να­φο­ρά στό βα­σι­κό­τε­ρο με­τά τό Χρι­στό πρό­σω­πο τῆς Νέας Δι­α­θή­κης, τήν Κυ­ρί­α Θε­ο­τό­κο: Ἡ Πα­να­γί­α κα­θη­μέ­νη ἐ­πί θρό­νου, φέ­ρου­σα ὡς βρέ­φος τόν Χρι­στόν, καί ὑ­πο­κά­τω τοῦ ὑ­πο­πο­δί­ου ἡ ἐ­πι­γρα­φή αὕ­τη· « Ἄ­νω­θεν οἱ προ­φῆ­ται σέ προ­σκυ­νοῦ­σιν»· καί γύ­ρω­θεν οἱ προ­φῆ­ται...[14]. Ἄλ­λες ἀ­πει­κο­νί­σεις στίς ὁ­ποῖ­ες ἔ­χου­με συ­νά­ντη­ση τῆς Πα­λαι­ᾶς καί τῆς Και­νῆς Δι­α­θή­κης, εἶ­ναι ἡ πα­ρά­στα­ση τῆς Εἰς Ἄ­δου Κα­θό­δου τοῦ Κυ­ρί­ου κα­θώς καί τῆς Ὑ­πα­πα­ντῆς τοῦ Κυ­ρί­ου· μι­ᾶς ἑ­ορ­τῆς ὅ­που ἀ­πο­κα­λύ­πτε­ται τό νό­η­μα τῶν πα­λαι­ο­δι­α­θη­κι­κῶν προ­φη­τει­ῶν μέ τόν πιό συ­γκε­κρι­μέ­νο καί σα­φή τρό­πο.

  Ἡ πρα­γμα­το­πο­ί­η­ση τῆς ὑ­πό­σχε­σης τοῦ Θε­οῦ στόν ἄν­θρω­πο γιά τήν λύ­τρω­σή του ἁ­γι­ά­ζει καί φω­τί­ζει ἐ­πί­σης τόν πα­λαι­ο­δι­α­θη­κι­κό ἄν­θρω­πο, συ­μπε­ρι­λαμ­βά­νο­ντάς τον μέ­σα στήν ἐ­ξα­γο­ρα­σμέ­νη ἀν­θρω­πό­τη­τα. «Μπο­ροῦ­με τώ­ρα ν᾿ ἀ­να­πα­ρι­στά­νου­με, με­τά τήν σάρ­κω­ση, το­ύς Προ­φῆ­τες καί το­ύς Πα­τρι­άρ­χες τῆς Π.Δ. ὡς μάρ­τυ­ρες τῆς ἤ­δη ἐ­ξα­γο­ρα­σμέ­νης ἀν­θρω­πό­τη­τας ἀ­πό τό αἷ­μα τοῦ ἐ­ναν­θρω­πή­σα­ντος Θε­οῦ­»[15].

Ἡ Ὀρθόδοξη Θεία Λειτουργία » (Π. Εὐδοκίμωφ)




Ἡ λειτουργία λέγεται καί μυστήριο τῆς Θείας Εὐχαριστίας. Ἄς μείνομε στή λέξη μυστήριο. Μέσα ἀπό τά μυστήρια ὁ ἄνθρωπος παίρνει τά ἀντιπροσωπευτικά στοιχεῖα τῆς φύσεως καί τά εὐλογεῖ, ἁγιάζει ἔτσι τήν ἴδια τήν ἀρχή τῆς καρποφορίας τῆς γῆς. Ὁ ἄνθρωπος διδάσκεται ὅτι ἡ γῆ πού δουλεύει εἶναι ἅγια. Ὅτι τό κάθε τι ἔχει προορισμό τήν λειτουργική του τελείωση π.χ. προορισμός τοῦ νεροῦ εἶναι νά συμμετάσχει στό μυστήριο τῆς Ἐπιφανείας, τοῦ ξύλου νά προσφέρη τόν Σταυρό κ.ο.κ. Ὁ Θεός προσέφερε τόν κόσμο αὐτόν ἐδῶ στόν ἄνθρωπο καί κάθε ἄνθρωπος εἶναι προορισμένος νά ἀποδώση αὐτόν τό κόσμο στόν Θεό σάν προσφορά.
Σκοπός τῆς χριστιανικῆς ζωῆς εἶναι νά γνωρίζουμε τόν Θεό διά τῆς κοινωνίας. Ἡ κοινωνία εἶναι ἡ μέθεξη, ἡ συμμετοχή, ἡ γαμήλια ἕνωση ὅπου ὁ ἄνθρωπος γίνεται μέρος τοῦ Ἄλλου, ὅπου ἡ καρδιά ἀπορροφᾶ τόν Κύριο καί ὁ Κύριος ἀπορροφᾶ τήν καρδιά. Λέει ἐδῶ ὁ Νικ. Καβάσιλας. Ἡ καρδιά τοῦ ἀνθρώπου δημιουργήθηκε σάν μία ἀπέραντη κοσμηματοθήκη, ἀρκετά πλατειά γιά νά χωρέση τόν ἴδιο τόν Θεό.
Ἡ λειτουργία ἀναμιμνήσκεται (ἐνθυμεῖται) «τοῦ Ἀρνίου (Ι.Χ.), τοῦ θυσιασμένου ἀπό καταβολῆς κόσμου. Ἐνθυμείται δηλαδή τήν ὑπέρτατη προσφορά τοῦ Θεοῦ, νά θυσιάσει τόν Ὑιόν του τόν ἀγαπητό γιά τήν Σωτηρία μας. Ἔτσι ἑνώνουμε τίς εὐχαριστίες-δοξολογίες μας μέ αὐτές τῶν ἀγγελικῶν δυνάμεων πού ψάλλουν τόν Τρισάγιο Ὕμνο. Ἡ ἐπίγεια Λειτουργία εἶναι καρπός τῆς οὐράνιας Θείας Λειτουργίας καί ἡ Βασιλεία ἔρχεται κοντά μας μέσα σέ μιά ἀτέλειωτη λειτουργική Πεντικοστή!
Στήν Θεία Λειτουργία προσευχόμαστε. Ἡ Ἁγία Θηρεσία ἔλεγε ὅτι ἡ προσευχή εἶναι νά σχετίζεσαι φιλικά μέ τόν Θεό. Ὁ ἄνθρωπος λοιπόν μέσα στήν ἐκκλησία συγκεντρώνεται, ἐν σιωπῇ, καί προσπαθεῖ νά ἀκούσει τήν φωνή τοῦ Χριστοῦ καί νά ἀφουγκραστεῖ τήν παρουσία Του. Ἡ φωνή τοῦ Κυρίου φτάνει μέσα ἀπό κάθε ἀνθρώπινη φωνή, τό πρόσωπό του εἶναι πολύμορφο. Εἶναι τό πρόσωπο τοῦ προσκυνητή πρός Ἐμμαούς, τοῦ κηπουροῦ πού συνάντησε ἡ Μαρία ἡ Μαγδαληνή, τό πρόσωπο τοῦ συνοδοιπόρου πού βαδίζει ή στέκεται δίπλα μας. Ὁ Θεός σαρκώθηκε γιά νά μπορεῖ ὁ ἄνθρωπος νά «θεωρῆ» τό πρόσωπό Του μέσα ἀπό κάθε ἀνθρώπινο πρόσωπο. Ὁ Ἅγιος Σεραφείμ τοῦ Σάρωφ συμβουλεύει νά προσευχώμαστε μέχρι νά κατέβει πάνω μας τό Ἅγιο Πνεῦμα…. ὅταν ἔλθῃ νά μᾶς ἐπισκεφθῆ, τότε πρέπει νά σταματοῦμε τήν προσευχή. Ἡ δυσκολία στόν σημερινό ἄνθρωπο προέρχεται ἀπό τήν διάσταση μεταξύ καρδιᾶς καί διανοίας. Ἡ ἀρχαία παράδοση προτείνει : Τό πρωί βάλε τήν διάνοιά σου μέσα στήν καρδιά σου καί μεῖνε ὅλη μέρα συντροφιά μέ τόν Θεό. Ἡ προσευχή εἶναι ἡ ἀνάβασις τοῦ νοῦ πρός τόν Θεόν. Πρέπει λοιπόν νά ἔχομε σάν σκοπό νά γίνουμε ἡ σαρκωμένη προσευχή. Κάθε προσευχή ὅπως δίδαξε ὁ Χριστός ἔχει τρεῖς μορφές, τήν αἴτηση, τήν προσφορά, τήν δοξολογία. Ἡ βασσιλίς τῶν προσευχῶν δέ εἶναι ἡ καρδιακή προσευχή ὅπου ἡ ἄβυσσος τῆς πτώσεως (ὁ ἄνθρωπος) ἐπικαλεῖται τήν ἄβυσσο τῆς εὐσπλαχνίας τοῦ Θεοῦ μέ τήν ἐπίκληση «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, Υἱέ τοῦ Θεοῦ, ἐλέησόν με τόν ἁμαρτωλό». Αὐτἠ ἡ ἐπίκληση τῆς Ἁγίας Τριάδος προσφέρεται σάν εὐλογία σέ κάθε πρᾶγμα, σέ κάθε πᾶσμα καί τίθεται ἐπ’αὐτοῦ σάν θεϊκή σφραγῖδα.
Προσεύχεσθε λοιπόν γι’αὐτούς πού δεν ξέρουν ἤ δέν θέλουν νά προσεύχωνται καί κυρίως γι’αὐτούς πού δέν προσευχήθηκαν ποτέ.
Ἡ προσευχή ὅμως εἶναι καί ἕνας ἀγῶνας ἐνάντια στήν ὀκνηρία καί τήν βαρύτητα τῆς ψυχῆς. Γι’αὐτό καί τό σῶμα χρειάζεται νά πάρει ἐνεργό μέρος μέ νηστεία, γονυκλισίες, μετάνοιες πού βοηθοῦν στήν συγκέντρωση τοῦ πνεύματος πού πολύ εὔκολα σάν ἰδέες καί σκέψει μᾶς μεταφέρει ἀλλοῦ. Σύμφωνα μέ τήν ἔννοια τῆς λέξεως λειτουργία, πού σημαίνει «ἔργο τοῦ λαοῦ» διδάσκεται ἡ ἀληθινή σχέση ἀνάμεσα στό ἐγώ καί στούς ἄλλους εἴτε παρόντες εἴτε ἀπόντες. Παλαιότερον οἱ Πατέρες ὅταν μιλοῦσαν γιά τήν θεία Εὐχαριστία χρησιμοποιοῦσαν σκέτη τή λέξη «προσευχή». Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος μιλάει γιά τό χριστιανικό σπίτι καί τό παρομοιάζει σάν «κατ’οἶκον ἐκκλησία», σάν τόπο ἀδιάκοπης προσευχῆς. Μάλιστα ὑπάρχουν καί μονές τῶν «ἀκοιμήτων» ὅπου οἱ μοναχοί μοιράζονται σέ ὁμάδες καί ἡ προσευχή δέν σταματᾶ ποτέ, οὔτε μέρα οὔτε νύχτα.
Ἡ ἐνεργός συμμετοχή ὅλων στήν Λειτουργία τῆς Ἀνατολῆς ἑνώνεται μέ τήν ψαλωδία τῶν ἀγγέλων χωρίς νά ἐπιτρέπεται ποτέ νά χρησιμοποιηθοῦν μουσικά ὄργανα, πού εἶναι ἦχοι χωρίς λόγια. Τό Μυστήριο τῆς Θείας Λειτουργίας ἑνώνει τόν λόγο, τήν εἰκόνα καί τήν ψαλμωδία σέ μιά μοναδική καί ἀστραποβόλα φανέρωση τῆς Δόξης τοῦ Θεοῦ. Ὅπως τό Ἅγιο Πνεῦμα μεταφέρει μέσα στήν πνοή του και καθιστᾶ ἀκουστό τό Λόγο, τό ἴδιο και ἡ ψαλμωδία εἶναι πνοή πού μέ τήν ὑπερβατική της «γλυκύτητα» εἰσάγει τό λόγο στίς καρδιές τῶν ἀνθρώπων. Κάθε μελωδία, πού θά διεκδικοῦσε μία προτεραιότητα σάν μελωδία παραμορφώνει τό νόημα και παρουσιάζει μιά ἀπαράδεκτη παραφωνία. Ἡ αὐστηρή καθαρότητα τῆς ἀληθινῆς ἐκκλησιαστικῆς ψαλμωδίας προσφέρει τόπο στήν μυστηριακή παρουσία τοῦ Λόγου καί τοῦ ἐπιτρέπει νά ἐνεργεῖ μέ τίς δικές του ἐνέργειες. Προϋποθέτει δέ «ἀκουστική νηστεία», πού εἶναι ἀνάλογη μέ τήν «νηστεία τῶν ὀφθαλμῶν»τών ἁγιογράφων. Μόνο ἡ ἀνθρώπινη φωνή μπορεῖ νά περιβληθῆ τό ἀξίωμα τοῦ μεσολαβητοῦ ἐνώπιον τοῦ Λόγου τοῦ Θεοῦ καί ὁ χορός πού ψάλλει ἐν μίᾳ ψυχῇ» ἑνωμένος μέ τόν χορό τῶν ἀγγέλων.
Στήν ἀρχή ἡ Θεία Εὐχαριστία ἐτελεῖτο μόνο τίς Κυριακές. Ὁ ὄρθρος σημαίνει ὅτι ὁ ἄνθρωπος, κάθε πρωί ἀποδίδει σέ κάθε ὅν καί σέ κάθε πρᾶγμα τό βιβλικό τους νόημα δηλαδή νά εἶναι πρλάσματα τοῦ Θεοῦ, προορισμένα νά τόν δοξάζουν. Ὁ ἐσπερινός ἐκφράζει τόν θαυμασμό τοῦ ἀνθρώπου πού παρ’ὅλες τίς ἀδυναμίες του εἶναι ἀκόμα ζωντανός καί μπορεῖ νά εὐχαριστή τόν Θεόν γιατί τόν ἐνδυνάμωσε.
Οἱ Ὧρες, τρίτη (9η πρωϊνή), ἕκτη (12η μεσημβρινή) καί ἑνάτη (15η ἀπογευματινή) ἔχουν σκοπό τήν τριπλή ἐπιστροφή στόν Θεό. Ἔτσι ἔχομε ἕκτη (12η μεσημβρινή), ἀναφέρεται στήν σταύρωση, ἑνάτη (15η ἀπογευματινή) στόν θάνατο, τρίτη (9η πρωϊνή) στήν κάθοδο τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καί ἡ πρώτη (μεσάνυχτα) στήν ἀγρυπνία τοῦ Πνεύματος.
Ἡ χριστιανική Κυριακή δέν εἶναι ἡ ἑβδόμη μέρα, τό σάββατο τῆς ἰουδαϊκῆς ἑβδομάδος. Ἀλλά ἡ ἑπομένη τοῦ ἰουδαϊκοῦ σαββάτου. Εἶναι τό ἑβδομαδιαῖο Πάσχα καί ταυτόχρονα ἡ πρώτη μέρα ἀνάμνησης τῆς δημιουργίας τοῦ κόσμου, καί ἡ ὀγδόη μέρα, ἡμέρα τοῦ ἥλιου ἤ τοῦ ἀδύτου φωτός, ἡ ἀνάμνηση τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ καί προεικόνιση τοῦ μέλλοντος αἰῶνος. Ἄν τό Σάββατο εἶναι ἡ ἡμέρα τῆς ἀναπαύσεως τοῦ Θεοῦ, ἡ Κυριακή εἶναι ἡ ἡμέρα τῆς ἀναπαύσεως τοῦ σωσμένου ἀνθρώπου πού εἰσέρχεται εἰς τήν χαράν τοῦ Κυρίου καί συμμετέχει στούς «γάμους» τοῦ Ἀρνίου. Εἶναι ἐπίσης ἡ πρόγευση καί ἀναγγελία τῆς Δευτέρας Παρουσίας, ὅταν ὁλόκληρο τό σύμπαν, μέσα στό πῦρ τῆς τελικῆς μεταμορφώσεων, θά γίνη αἰώνια εὐχαριστία. Γι’αὐτό οἱ Κανόνες ἀπαγορεύουν νά προσευχόμαστε γονατιστοί τήν Κυριακή. Ὁ Ἅγιος Βασίλειος τό ἐξηγεῖ ταυτίζοντας τήν προσευχή σέ ὄρθια στάση μέ τήν ἀναζήτηση τῶν οὐρανίων πραγμάτων. Εἶναι μία στάση έσχατολογική τῆς προσμονῆς τῆς Παρουσίας. Ἡ Εὐχαριστία λοιπόν εἶναι ἡ πρόγευση τῆς τελικῆς Μεταλήψεως, πρός τό παρόν εἶναι ἡ «Κεκαλυμμένη Τράπεζα» ἐνῶ ἡ «Ἁποκεκαλλυμμένη Τράπεζα» ἀνήκει στόν ἄλλο αἰῶνα. Φανερώνει ὅτι στόν μέλλοντα αἰώνα ἡ ἀληθινή ὕπαρξη εἶναι ἡ αἰώνια εὐχαριστία, δοξολογία, κοινωνία. Ἔτσι ὁ ρυθμός τῆς Θείας Λειτουργίας τοποθετεῖται ἀνάμεσα στήν Σάρκωση καί τήν Δευτέρα Παρουσία-ἀπό τήν Ἀνάληψη τοῦ πρώτου Παρακλήτου, τοῦ Χριστοῦ, στήν κάθοδο τοῦ δευτέρου Παρακλήτου τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τήν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς. Τό λειτουργικό ἔτος ἔχει δύο πόλους α) νηστεία Χριστυγέννων, Γέννηση Κυρίου καί Θεοφάνεια καί ἀφ’ἑτέρου β) τό Πάσχα, τήν Ἀνάληψη καί τήν Πεντηκοστή.
Ἡ Λειτουργία διατρέχει τήν Βίβλο στήν ὁλότητά της. ὁλόκληρο τό ψαλτήρι διαβάζεται μέσα στήν ἑβδομάδα καί κατά τήν διάρκεια του ἑτήσιου κύκλου διαβάζεται ἡ Καινή Διαθήκη (ἐκτός τῆς Ἀποκαλύψεως). Ὁ μοναχισμός ἦταν πού μετέβαλε τήν Βίβλο σέ Λειτουργία. Τό Ἅγιο Πνεῦμα μιλάει μέ τήν Λειτουργία ὅπως παλαιότερα μέ τούς προφῆτες. Εἴτε γήινη μετάφραση, εἴτε εἰκόνα τῆς Λειτουργίας πού τελεῖται στόν οὐρανό ἀπό τόν Μεγάλο Ἀρχιερέα «κατά τήν τάξιν Μελχισεδέκ», δηλαδή τόν Χριστό περιβαλλόμενο καί ὑπηρετούμενο ἀπό ἀγγέλους μέ ἱερατικά διακονικά ἄμφια, ἡ Λειτουργία εἶναι πάντοτε ἡ Θεία Λειτουργία.
Τό ἅγιο εἶναι ἡ εἰσβολή τοῦ ἐντελῶς ἄλλου μέσα σ’αὐτό τόν κόσμο. Μόνο ὁ Θεός εἶναι Ἅγιος, κάθε ἄλλο στοιχεῖο αὐτοῦ τοῦ κόσμου δέν εἶναι ποτέ ἅγιο ἀπό τή φύση του, ἀλλά πάντοτε «τῇ μεθέξει». Τί ἐννοοῦμε; Ἡ θεϊκή ἐνέργεια ἀποσπᾶ ἕνα ὅν ἤ ἕνα πρᾶγμα ἀπό τίς ἐμπειρικές φυσικές του συνθῆκες καί τό τοποθετεῖ σέ κονωνία μέ τίς ἁγιαστικές, ὑπερβατικές ἐνέργειες. Ἡ Ἁγία Γραφή εἶναι ἅγια γιατί εἶναι μάρτυς τῆς παρουσίας τοῦ Χριστοῦ μέσα στόν λόγο Του, ὅπως κάθε ἐκκλησία εἶναι ἅγια γιατί ὁ Θεός κατοικεῖ ἐκεῖ, ὁμιλεῖ καί προσφέρεται τροφή. Κάθε βαπτισμένος χριστιανός εἶναι «χρισμένος», σφραγισμένος μέ τίς δωρεές τοῦ Ἁγίου Πνεύματος πού τόν ἐνσωματώνουν στόν Χριστό. Μέ αὐτήν τήν ἔννοια ὁ ἀπόστολος Παῦλος ὀνομάζει τά μέλη μιᾶς κοινότητος «ἁγίους». Ἄς συνοψήσομε. Ὁ μόνος, ὁ μοναδικός ἅγιος ἐκ φύσεως εἶναι ὁ Χριστός. Τά μέλλη του, οἱ πιστοί, εἶναι ἅγιοι μόνο κατά μέθεξιν.
Ἡ Λειτουργία ἀποκαθιστᾶ τίς πιό καθημερινές πράξεις τῆς ζωῆς, δηλαδή τήν βρώση, τήν πόση, τό νίψιμο, τήν ὁμιλία, τήνκίνηση τήν ζωή. Σέ εἰσάγει στόν κόσμο τῶν συμβόλων. τό σύμβολο εἶναι ἕνα σημεῖο πού καθοδηγεῖ, πληροφορεῖ, ὑποδεικνύει ὅπως ἡ ταμπέλα ἑνός μαγαζιοῦ. στά ἑλληνικά ἡ λέξεις σύμβολο καί διάβολος προέρχονται ἀπό τήν ἴδια ρίζα, ἔχουν ὅμως ἐκ διαμέτρου ἀντίθετη ἔννοια: ὁ διάβολος διχάζει, κομματιάζει, ἀπομονώνει ἐνῶ τό σύμβολο ἐνοποιεῖ, δένει, ἀποκαθιστᾶ τήν κονωνία. Τό σύμβολο λοιπόν βρίσκεται σέ σχέση ἐξαρτήσεως καί οὐσιαστικῆς κοινωνίας μέ τό συμβολιζόμενο. Ἕνα λειτουργικό σύμβολο, ἕνας σταυρός, μία εἰκόνα ἀντιπροσωπεύει μιά συμμετοχή στό οὐράνιο, ἀκόμη καί τήν ὑλική του ἀπεικόνιση. Ὅταν ἕνας πιστός κάνει τό σημεῖο τοῦ σταυροῦ, διατυπώνει τήν ἐπίκληση διά τῆς χειρονομίας, ἡ ὁποία καλεῖ τό Ἅγιο Πνεῦμα, ἤ, ἀκριβέστερα, ἑλκύει τήν «ἀνίκητη δύναμη τοῦ Σταυροῦ». Αὐτά ὅλα τά ἀναφέρουμε διότι ἡ Λειτουργία εἶναι τόσο ὀ λόγος ὅσο καί ἡ αἰώνια ἱερατική χειρονομία. Εἶναι γεμάτη ἀπό σημεῖα καί σύμβολα, ἀπό χειρονομίες καί συμβολικές πράξεις.
Ὁ Πατήρ εἶναι ἡ Ἀγάπη πού σταυρώνει, ὁ Υἱός εἶναι ἡ σταυρωμένη Ἀγάπη καί τό Ἅγιο Πνεῦμα εἶναι ἡ θριαμβεύουσα δύναμη τοῦ Σταυροῦ. Ὁ σύγχρονος ἄνθρωπος ἔχασε τό κλειδί, τό νόημα τῶν συμβόλων καί τῶν ἀριθμῶν, ἀλλά, εὐτυχῶς εἶναι πολύ εὐαίσθητος ἀκόμη στίς ἀνθρώπινες καταστάσεις, παρουσία -ἀπουσία, μοναξιά –κοινωνία, αἰχμαλωσία- ἀπελευθέρωση κλπ. Ἔτσι ὁ ἄνθρωπος ἀναζητάει νά εἶναι προστατευμένος πού σημαίνει σέ τελευταία ἀνάλυση ἀγαπημένος. Θέλει νά ἀγαπηθεῖ πού σημαίνει ὅτι δέν θά πεθάνη. Ἡ πιό βαθειά θλύψη τῆς ἀνθρώπινης ὑπάρξεως προέρχεται ἀπό τό χρόνο πού οὔτε νά τόν σταματήσουμε μποροῦμε οὔτε νά τόν γυρίσουμε πίσω. Ὁ χρόνος εἶναι κυκλικός (κοσμικές ἐποχές) ἀλλά καί ὑπαρξιακός. Ὑπαρξιακός εἶναι ὁ ἱερός ἤ λειτουργικός χρόνος Ἡ συμμετοχή του στό ἐντελῶς διαφορετικό μεταβάλει τήν φύση του. Ἡ αἰωνιότητα δέν εἶναι οὔτε πρίν οὔτε μετά. Εἶναι αὐτή ἀκριβῶς ἡ διάσταση στήν ὁποία μπορεῖ νά ἀνοιχθῆ ὁ χρόνος. Τό ἀληθινό τέλος δέν εἶναι τό τέρμα ἀλλά τό Πλήρωμα. Ὁ Χριστός δέν καταστρέφει τόν χρόνο, τόν συμπληρώνει, τόν ἐπανεκτιμᾶ καί τόν ἐξαγοράζει. Τά γεγονότα δέν σβήνονται πιά ἀλλά παραμένουν στήν μνήμη τοῦ Θεοῦ, γι’αὐτό καί ἡ εὐχή γιά τούς κεκοιμημένους παρακαλεῖ τόν Θεό νά τούς «διατηρήση στήν μνήμη του». Τά ὄρια τοῦ χρόνου καταργοῦνται.
Ἡ προετοιμασία τῶν τιμίων δώρων λαμβάνει χώρα στήν ἀρχή τῆς Λειτουργίας καί γίνεται χωριστά ἀπό τό λαό, πίσω ἀπό τίς κλειστές πόρτες τοῦ τέμπλου. Ἡ ἐξαφάνιση τοῦ θεσμοῦ τῶν κατηχουμένων ἄλλαξε τήν θέση τῆς ἀκολουθίας αὐτῆς πού ἦταν ἀμέσως μετά τήν ἀπόλυση τῶν μετανοούντων καί τῶν κατηχουμένων. Ὁ ἱερεύς διαβάζει μέ χαμηλή φωνή τίς «μυστικές εὐχές». Τά «φρικτά Μυστήρια», μπροστά στά ὁποῖα οἱ ἄγγελοι καλύπτουν τά πρόσωπά τους, ἤγειραν καί ἐγείρουν στούς πιστούς ἕνα ἱερό τρόμο. Ὁ ἱερεύς προσφέρει τή Θυσία τῆς ἐξαγορᾶς τῆς ζωῆς μας, γεμᾶτος φρίκη, κυριευμένος ἀπό φόβο καί μεγάλο τρόμο. Ἄς σημειώσουμε ὅτι ὁρισμένοι πνευματικοί Πατέρες τή στιγμή τῆς ἐπικλήσεως ἔβλεπαν φωτιά νά κατεβαίνει πάνω στό Θυσιαστήριο.
Ἡ Λειτουργία ξετυλίγει αὐτό τό μυστήριο πάνω στήν ἱερή σκηνή τοῦ ναοῦ καί παρασύρει στήν δράση του τήν σύναξη τῶν πιστῶν. Εἶναι ἕνα διαλογικό δρᾶμα, πού τό διευθύνει ὁ ἱερεύς, βοηθούμενος ἀπό τόν διάκονο, ἀγγλιοφόρο ἤ κήρυκα, καί τό χορό, τό σύνολον τῶν πιστῶν. Ἐν Χριστό στό πᾶν ἔχει συντελεσθῆ, ὠστόσο ὁ Θεός δέν παυει νά ἐνεργῆ. Συνεχίζει τίς ἐνέργειές του μέσα στά μυστήρια καί στη Λειτουργία, πού καθιστοῦν συνεχῶς ὁρατό τόν Χριστό μέσα στήν ἱστορία καί ἑπομένως εἶναι οἱ σημερινές παρεμβάσεις τοῦ Θεοῦ. Ὅντας, ἡ λειτουργία «ἔργο τοῦ λαοῦ»δέν ἀνέχεται κανέναν ἀπαθή ἤ ἐφωτερικό θεατή στό ρυθμό της. Ὁ ἱερεύς κατά τόν Ἅγιο Ἰουστῖνο δέν εἶναι ξεχωριστός ἀπό τό λαό ἀλλά ὁ κορυφαῖος τοῦ χοροῦ ἐκείνων πού εἶναι ἑνωμένοι μέ ἀγάπη καί εὐχαριστοῦν. Ὁ ἱερεύς προσφέρει τίς εὐχές ἐν ὀνόματι τῆς Ἐκκλησίας, γιά λογαριασμό τοῦ καθενός γι’αὐτό τό Ἀμήν ὅλων τῶν πιστῶν εἶναι ἀπαραίτητο.
Ἄλλο ἕνα μέρος βασικό τῆς Λειτουργίας εἶναι τό Τρισάγιον: κατά τόν Λέοντα τόν Σοφό ἡ θαυμάσια ἑρμηνεία τοῦ Τρισαγίου: “Δεῦτε λαοί, τήν τρισυπόστατον Θεότητα προσκυνήσωμεν, Υἱόν ἐν τῷ Πατρί σύν Ἁγίῳ Πνεύματι. Πατήρ γάρ ἀχρόνως ἐγέννησεν Υἱόν, συναίδιον καί σύνθρονον, καί Πνεῦμα Ἅγιον ἦν ἐν τῷ Πατρί σύν Υἱῷ δοξαζόμενον• μία δύναμις, μία οὐσία, μία θεότης, ἥν προσκυνοῦντες πᾶντες λέγομεν: Ἅγιος Ὁ Θεός, ὁ τά πάντα δημιουργήσας δι’ Υἱοῦ, συνεργίᾳ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος• Ἅγιος Ἰσχυρός, δι’οὗ τόν Πατέρα ἐγνώκαμεν, καί τό Πνεῦμα τό Ἅγιον ἐπεδήμησεν ἐν κόσμῳ• Ἅγιος Ἀθάνατος, τό Παράκλητον Πνεῦμα, τό ἐκ τοῦ Πατρός ἐκπορευόμενον καί ἐν Υἱῷ ἀναπαυόμενον. Τριάς ἁγία δόξα σοι».
Ὁ καθορισμός τῆς ἐκκλησίας εἶναι τό σύνολον τῶν πιστῶν, τῶν ἡνωμένων στόν ἴδιο τόπο γιά τό ἴδιο πρᾶγμα δηλαδή τήν Εὐχαριστία. Μέλος τῆς ἐκκλησίας εἶναι ὅποιος συμμετέχει σ’αὐτήν (τήν εὐχαριστία), γιατί μέσα στήν Εὐχαριστία ὁ Χριστός εἶναι «μεθ’ ἡμῶν μέχρι συντελείας τῶν αἰώνων. «Ἀντίθετα ὁ ἀφορισμός στερεῖ τόν ἄνθρωπο κυρίως ἀπό τό Ποτήριο, μέ συνέπεια τήν αὐτόματη ἀποκοπή του ἀπό τό σῶμα, ἀπό τήν κοινωνία. Διότι χάρη στό εὐχαριστιακό θαῦμα οἱ πιστοί γίνονται ὁμοαίματοι καί ὁμόσωμοι μέ τόν Χριστό (χριστοφόροι γινόμεθα). Ἡ ἐκκλησία στήν ὕψιστη πραγματικότητά της εἶναι, ἔστω καί ἀόρατη, τό Εὐχαριστιακό σῶμα, τό οὐράνιο σῶμα τοῦ Χριστοῦ.
Ὅλες οἱ ἀκολουθίες τοῦ ἡμερησίου καί τοῦ ἑβδομαδιαίου κύκλου εἶναι μία προπαρασκευή γιά τόν ἑορταμό τῆς Ἡμέρας τοῦ Κυρίου (τῆς Κυριακῆς), γιά τήν συμμετοχή στό Δεῖπνο του. Διά τοῦτο ὅποιος δέν κοινωνεῖ, τοποθετεῖ τόν ἑαυτό του στήν κατάσταση τοῦ ξένου, κάποιου πού εἶναι ἔξω ἀπό τήν ἐκκλησία καί ἀπό τό μυστήριό της. Σύμφωνα μέ τόν 2ο κανόνα τῆς Συνόδου τῆς Ἀντιοχείας, ὅποιος προσέρχεται γιά νά ἀκούσει τό Εὐαγγέλιο, ἀλλά δέν παίρνει τή Θεία κοινωνία, παραβαίνει τόν κανόνα καί πρέπει νά ἀφορίζεται. Ἄλλοι κανόντες διατάζουν νά ἀφορίζεται ὅποιος δέν συμμετέχει στήν Θεία κοινωνία τρεῖς Κυριακές συνέχεια (11ος τῆς Συνόδου τῆς Σαρδικης καί 80ος τῆς ἐν Τρούλλῳ). Ἡ Λειτουργία εἶναι ὁ τόπος τῆς κοινῆς ἐνέργειας καί τῶν Τριῶν Προσώπων τῆς Ἁγίας Τριάδος καί αὐτός ὁ ζωντανός τόπος εἶναι ἡ ἐνεργός παρουσία ὅλων τῶν προσώπων, μελῶν τῆς ἐκκλησίας.
Ἡ Εὐχαριστία ὀνομάζεται «φάρμακον ἀθανασίας». Ἐδῶ νά σημειώσουμε ὅτι ὅταν ὁ Ἀποστολος Παῦλος ἀναφέρεται εἰς τήν ἀναξιότητα τῶν προσελθόντων δέν ἀναφέρεται στήν ἠθική κατάσταση, πού εἶναι πάντοτε τρωτή, ἀλλά στήν ΑΚΗΔΙΑ, στήν ἐπιπολαιότητα τῆς πίστεως καί τῆς συμπεριφορᾶς τοῦ ἀνθρώπου πού τοῦ λείπει ἡ διάκριση καί τό δέος μπροστά στό μυστήριο. Καί ὁ Ἅγιος Ἀμβρόσιος λέει ὅτι: Ὅποιος εἶναι ἀνάξιος νά κοινωνῇ κάθε μέρα, θά εἶναι τό ἴδιο καί γιά μιά φορά τό χρόνο». Σημειῶστε καλά αὐτό ἀδελφοί. Ἡ Εὐχαριστία δέν εἶναι ἡ ἀνταμοιβή γιά τούς «καλῶς ἔχοντας», ἀλλά ἡ «ἀληθινή τροφή» ἡ πνευματική. Εἶναι τό πιό «ἰσχυρό φάρμακο αθανασίας», τό ἀντίδοτο στόν θάνατο, καί ἡ χαρμόσυνη κοινωνία τῆς ἀγάπης, ὁ ἐροτασμός της. Οἱ τρεῖς τάξεις ἑνώνονται γιά νά συνάψουν τήν Θεία Εὐχαριστία ἡ κοσμική, ἡ άνθρώπινη καί ἡ ἀγγελική ἀπό τόν Μεγάλο Ἱερέα, τόν Χριστό. «Σύ ἐκ τοῦ μή ὄντος εἰς τό εἶναι ἡμᾶς παρήγαγες… καί οὐκ ἀπέστης πάντα ποιῶν, ἕως ἡμᾶς εἰς τόν οὐρανόν ἀνήγαγες καί τήν Βασιλείαν σου ἐχαρίσω τήν μέλλουσαν». Στήν πραγματικότητα αὐτός ὁ κόσμος ἔχει δημιουργηθεί γιά τό μεσσιανικό δεῖπνο! «ἵνα πάντες ἕν ὦσι, καθώς σύ, πάτερ, ἐν ἐμοί καγώ ἐν σοί, ἵνα καί αὐτός ἐν ἡμῖν ἕν ὦσιν». Σέ αὐτόν τόν κόσμο ἡ Ευχαριστία εἶναι ἤδη ἡ παρουσία τοῦ «ἐντελῶς ἄλλου. «Ἐλθέτω ἡ χάρις, παρελθέτω ὁ κόσμος οὖτος». Μπροστά στήν ἐσχατολογική ἀναγγελία ὀρθώνεται ὁλόκληρος ὁ χρόνος: ἡ Σάρκωση, ὁ Σταυρός, ἡ Ἀνάσταση, ἡ Δευτέρα Παρουσία ἀναγγέλλονται ἀπό τό βάθος τοῦ Ποτηρίου. Ἡ μεταβλητή ὕλη αὐτοῦ τοῦ κόσμου ἀγγίζει τόν οὐρανό, ἀλλάζει φύση καί γίνεται τμῆμα του. Στό ποτήριο ὑπάρχει πλέον, ἀπό τήν στιγμή πού συνετλέστηκε τό θαῦμα, τό μεταμορφωμένο Σῶμα καί Αἷμα τοπυ ἀναστημένου θύματος.
Ἐνώ στήν Κανά ἡ μεταμόρφωσις ἦτο φυσικό θαῦμα, ἀπό νερό σέ οἶνο (ὑλικά γήϊνα), στήν προκειμένη περίπτωση τά ὑλικά αυτοῦ τοῦ κόσμου μεταμορφώνονται σέ μία πραγματηκότητα πού δέν εἶναι πιά αὐτοῦ τοῦ κόσμου. Τό θαῦμα εἶναι μεταφυσικό.
Σύμφωνα μέ τήν διδασκαλία τοῦ Ἁγίου Εἰρηναίου διά τῆς ἐπικλήσεως ὁ εὐχαριστιακός ἄρτος δέν κρύβει μέσα του μιά ἄλλη παρουσία, ἀλλά συνενώνει ἀσυγχύτως καί ἀδιαιρέτως τήν οὐράνια καί τήν ἐπίγεια τροφή ταυτίζοντάς τες. Ἡ ἐνεργοποιός δύναμη ἀποδίδεται στήν ὑποστατική ἐπέμβαση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, πού μέ τήν ἰδιότητα τοῦ Παρακλήτου καί τοῦ οὐρανίου πυρός, κατέρχεται πάνω σέ κάθε σάρκα καί τήν ἁγιάζει. Ἐδῶ φανερώνεται τό Τριαδικό δόγμα ὥστε σφραγισμένοι μέ τό Ἅγιο Πνεῦμα, ἔχοντας γίνει χριστοφόροι, γίνονται ναοί «πλήρεις τῆς Ἁγίας Τριάδος».
Ἡ δημιουργία τοῦ κόσμου βρίσκεται στό τέρμα τῆς καθοδικῆς κινήσεως τῶν ἐνεργειῶν τοῦ Θεοῦ: ἀπό τόν Πατέρα διά τοῦ Υἱοῦ ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι. Ἀντίθετα ἡ ἄνοδος τοῦ ἀνθρώπου, ἡ οίκονομία τῆς σωτηρίας, ἀκολουθεῖ ἀντίστροφη πορεία, ἀπό τό Ἅγιο Πνεῦμα (πού εἶναι μέσα μας) διά τοῦ Υἱοῦ πρός τόν Πατέρα.
Τό Ἅγιο Πνεῦμα λοιπόν εἶναι ὁ ἐξαγιαστής, πού μᾶς ἐνώνει μέ τόν Θεό καί ἐνεργός ἀρχή κάθε Θείας ἐνεργείας. Ἀναλογιστεῖτε ἀδελφοί μου, πόσο αὐτή ἡ ὥρα εἶναι σεπτή καί φοβερή! Μέρος τῆς Εὐχαριστίας εἶναι ἡ ἱεροτελεστία τοῦ ζέοντος ὅπου ὁ ἱερεύς χύνει στό ποτήριο ζεστό νερό. Κοινωνοῦμε τό ζεστό, πνευματωμένο αἷμα, γεμάτο ἀπό τίς ἐνέργειες τοῦ Ἁγίου Πνεύματος «Ὅποιος τρώγει τό σῶμα μου μέ πίστη, ἐσθίει μαζί του τό πῦρ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος». Πρόκειται γιά τήν φωτιά τῆς Θείας ἀγάπης πού ἔρχεται μέσα μας διά τῆς μεθέξεως, μάλιστα δέ μέ τήν ἔννοια τῆς περιχωρήσεως, δηλαδή τῆς ἀνταλλαγῆς τῶν ἰδιωμάτων καί τῶν ἰδιοτήτων τῶν δύο φύσεων. Κοινωνοῦμε μέ τόν Χριστό, ἀλλά καί ὁ Χριστός κοινωνεῖ μαζί μας. Εἶναι οἱ μυστικοί γάμοι τοῦ Χριστοῦ μέ τήν ἐκκλησία, μέ κάθε ἕναν ἀπό ἐμᾶς προσωπικά, ὀνομαστικά.
Τό πρῶτο μέρος τῆς Λειτουργίας ὀνομάζεται Λειτουργία τῶν Κατηχουμένων. Ἡ τάξις τῶν ἀναγνωσμάτων εἶναι οἱ προφῆτες τῆς Π. Διαθήκης, μιά περικοπή ἀπό τίς ἐπιστολές καί μία ἀπό τά Εὐαγγέλια. Μετά τά ἀναγνώσματα ἀκολουθεῖ ἡ ὀμιλία, ἡ απόλυση τῶν κατηχουμένων καί τῶν μετανοούντων καί ἡ ἀκολουθεία τελειώνει μέ μία ἰκετευτική δέηση.
Ἡ χριστιανική Λειτουργία πρέπει νά τελεῖται μεταξύ τρίτης ὥρας καί μεσημβρίας. Οἱ ἀδελφές λειτουργίες εἶναι τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου καί τοῦ ἁγίου Βασιλείου. Εἰς τό παρελθόν (8ος-9ος αι.) ἡ συνήθης λειτουργία ἦτο τοῦ Βασιλείου. Τώρα συμβαίνει τό ἀντίθετον. Ἡ Λειτουργία τοῦ ἁγίου Χρυσοστόμου εἶναι ἡ συνήθης καί τοῦ Μεγάλου Βασιλείου τελεῖται μόνο δέκα φορές τό χρόνο.
Τό λειτουργικό σχῆμα ἔχει τρεῖς προσεγγίσεις στό Μυστήριο τῆς σωτηρίας α) ἡ προσκομιδή, β) τήν λειτουργία τῶν κατηχουμένων καί γ) τήν λειτουργία τῶν πιστῶν ὅπου α) στήν προσκομιδή ὁ Ἀμνός τοῦ Θεοῦ ὁ σφαγιασμένος ἀπό καταβολῆς κόσμου εἰσέρχεται ἀπό τήν αἰωνιότητα στήν Ἱστορία καί θυσιάζεται β) στήν λειτουργία τῶν κατηχουμένων εἰσάγεται τό συνολικό ἔργο τοῦ Χριστοῦ και γ) ἡ λειτουργία τῶν πιστῶν ἀποτελεῖ συμμετοχή στό πάθος, τόν θάνατο, στήν ἀνάσταση, στήν ἀνάληψη, στήν Δευτέρα Παρουσία καί στήν αἰώνια βασιλεία τοῦ Χριστοῦ. Τό δεῖπνο τοῦ Χριστοῦ καί τῶν Ἀποστόλων τοποθετεῖται στήν καρδιά τῆς Λειτουργίας τῶν πιστῶν.
Στήν προσκομιδή (πρόθεση) ἔχομε τήν ἐπίκληση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἔνδυση τῶν λειτουργῶν, νύψη χεριῶν, προετοιμασία τῶν δώρων, θυμίαμα τοῦ ναοῦ.
Στήν λειτουργία τῶν κατηχουμένων έχομε ψαλμούς, μεγάλη καί μικρή συναπτή, δοξολογία, μακαρισμούς, Μικρά εἴσοδο, Ἀπόστολο, Εὐαγγέλιο καί ὀμιλία τοῦ ἱερέως, δέηση ὑπέρ τῶν κατηχουμένων καί ἀπόλυσή τους.
Στήν λειτουργία τῶν πιστῶν: Εὐχή ὑπέρ πιστῶν, Χερουβικός ὕμνος, Μεγάλη εἴσοδος, κλήση σέ προσοχή καί εὐχαριστιακή δέηση, καθαγιασμό, Μεγάλη Δέηση τῶν ἁγίων ζώντων καί τεθνεότων, Κυριακή προσευχή, ὕψωση, μελισμός καί ἀνάμνηση, Μετάληψη τῶν πιστῶν, Εὐχαριστία, Μεταφορά τῶν Τιμίων δώρων στήν πρόθεση, ἀπόλυση τῶν πιστῶν καί διανομή τοῦ ἀντιδώρου.
Δέν θά ἀσχοληθοῦμε στό παρόν μέ τό λατρευτικό τυπικόν. Μᾶς ἐνδιαφέρει ἡ ούσία. Ἡ λέξις λειτουργία στά ἑλληνικά σημαίνει δημόσια ὑπηρεσία. Στήν Καινή Διαθήκη, στό Εὐαγγέλιο τοῦ Λουκᾶ (α΄23) ὁ ὄρος σημαίνει τήν λειτουργική διακονία τοῦ ἱερέως Ζαχαρία στό ναό, καί σταδιακά φθάνουμε σέ μιά θρησκευτική καί ἱερή σημασία πού καθορίζει ἡ λέξις μία θεία διακονία ἀδιάκοπη τῆς ἐκκλησίας, πού στρέφεται ταυτόχρονα πρός τό Θεό καί τούς ἀνθρώπους. Τό δέ ρῆμα εὐχαριστεῖν στά ἀρχαῖα Ἑλληνικά σημαίνει ὁμολογῶ τήν εὐγνωμοσύνη μου, ἀποδίδω χάρη. Ἀπό αὐτό προέρχεται ἡ Ευχαριστία. Στό Εὐαγγέλιο ἡ λέξη ἀπαντᾶται στήν διήγηση τοῦ πολλαπλασιασμοῦ τῶν ἄρτων καί τοῦ δείπνου τοῦ Κυρίου καί στούς Ἀποστολικούς πατέρες τό οὐσιαστικό Εὐχαριστία σημαίνει πιά καθαρά τό μυστήριο τῆς Θείας Εὐχαριστίας. Ἡ λέξις ἐκκλησία προέρχεται καί αὐτή ἀπό τήν ἑλληνική ρίζα, πού σημαίνει συγκαλῶ.
Στήν λειτουργία τῶν κατηχουμένων, πού εἶναι ἡ λειτουργία τοῦ Λόγου, τό Εὐαγγέλιο εἶναι τοποθετημένο στό κέντρο τῆς Ἁγίας Τράπεζας. Στήν λειτουργία τῶν πιστῶν πού εἶναι ἡ λειτουργία τῆς εὐχαριστίας, στό κέντρο θά τοποθετηθῆ τό ποτήριο. Ὅ,τι ὁ Λόγος ἀναγγέλει συντελεῖται μέσα στό Ποτήριον.
Στήν λειτουργία τῶν κατηχουμένων ἐμβαθύνουμε σέ μία θεολογία τοῦ χρόνου, τῆς Ἱστορίας ἐνῶ ἡ λειτουργία τῶν πιστῶν ἐπικεντρώνεται στήν θεολογία τῆς εἰωνιότητος, τῆς Βασιλείας, ἀνοίγοντας τίς πόρτες τῆς Ἱστορίας πρός τόν μέλλοντα αἰῶνα. Ἡ λειτουργική σύναξη συναθροίζεται ἀρχικά γιά νά ἀκούσει τόν Λόγο, διήγησις τοῦ σχεδίου τοῦ Θεοῦ, τά θαυμάσια τοῦ Θεοῦ διά μέσου τῶν δύο Διαθηκῶν καί μέχρι τήν Δευτέρα Παρουσία. Πρέπει νά ἀναφερθεῖ ἐδῶ ὅτι ἐπάνω στόν δίσκο τῆς προθέσεως ἀποκαθίσταται ἡ εἰκόνα τῆς Δεήσεως μέ τήν ἀκολουθία τοποθετήσεως τῶν μερέδων. Οἱ γάμοι τοῦ Ἀρνίου, ὁ Χριστός περιβαλλόμενος ἀπό τήν Θεοτόκο καί τό Πρόδρομο, ἀκολουθούμενος ἀπό ἀγγέλους καί ἁγίους. Εἶναι ἡ τέλεια εἰκόνα τῆς ἐκκλησίας πού καλύπτει τόν οὐρανό καί τήν γῆ. Τό ἀρνίον τό ἐσφαγμένον ἀπό καταβολπῆς κόσμου εἰσέρχεται τώρα στήν Ἱστορία. Ὁ ἱερεύς καλύπτει τόν δίσκο μέ τίς μερίδες –εἰκόνα τοῦ πληρώματος τῆς Βασιλείας-βάζοντας ἀπό ἐπάνω τόν ἀστερίσκο καί λέγει: «Καί ἐλθών ὁ ἀστρήρ ἔστη ἐπάνω, οὗ ἦν τό παιδίον».
«Εὐλογημένη ἡ βασιλεία..»ἡ ἐναρκτήρια εὐλογία ὅπου τό Ἅγιο τοῦ Θεοῦ εἰσβάλλει στόν κόσμο, εἰσέρχεται ἐδῶ καί τώρα, ἐκτοπίζοντας τόν βέβηλο χρόνο καί χῶρο. Δέν γίνεται φυγή ἀλλά ἀνατροπή θέσεων• ὁ κόσμος δέν κυβερνᾶ πιά τόν ἄνθρωπο, ἀλλά τόν ἀκολουθεῖ. Καί ἡ ὡραία Πύλη ἀνοίγει, ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ βρίσκεται ἀνάμεσα στούς ἀνρθώπους.
Εις τίς έκφωνήσεις «περί εἰρήνης», θά θέλαμε νά σχολιάσουμε ὅτι δέν πρόκειται γιά τήν φυσική «εἰρηνική» κατάσταση τοῦ ἀνθρώπου, ἀλλά γιά τήν ἀπόκτηση τῆς Εἰρήνης τοῦ Θεοῦ, πού εἶναι ἡ δωρεά τῆς μεγάλης συμφιλιώσεως. Οἱ ψαλμοί 102 καί 145 ψάλλουν τίς εὐεργεσίες τοῦ Θεοῦ καί στρέφονται μέ ἔνταση πρός τήν ἐπηγγελμένη Σωτηρία. Εἶναι τό «Πιστεύω» τῶν κατηχουμένων. Στή λειτουργία τῶν πιστῶν τό «Πιστεύω» προηγεῖται τῆς Εὐχαριστίας, ἐδῶ προηγεῖται τῆς ἀναγνώσεως τοῦ Λόγου.
Μετά ἔχομε την μικρή εἴσοδο. Δέν εἶναι συμβολική ἀλλά πραγματική. Ὁ ἱερεύς κρατώντας πανηγυριά τό ἱερό Εὐαγγέλιο, στό ὕψος τοῦ μετώπου, ἐνῶ προηγεῖται μία ἀναμμένη λαμπάδα κατευθύνεται πρός τήν Ὡραία Πύλη. Εἶναι ἡ τλετουργική ἀναπαράσταση τοῦ Χριστοῦ πού ἀγγέλει τόν Λόγο του, ἐνῶ προπορεύεται «ὁ λύχνος ὁ καιόμενος καί φαίνων», ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Βαπτιστής (διάκονος μέ ἀναμμένη λαμπάδα). Στήν εἴσοδο οἱ ἄγγελοι πού τελοῦν στόν οὐρανό τήν αἰώνια λειτουργία ἔρχονται νά συλλειτουργήσουν μέ τόν ἱερέα καί τούς πιστούς «εἴσοδος ἀγγέλων γενέσθαι, συλλειτουργούντων καί συνδοξολογούντων…». Ὁ Λόγος θά ἀντιχήσῃ στόν προκαθορισμένο χῶρο τῆς Κοινωνίας τῶν ἁγίων καί οἱ κατηχουμενοι θά μεταλάβουν τοῦ Λόγου καί διακηρύττουν ὄτι εἶναι ἅγιοι μόνο διά τῆς συμμετοχῆς στήν ἁγιότητα τοῦ Θεοῦ. Ἡ ἁγιότης ἀποτελεῖ ἀποκλειστική ἰδιότητα τοῦ Θεοῦ. Ἡ Λειτουργία δέν διδάσκει τήν Ἁγιότητα ἀλλά τήν ἀποκαλύπτει. Γιά τούς κατηχούμενους τό Τρισάγιο πού ἀκολουθεῖ, ἀντιστοιχεῖ στόν χερουβικό καί στόν ἐπινίκιο ὕμνο τῆς λειτουργίας τῶν πιστῶν. Τέλος ἡ τριαδική δοξολογία πού ψάλλεται ἀπό τούς ἀνθρώπους ὅπου Ἅγιος ὁ Θεός εἶναι ὁ Πατήρ, ἡ πηγή τῆς ἁγιότητος, ἅγιος ἰσχυρός, ὁ Υἱός, ὁ Ἰσχυρός πού θριαμβεύει πάνω στό θάνατο, ἅγιος ἀθάντατος, τό Ἅγιο Πνεῦμα, τό ζωοποιό, πνοή τῆς αἰώνιας ζωῆς.
Πρίν ἀπό τήν τελευταία ἐπανάληψη τοῦ Τρισαγίου ὕμνου ὁ διάκονος λέγει: Δύναμις, ὅπου σύμφωνα μέ τήν ἐλληνική λειτουργική τάξη, ὑποθέτουμε ὅτι ἡ ἀναφώνηση αὐτή ἀπευθυνόταν στούς ἀντιπροσώπους τοῦ αὐτοκρατορικοῦ στρατοῦ καί στίς οὐράνιες δυνάμεις τῶν ἀγγέλων.
Στήν Λειτουργία τῶν κατηχουμένων λοιπόν πρέπει νά τρεφόμαστε μέ τά σπέρματα τῆς ζωῆς πού περιέχονται μέσα στήν Βίβλο, ὅπως ἀκριβῶς τρεφόμαστε μέ τήν Θεία Εὐχαριστία στήν Λειτουργία τῶν πιστῶν.
Ὅταν διαβάζουμε μετά τόν Ἀπόστολλο ἄς ἔχομε ὑπ’ὅψιν ἕνα γνωμικό πού λέει ὅτι ὁ ἀπόστολος ἑνός ἀνθρώπου εἶναι σάν ἕνας ἄλλος ἑαυτός του. Ἐδῶ συνδέεται ἡ Λειτουργία μέ τήν ἀποστολική παράδοση, μέ τήν ἀδιάκοπη λατρευτική κληρονομιά.
Ἄς σημειωθεῖ ὅτι οἱ λέξεις Ἀμήν καί Ἀλληλούϊα εἶναι οἱ μόνες πού παραμένουν ἀμετάφραστες. Εἶναι ἱεροί ἦχοι ἐμπνευσμένοι ἀπό τόν ἴδιο τόν Θεό.
Μετά οἱ κατηχούμενοι δέχονται τήν μυστηριακή μεταβολή τῆς ἀναγνώσεως τῶν Γραφῶν σέ Λόγο Θεοῦ, πού προσφέρεται σάν τροφή (πνευματική). Εἶναι ἡ βιβλική εὐχαριστία τῶν κατηχουμένων.
Ὁ χαιρετισμός «Εἰρήνη πᾶσι» γίνεται τρεῖς φορές κατά τήν διάρκεια τῆς Θείας Λειτουργίας 1) πρίν τήν ἀνάγνωση τοῦ Εὐαγγελίου 2) πρίν τόν ἀσπασμό τῆς εἰρήνης καί 3) πρίν τήν Θεία Κοινωνία. Ἡ εὐλογία κατέχει τήν ἐνέργεια μιᾶς εὐεργεσίας. Γίνεται δηλαδή αἰτία σωτηρίας γιά τούς ἄξιους ἤ ἀντιθέτως καταδίκης.
Τό κήρυγμα δέν εἶναι μιά ἁπλή ἐξήσηση τῆς περικοπῆς τοῦ Εὐαγγελίου ἀλλά ὅλου τοῦ Εὐαγγελίου. Μετά ἔχουμε τήν ἀπόλυση τῶν κατηχουμένων καί ἀρχίζει ἡ Λειτουργία τῶν πιστῶν.
Ὁ Χριστός καί ἡ Βασιλεία του δέν ἀνοίγει παρά μέ τό βάπτισμα καί τό χρῖσμα τοῦ Πνεύματος. Αὐτός πού μένει στό ναό τῆς δόξης εἶναι ὁ καινούριος, ὁ ἀναστημένος ἐν Χριστῷ πιστός μαθητής. Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Μέγας ἀναφέρει μία ἀρχαία ἐκφώνηση τοῦ διακόνου «Ὅσοι δέν συμμετέχουν στήν κοινωνία, ἄς ἐκγαταλείψουν τήν σύναξη». Σύμφνω δέ μέ τόν Ἅγιο Μάξιμο τόν Ὀμολογητή ἡ ἐκφώνηση «τάς θύρας, τάς θύρας» δέν ἀναφέρεται καθόλου στό ναό, ἀλλά στίς θῦρες τῆς Ἱστορίας πού κλείνουν γιατί ὅποιος παραμένει μέσα στό ναό, πάει πέρα ἀπό τήν Ἱστορία. Ὁ Ἅγιος Συμεών τονίζει ὅτι ὅποιος παραμένει προετοιμάζεται νά παρουσιαστεῖ στήν Κρίση.
Ἡ Λειτουργία μᾶς προσφέρει τήν ἄμεση, τήν βιωτική κατανόηση τοῦ δύσκολου λόγου : ὅποιος ἀκολουθεῖ τόν Χριστό, «εἰς κρίσιν οὔκ ἔρχεται, ἀλλά μεταβέβηκεν ἐκ τοῦ θανάτου εἰς τήν ζωήν». Ἡ Λειτουργία τῶν πιστῶν ἔρχεται τώρα νά μᾶς εἰσαγάγει στήν ἐσχατολογική διάσταση τῆς Βασιλείας καί στήν λαμπρή γιορτή τῆς κατά πρόσωπον συναντήσεως.
Ὁ Χριστός δέν ἀποσύρει ἀπό τόν κόσμο τούς «σεσωσμένους», ἀλλά μαζί μέ αὐτούς καί δι’αὐτῶν σώζει τόν ἴδιο τόν κόσμο. «Θά σωθεῖ ἐκεῖνος πού σώζει τούς ἄλλους» ὑπενθυμίζει ὁ Vladimir Soloviev.
Ὁ ἄνθρωπος τρώγοντας τόν αἰνιγματικό καρπό εἰσήγαγη μέσα του ἕνα στοιχεῖο ξένο πρός τήν ἀγνή φύση του, τό κακό, τήν ἐπανάσταση, τήν ἅρνηση, τόν πόνο, τό θάνατο. Στήν παραγματικότητα, καί σίγουρα τό ἔχετε ἀκούσει, ὁ ἄνθρωπος εἶναι αὐτό πού τρώει. Ὅλες οἱ ἀρχαῖες θυσίες δέν ἦταν παρά εἰκόνες» καί προσμονή τῆς μοναδικῆς σωστικῆς θυσίας. Ἡ ἀρχαία θρησκεία μέσα στά διονυσιακά της μυστήρια, ἔφτανε στήν ἰδέα ἑνός πάσχοντος Θεοῦ, χωρίς νά γνωρίζει τόν ἀληθινό Θεό. Ὁ Ἰσραήλ γνώριζε τό Θεό χωρίς ὅμως νά γνωρίζει τόν πάσχνοντα Θεό. Ὁ Υἱός τοῦ ἀνθρώπου θυσιάζεται γιά τήν σωτηρία τοῦ κόσμου, εἶναι ἡ σταυρωμένη ἀγάπη πού προσφέρεται σάν τροφή, σάν θεραπεία ἀπό τόν θάνατο. Ἔκτοτε ὁ Μόνος καταργεῖ κάθε θυσία, κάθε θρησκεία, γιατί αὐτό πού ὁ ἄνθρωπος προσφέρει στόν Πατέρα εἶναι ἡ μοναδική, μιά γιά πάντα θυσία τοῦ ίδιου τοῦ Υἱοῦ.
Ἡ μεγάλη εἴσοδος ἤ ἡ λιτανεία τῆς προθέσεως, εἶναι ἡ μεταφορά τῶν προσφερομένων δώρων, πού δέν ἔχουν ἀκόμη καθαγιασθῆ. Οἱ ἀγγελικές δυνάμεις εισβάλλουν καί ἔρχονται νά κυκλώσουν τό θυσιαστήριο ἐνῶ οἱ πιστοί «μυστικῶς» εἰκονίζουν, ταυτίζονται μέ τούς ἀγγέλους. Εἶναι ἐπίσης μιά λειτουργική ἀναπαράσταση τῆς ἀφίξεως τοῦ Χριστοῦ ἀπό τήν Βηθανία στήν Ἰερουσαλήμ. Ἡ δέσηση τῆς Προσκομιδῆς πού ἀκολουθεῖ μᾶς ἑτοιμάζει γιά τήν εὐχαριστιακή Πεντηκοστή• διά τῶν οἰκτιρμῶν τοῦ Υἱοῦ ἡ ἐκκλησία ἀναμένει τήν κάθοδο τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ὁ Θεός ξαναχαρίζει τόν καρπό του, δηλαδή τήν αἰώνια ζωή, στόν ἄνθρωπο διά τῆς Θείας Εὐχαριστίας. Τόν ὑψώνει λοιπόν στήν τιμητιή θέση τοῦ Υἱοῦ τῆς εἰρήνης ὅπου καί ὁμολογοῦμε τήν Ἁγία Τριάδα ἀλλά καί δεχόμαστε ὅτι ἡ Ἀγάπη ἡ ὁποία συνδέει τέλεια τήν Ἁγία Τριάδα χρησημεύει σάν βάση στήν γνώση τῆς Ἀλήθειας. Οἱ συλλειτουργοί δηλαδή οἱ πιστοί τηροῦν τή διαθήκη τοῦ Κυρίου ἐκπληρώνοντας τόν «ἀσπασμό τῆς εἰρήνης» λέγοντας ὅτι ὁ Χριστός ἐν τῷ μέσῳ ἡμῶν καί ἔστι καί ἔσται εἰς αἰῶνα αἰῶνος. Εἶναι δηλαδή ἀνάμεσά μας. Ἡ ἐκκλησία ἔγινε ἕνα σῶμα κι’ ὁ ἀσπασμός μας εἶναι ἡ ἐγγύσηση αὐτῆς τῆς ἐνότητος. Ἡ ἔχθρα διώχτηκε μακρυά καί ἡ ἀγάπη εισχώρησε παντοῦ!
Ὁ Χριστός εἶναι ταυτόχρονα ἱερεύς καί θῦμα, εἶναι τό Ἀρνίο τό ἐσφαγμένο πρίν ἀπό τό χρόνο, καί ὁ Χριστός ὁ σταυρωμένος μέσα στήν Ἱστορία.
Καί ἔρχεται ἡ στιγμή πού ὁλοκληρώνεται ὁ καθαγιασμός τῶν δώρων, μέ τήν ἐπίκληση, προσευχή μέ τήν ὁποία ζητούμε νά ἔλθη τό Ἅγιο Πνεῦμα γιά νά ἐπιτελέση τό εὐχαριστηριακό θαῦμα. «Καί παρακαλοῦμε σε καί ἰκετεύομεν, κατάπεμψον ….» καί ὁ χορός ψάλλει τό μεγαλυνάριο τῆς Θεοτόκου «Ἄξιον ἐστί ὠς ἀληθῶς…. Ἡ μνημόνευση ἀμέσως μετά τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Βαπτιστοῦ , σκιαγραφεἰ τή λειτουργική εἰκόνα τῆς Δεήσεως. Ἡ Θεοτόκος καί ὁ Ἅγιος Ίωάννης ὁ Βαπτιστής, ἀρχέτυπα τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως μεσιτεύουν στόν Χριστό, τόν Διδάσκαλο καί Κριτή. Οἱ κορυφαῖοι αὐτοί τοῦ χοροῦ τῶν ἁγίων γίνονται οἱ προεξάρχοντες στή μεγάλη προσευχή τῆς μεσιτείας, στήν μνημόνευση ζώντων καί νεκρῶν.
Ἡ Κυριακή προσευχή πού ἀκολουθεῖ δείχνει ὅτι τό καθημερινό μας ψωμί, ὁ ἑπιούσιος ἄρτος, εἶναι ὁ εὐχαριστιακός ἄρτος. Ἡ λειτουργική της θέση εἶναι πρίν ἀπό τό Δεῖπνο. Εἶναι ὁ «ἄρτος τῆς αὔριον», «ὁ ἄρτος ὁ ἐρχόμενος», ὁ ἄρτος τῆς Βασιλείας, δοσμένος σήμερα.
Μιά λαμπαδα τοποθετημένη μπροστά στήν Ὡραία Πύλη συμβολίζει τήν ἀναμονή τοῦ Νυμφίου ἀπό τίς φρόνημες παρθένες. Ἡ Ὡραία Πύλη ἀνοίγει διάπλατα, σιωπηλά, σύμβολο τοῦ ἀγγέλου Γαβριήλ πού κυλάει τόν λίθο ἀπό τή θύρα τοῦ μνημείου. Κρατῶντας τό ποτήριο, ὁ ἱερεύς ἐμφανίζεται ἐμπρός στούς γονατισμένους πιστούς. Εἶναι ἡ ἔλευση τοῦ ἀναστημένου Χριστοῦ πού ἔρχεται νά προσφέρη τήν αἰώνια ζωή. Το μνημεῖο, ὁ θάνατος, οἱ πύλες τοῦ ἅδου συντρίφτηκαν. «Μετά φόβου Θεοῦ, πίστεως καί ἀγάπης προσέλθετε» Ὅλοι μαζί, μαζί μέ τόν ἱερέα, λέγουν τήν εὐχή τῆς μεταλήψεως «Πιστεύω, Κύριε….»
Ὅσοι κοινωνοῦν γίνονται «σύσσωμοι καί σύναιμοι» τοῦ Χριστοῦ. Γιατί αὐτόματα σῶμα, ψυχή, ἰδιότητες τά πάντα πνευματοποιοῦνται, ἀφοῦ ὑπάρχει ἑνότητα ψυχῆς μέ ψυχή, σώματος μέ σῶμα, αἵματος μέ αἷμα. Ἡ λάσπη πού δέχεται τό βασιλικό ἀξίωμα δέν εἶναι πιά λάσπη, ἀλλά μεταμορφώνεται σέ ὑπόσταση τοῦ Βασιλέως. Ἡ ὕψωση τοῦ ποτηρίου μετά τήν Θεία Κοινωνία καί τά κύματα τοῦ θυμιάματος συμβολίζουν τήν Ἀνάληψη τοῦ Κυρίου στούς οὐρανούς, ἀπ’ὅπου πέφτουν κιόλας οἱ πρόδρομες ἀκτῖνες τοῦ φωτός τῆς Δευτέρας Παρουσίας καί τῆς νέας Ἰερουσαλήμ. Ἡ ἀποστολή τοῦ Χριστοῦ ἔχει συνελεστεῖ.
Ἡ Λειτουργία ὁοκληρώνεται μέ τήν τελική εὐλογία καί τή διανομή τοῦ ἀντιδώρου. Ἡ ἐκκλησία παρατείνει μέ αὐτήν τήν χειρονομία τῆς εὐλογίας τή Λειτουργία της, πού διευρύνει τούς τοίχους τοῦ ναοῦ ὥς τά πέρατα τοῦ κόσμου. Ὁ πιστός φέρνει μαζί του, σάν προσφορά στόν κόσμο, αὐτή τή χαρισματική μαρτυρία ἑνότητος καί ἀγάπης. «Ἐν ειρήνη προέλθωμεν». Ἡ ἀπόλυση αυτή εἶναι φοβερή. Τό Πνεῦμα εἶναι πραγματικά μέσα μας καί προσκαλούνται ὅλοι οἱ πιστοί στό ἀποστολικό τους ἔργο. Ἡ Λειτουργία εἶναι ἀναγκαῖο νά παρατείνεται σέ μία λειτουργία ἔξω τῶν τειχῶν, τήν ὁποία τελεῖ ὁ πιστός ως «ἱερεύς» τῆς ὐπάρξεώς του. Καί ἡ ὑπαρξιακή του μαρτυρία θά ἀποδείξη ἄν ἡ Λειτουργία ἔγινε πραγματικά ἀποδεκτή.
Μέσα στή Λειτουργία ὁ ἄνθρωπος βρίσκει τή βασιλεία τοῦ Θεοῦ, πού πληριάζει, πού εἶναι κιόλας ἀνάμεσα στούς ἀνθρώπους, ἀνάμεσά τους καί μέσα τους. Τό ὑπόλοιπο θά μᾶς δοθῆ μέ τό παραπάνω στόν κατάλληλο καιρό. Ἁμήν.
 Σημειώσειςαπό τό βιβλίο «Ἡ Προσευχή τῆς Ἀνατολικῆς Ἑκκλησίας
Ἐκδόσεις Ἀποστολικής Διακονίας τῆς Εκκλησίας τῆς Ελλάδος
 

Πέμπτη 6 Φεβρουαρίου 2014

Η Ανάληψη του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού (δέκα τοποθετήσεις σε δέκα ερωτήσεις).

Η Ανάληψη του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού (δέκα τοποθετήσεις σε δέκα ερωτήσεις).


analipsi

Η ΑΝΑΛΗΨΗ του Χριστού (Η ιερή εικόνα βρίσκεται στο Όρος των Ελαιών στα Ιεροσόλυμα)
1. Γιατί έγινε η Ανάληψη μετά από 40 μέρες και όχι αμέσως μετά την Ανάσταση;
Ο αρχηγός της ζωής, που έλυσε τα δεσμά του θανάτου με την Ανάστασή του, συναναστράφηκε με τους μαθητές του επί σαράντα ημέρες και επιβεβαίωσε σ’ αυτούς την Ανάστασή του με πολλές αποδείξεις. Δεν ανέβηκε στους ουρανούς την ίδια ημέρα που αναστήθηκε, γιατί κάτι τέτοιο θα δημιουργούσε αμφιβολίες και ερωτηματικά. Διαφορετικά, πολλοί από τους άπιστους θα μπορούσαν να προβάλλουν το επιχείρημα ότι η Ανάσταση δεν ήταν παρά ένα ακόμη από τα όνειρα ευσεβών πόθων που γρήγορα έρχονται και πιο γρήγορα παρέρχονται. Για αυτό ακριβώς έμεινε ο Χριστός σαράντα ολόκληρες ημέρες στη γη, και εμφανίστηκε επανειλημμένα στους μαθητές του, και τους έδειξε τις ουλές από τα πληγές του, τους μίλησε για τις προφητείες που εκπλήρωσε με την ζωή και τα πάθη του ως άνθρωπος, και μάλιστα συνέφαγε μαζί τους.

Δευτέρα 3 Φεβρουαρίου 2014

ΘΕΟΣΟΦΙΑ ΣΥΝΟΨΗ ΤΟΥ ΑΡΧΑΙΟΥ ΑΠΟΚΡΥΦΙΣΜΟΥ ΚΑΙ ΕΚΦΡΑΣΗ ΤΟΥ ΣΥΓΧΡΟΝΟΥ

ΘΕΟΣΟΦΙΑ ΣΥΝΟΨΗ ΤΟΥ ΑΡΧΑΙΟΥ ΑΠΟΚΡΥΦΙΣΜΟΥ ΚΑΙ ΕΚΦΡΑΣΗ ΤΟΥ ΣΥΓΧΡΟΝΟΥ



ΘΕΟΣΟΦΙΑ
ΣΥΝΟΨΗ ΤΟΥ ΑΡΧΑΙΟΥ ΑΠΟΚΡΥΦΙΣΜΟΥ
ΚΑΙ ΕΚΦΡΑΣΗ ΤΟΥ ΣΥΓΧΡΟΝΟΥ
Αρχιμανδρίτου Θεοφίλου Λεμοντζή Δρ. Θ*
επί των Αιρέσεων και της Παραθρησκείας. Λάρισα 2010

Σεβασμιώτατε, Άγιε Πρόεδρε της παρούσης ΚΒ΄ Συνδιασκέψεως επί των Αιρέσεων και της Παραθρησκείας, Άγιε Πρεβέζης κ. Μελέτιε, Σεβασμιώτατε Άγιε Λαρίσης κ Ιγνάτιε, αδελφοί μου συμπρεσβύτεροι, Ελλογιμώτατε κ. Καθηγητά, κυρίες και κύριοι Σύνεδροι.
    Με τον όρο Θεοσοφία εννοούμε ένα σύνολο θρησκευτικών και μεταφυσικών αντιλήψεων οι οποίες διαμορφώθηκαν τον 19ο αιώνα από την Έλενα Πετρόβνα Μπλαβάτσκυ (Helena Petrovna Blavatsky) και τους οπαδούς της και εκφράστηκαν μέσα από την ίδρυση της θεοσοφικής εταιρείας το 1875. Ένα βασικό γνώρισμα του αποκρυφισμού και των αποκρυφιστικών συστημάτων είναι η πίστη στην ύπαρξη μιας υπερφυσικής Γνώσης, απόκρυφης, κρυφής στους αμύητους και κτήμα μόνο των μυημένων, οι οποίοι είτε δια της ενοράσεως, είτε δια του διαλογισμού, είτε δια της μύησης και τελετουργικών τύπων την γνωρίζουν· Έτσι η Θεοσοφία είναι ένας συγκερασμός, αυθαίρετος πολλές φορές, αρχαίων αποκρυφιστικών συστημάτων και πηγή από την οποία άντλησαν σύγχρονα αποκρυφιστικά κινήματα.
 Έτσι, ο π. Κυριακός Τσουρός τονίζει ότι η “Νέα εποχή του Υδροχόου” είναι γέννημα και θρέμμα της Θεοσοφικής Σχολής της Blavatsky. Επίσης, ο π. Βασίλειος Γεωργόπουλος επισημαίνει ότι κάποιοι, επηρεασμένοι από τη Θεοσοφία, ίδρυσαν και κάποιες σέκτες οι οποίες πιστεύουν στην ύπαρξη εξωγήινων. Επισημαίνεται επίσης ότι η πραγματική αφετηρία του νεοπαγανιστικού κινήματος πρέπει να αναζητηθεί στο κίνημα της Θεοσοφίας καθώς οι θέσεις του νεοπαγανισμού, σύμφωνα με τον π. Αρσένιο Βλιαγκόφτη, απηχούν απόλυτα το ιδεολογικό πλέγμα των νεοεποχιτών.
Ο όρος “Θεοσοφία” είναι αρχαίος, αποδίδεται στον Αιγύπτιο αρχιερέα Ποτ Αμούν ή Ποτ Άμμων που έζησε την εποχή των Πτολεμαίων και χρησιμοποιήθηκε από τον νεοπλατωνικό φιλόσοφο Αμμώνιο Σακκά. Από αυτούς δανείστηκε τον όρο η Έλενα Μπλαβάτσκυ, για να ονομάσει το ιδιότυπο θρησκευτικοφιλοσοφικό σύστημα που διατύπωσε το 1875. Η Μπλαβάτσκυ γεννήθηκε στη Ρωσία. Ήταν μια ιδιόρρυθμη γυναίκα και έζησε ζωή περιπετειώδη και τυχοδιωκτική. Είχε κλίση προς τον αποκρυφισμό, τον πνευματισμό και τη μαγεία. Άλλωστε και η ίδια ήταν Μέντιουμ. Μετά το διαζύγιο της με το μυστικό σύμβουλο του ρωσικού κράτους Νικηφόρο Μπλαβάτσκυ μετέβη στην Αμερική όπου επεδόθη στον πνευματισμό. Εκεί γνώρισε τον συνταγματάρχη Χένρι Στιλ Όλκοτ με τον οποίο ταξίδεψε μαζί στην Ινδία, για να μελετήσει τις ανατολικές θρησκείες, και κατοίκησε στο προάστιο της πόλεως Μαδράς, Αντυάρ. Την Μπλαβάτσκυ διαδέχθηκε η Αγγλίδα Άννυ Μπεζάντ (Besant) η οποία αφού μυήθηκε στον Μασονισμό προσχώρησε στη Θεοσοφία. Το 1898 ίδρυσε στην ινδική πόλη του Μπεναρές Θεοσοφιστική Σχολή.

Η Ιστορία της Θεοσοφικής Εταιρίας

Η Ιστορία της Θεοσοφικής Εταιρίας



Η Ιστορία της Θεοσοφικής Εταιρίας

   Η πρώτη εμφάνισης της Θεοσοφίας κατά τους νεωτέρους χρόνους έγινε το 1875, οπότε ιδρύθη η διεθνής Θεοσοφική Εταιρία από την Ελένη Μπλαβάτσκυ (Blavatsky).
Η Μπλαβάτσκυ ήταν Γερμανικής καταγωγής. Γεννήθηκε στην Ρωσία και έφερε το όνομα Έλενα Πετρόβνα Χάαν. Μετά τον γάμο της με τον Νικηφόρο Μπλαβάτσκυ, μυστικό σύμβουλο του Ρωσικού Κράτους, τον πρώτο και μόνο νόμιμο σύζυγό της, τον οποίον λίγους μήνες μετά τον γάμο της εγκατέλειψε, έγινε γνωστή έκτοτε ως Κυρία Μπλαβάτσκυ.
Ήταν πολύ ιδιόρρυθμη γυναίκα. Έζησε δε μία ζωή περιπετειώδη και τυχοδιωκτική. Είχε μεγίστη κλίση προς τις «Απόκρυφες Επιστήμες», τον πvευματισμό, μαγεία κλπ. Ήταν και η ιδία «μέντιουμ ». Μετά σύντομο χρονικό διάστημα από τον γάμο της διεζεύχθη τον Μπλαβάτσκυ και μετέβη εις Αμερική, όπου επεδόθη στον Πνευματισμό. Εκεί γνωρίσθηκε με τον Συνταγματάρχη Όλκοττ (Olcott), ο όποιος ήταν επίσης «μέντιουμ» και επεδιδόταν στον Πνευματισμό. Συνεργάσθηκε στενώς με αυτόν μέχρι και του θανάτου της.
Το 1878 ταξίδευσε με τον Συνταγματάρχη Όλκοττ εις Ινδίες δια να μελετήσει επιτοπίως τον Βουδισμό. Εγκαταστάθηκε στο προάστιο της πόλεως Μαδράς, ‘Αντυάρ'. Ανέπτυξε εις Ινδίες μεγίστη δράση συγγραφική και διαφημιστική του Θεοσοφικού της συστήματος. Εβοηθείτο δε εις τούτο από πολλούς Ιθαγενείς και μερικούς Ευρωπαίους εγκατεστημένους εκεί.
Κατά τα έτη 1884 και έξης παρατηρήθηκε κάμψη της προπαγανδιστικής της δράσεως εκ του λόγου ότι δημοσιεύθηκαν εις το περιοδικό «Κρίστιαν Κόλλετζ» του Μαδράς και κατόπιν εις τα Πρακτικά της Εταιρίας Ψυχικών Ερευνών, στοιχεία από τα όποια απεδεικνύετο ότι τα θαύματα του Άντυαρ ήταν απατηλά.

Η ΘΕΟΣΟΦΙΑ

Η ΘΕΟΣΟΦΙΑ



 
Η ΘΕΟΣΟΦΙΑ
 π.ΑΝΤΩΝΙΟΥ ΑΛΕΒΙΖΟΠΟΥΛΟΥ
 ΑΠΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ:
ΑΠΟΚΡΥΦΙΣΜΟΣ, ΓΚΟΥΡΟΥΪΣΜΟΣ, ΝΕΑ ΕΠΟΧΗ ΑΘΗΝΑ 1997 – 4Η ΕΚΔΟΣΗ
ΓΙΑ ΑΓΟΡΑ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΗΣΤΕ ΜΕ ΤΗΝ Π. Ε. Γ,  τηλ. 210 6396665
 
Οι ιδέες του πνευματισμού εξαπλώθηκαν στη Δύση με την θεοσοφία της Helena Petrowna Blavatsky (1831-1891).
Η Μπλαβάτσκυ ήταν Ρωσσίδα γερμανικής κατα­γωγής, το γένος Han. Μικρό κορίτσι υπνοβατούσε και έβλεπε οράματα. Σε ηλικία 17 ετών παντρεύτηκε το στρατηγό Μπλαβάτσκυ και μετά τρεις μήνες τον εγκα­τέλειψε. Ταξίδευσε στην Ασία, στην Αμερική και στην Αφρική, δραστηριοποιήθηκε σαν μέντιουμ στην Αμερι­κή (Η.P. Blavatsky, Εις την χώραν των γαλάζιων βου­νών, σ. 16). Ίδρυσε πνευματιστικό κύκλο με την ονο­μασία «Θαυματουργική Λέσχη» (Miracle Club). Ο κύ­κλος αυτός μετονομάσθηκε στις 17.11.1875 «Θεοσοφική Εταιρία». Βασικοί συνεργάτες της ήσαν ο σύνταγματάρχης H.S. Olcott και ο W. Q. Judge.

ΘΕΟΣΟΦΙΑ - «ΝΕΑ ΕΠΟΧΗ» ΑΝΤΙΧΡΙΣΤΗ ΙΔΕΟΛΟΓΙΑ ΠΑΓΚΟΣΜΙΟΥ ΝΑΖΙΣΜΟΥ

ΘΕΟΣΟΦΙΑ - «ΝΕΑ ΕΠΟΧΗ» ΑΝΤΙΧΡΙΣΤΗ ΙΔΕΟΛΟΓΙΑ ΠΑΓΚΟΣΜΙΟΥ ΝΑΖΙΣΜΟΥ



ΘΕΟΣΟΦΙΑ - «ΝΕΑ ΕΠΟΧΗ»
ΑΝΤΙΧΡΙΣΤΗ ΙΔΕΟΛΟΓΙΑ ΠΑΓΚΟΣΜΙΟΥ ΝΑΖΙΣΜΟΥ
ΝΙΚΟΛΑΟΥ Ι. ΣΤΑΥΡΙΑΝΙΔΗ
ΠΡΩΤΟΔΙΚΗ Δ.Δ – DEA ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ, DEA ΦΙΛΟΣΟΦΙΑΣ ΤΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ
Αντιορθόδοξος Ρατσισμός - Εγκληματογόνα Δόγματα -Ολοκληρωτικός Πλουραλισμός - Νεοφανείς Αιρέσεις : Πολιτική και νομική αντίστασις της Ευρώπης, Απαντήσεις στο φως τού ορθοδόξου χριστιανικού φρονήματός μας
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ
ΑΝΤΙ ΠΡΟΛΟΓΟΥ.
1. Η   ΜΥΣΤΙΚΗ   ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ   ΤΗΣ   ΘΕΟΣΟΦΙΑΣ:   ΤΟ ΑΛΗΘΙΝΟ ΠΡΟΣΩΠΟ ΤΗΣ «ΝΕΑΣ ΕΠΟΧΗΣ».
Α. Εισαγωγή.
Γ. Ιστορικά στοιχεία.
Δ. Θεοσοφία και Νέα Εποχή.
Ε. Θεοσοφία: Βλάσφημος αντιχριστιανισμός.
ΣΤ. Η γενική κοσμοθεωρία της θεοσοφίας.
Ζ. Ολισμός και υπνωτισμός.
Η. Απόκρυφες ερμηνείες και κριτική τους.
I. Η μη χριστιανική «κοινωνία» της θεοσοφίας.
ΙΑ. Κατά τη θεοσοφία «Σκοτεινές δυνάμεις» είμαστε εμείς οι χρι­στιανοί 
IB. Ο πολιτικο-θρησκευτικός μεσσίας της θεοσοφίας/νέας εποχής .
ΙΓ. Διάβρωσις διεθνών οργάνων και έλεγχος της κοινωνίας.
ΙΔ. Συμπεράσματα.
2. ΤΑ ΕΓΚΛΗΜΑΤΙΚΑ ΚΑΙ ΕΓΚΛΗΜΑΤΟΓΟΝΑ ΔΟΓΜΑΤΑ ΤΗΣ ΝΕΑΣ ΕΠΟΧΗΣ: ΜΙΑ ΠΡΟΚΛΗΣΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΟΛΙ­ΤΕΙΑ .
Α. Αμερικανική «νεύρωση»;
Β. Ολοκληρωτικός πλουραλισμός.
Γ. Αντιστροφή τού λόγου υπάρξεως του κράτους.
Δ. Εγκληματικά και εγκληματογόνα δόγματα.
Ε. Αντιμετώπιση τού κινδύνου από τα εγκληματικά και εγκλημα­τογόνα δόγματα.
ΣΤ. Αντιμετώπισις τού απολύτου και καταναγκαστικού πλουραλισμού.
3. ΣΚΕΨΕΙΣ ΠΕΡΙ ΤΟΥ ΑΛΗΘΙΝΟΥ ΔΙΑΛΟΓΟΥ.
Οι προϋποθέσεις για την ύπαρξη αληθινού διαλόγου.
4. ΙΔΕΟΛΟΓΙΚΑ ΔΟΛΩΜΑΤΑ ΤΗΣ «ΝΕΑΣ ΕΠΟΧΗΣ».
5. Η ΟΡΘΟΔΟΞΙΑ ΥΠΟ ΔΙΩΓΜΟ ΚΑΙ ΟΙ ΕΥΘΥΝΕΣ ΜΑΣ.
6. ΝΟΜΙΚΑ   ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΑ  ΑΠΟ  ΤΗΝ   ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΑ ΤΩΝ ΝΕΟΦΑΝΩΝ ΑΙΡΕΣΕΩΝ.
Α. Προβλήματα ενημερώσεως περί των δραστηριοτήτων των νεο­φανών αιρέσεων.
Β. Η συγκέντρωσις προσωπικών δεδομένων από τας νεοφανείς αι­ρέσεις.
Γ. Το θέμα της απαγορεύσεως τού αθεμίτου προσηλυτισμού.
Δ. Αι μέθοδοι προσηλυτισμού τας οποίας χρησιμοποιούν αι νεοφα­νείς αιρέσεις.
Ε. Το άρθρον 179 του Αστικού Κωδικός.
ΣΤ. Το πρόβλημα της αποδείξεως.
Ζ. Ποινικόν δίκαιον και νεοφανείς αιρέσεις.
Η. Τα ψευδή νομικά διλήμματα.
Θ. Η δημιουργία θρησκευτικών κέντρων ως χωριών εμπορικού, οι­κολογικού κ.ο.κ. χαρακτήρος.
I. Η ίδρυσις ευκτήριου οίκου ή ναού υπό νεοφανούς αιρέσεως.
ΙΑ. Η ίδρυσις ψευδεπίγραφων κλπ. σωματείων.
IB. Η έννοια της θρησκείας κατά το σύνταγμα.
ΙΓ. Το κατονομάζειν τινά ως αιρετικόν.
ΙΔ. Συμπεράσματα για την ποιμαντική διακονία.
7. ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΝΩΣΙΣ: ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΚΑΙ ΝΟΜΙΚΗ ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΙΣ ΝΕΟΦΑΝΩΝ ΑΙΡΕΣΕΩΝ.
Α. Η εργασία της επί των αιρέσεων επιτροπής της Γαλλικής Βου­λής.
Β. Επίσημη Εφημερίδα της Γαλλικής Δημοκρατίας της 5ης Μαρ­τίου 1996.
I. Τα χαρακτηριστικά του αιρετικού φαινομένου.
II. Τα προς χρησιμοποίησιν μέσα δια την άντιμετώπισιν των παρεκτροπών των αιρέσεων.
α. Στο ποινικό δίκαιο.
β. Η πάλη κατά των παρεκτροπών των αιρέσεων στο αστι­κό δίκαιο.
Παράρτημα.
Γ. Ψήφισμα τού Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 29-2-1996 σχετι­κά με τις αιρέσεις («σέκτες») στην Ευρώπη.
8. ΑΝΑΓΚΑΙΑ Η ΣΕ ΒΑΘΟΣ ΕΝΗΜΕΡΩΣΗ ΒΟΥΛΗΣ ΚΑΙ ΚΥ­ΒΕΡΝΗΣΕΩΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΩΝ.


ΓΙΑ ΑΓΟΡΑ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΗΣΤΕ ΜΕ ΤΗΝ Π. Ε. Γ τηλ. 210 6396665
Αντιαιρετικόν Εγκόλπιον    www.egolpion.com


Read more: http://www.egolpion.com/8eosofia_neaepoxi.el.aspx#ixzz2sF13nuVR