Σάββατο 10 Ιουλίου 2021

Αποφθέγματα από την Ασκητική και Ησυχαστική Αγιορείτικη Παράδοση

 

 


«Ἡ με­τά­νοι­α εἶ­ναι με­γά­λη ἀ­ρε­τή», ἔ­λε­γαν οἱ πα­λαι­οί, «καί χω­ρίς αὐ­τήν δέν σω­ζό­μα­στε».    

«Ὅ­σοι ἔ­με­ναν στήν με­τά­νοιά τους μέ­χρι τέ­λους, ἔ­κα­ναν ἀ­ρε­τή». 

«Ἡ προ­σευ­χή, ἄν δέν τήν ἀ­φή­σης, δέν σέ ἀ­φή­νει· Αὐ­ξά­νει. Μόνο νά μήν ἀ­με­λή­σου­με». 

«Διά τῆς προ­σευ­χῆς ἔρ­χε­ται πολ­λές φο­ρές τό­ση χά­ρις, πού δέν ἀν­τέ­χει ὁ ἄν­θρω­πος. Ἄν θέ­λη νά με­τα­κι­νη­θῆ, δέν μπο­ρεῖ, σβαρ­νι­έ­ται. Ἄν εἶ­ναι ὄρ­θιος, λυ­γί­ζουν τά γό­να­τά του. Καί με­τά ὁ ἄν­θρω­πος πα­ρα­κα­λᾶ τόν Θεό νά τόν πά­ρη κοντά Του». 

«Ὅ­λοι μας, ὅ­ταν θά βγῆ ἡ ψυ­χή μας, θά ἐ­λε­ει­νο­λο­γοῦ­με τόν ἑ­αυ­τό μας, για­τί δέν κά­να­με πε­ρισ­σό­τε­ρα ἀ­πό ὅ­σα κά­να­με». 

«Ὅ­ταν ἕ­νας πα­ρα­δελ­φός λέ­η ψέμ­α­τα, οὔ­τε φι- λί­α μπο­ρεῖς νά ἔ­χης οὔ­τε ἀ­δελ­φοσύ­νη μπο­ρεῖ νά ἀνα­πτυ­χθῆ». 

«Ὁ ἄν­θρω­πος πρέ­πει διά τῆς προ­σευ­χῆς νά ἀπο­κτή­ση πο­νε­τι­κή ψυ­χή. Νά μήν εἶ­ναι ἀ­δι­ά­φο­ρος στoν πό­νο τοῦ ἄλ­λου». 

«Ὁ μο­να­χός ἔ­χει με­γά­λη ἀ­ξί­α καί με­γά­λη εὐ­θύ­νη». 

«Οἱ πα­τέ­ρες πού ἔ­κα­ναν ὑ­πα­κοή, ὑ­πο­μο­νή καί ἐ­κοι­μή­θη­καν ἐ­δῶ στό Μο­να­στή­ρι, ἔ­χω πλη­ρο­φο­ρί­α ὅ­τι σώ­θη­καν». 

Εἶ­πε Γέρων: «Πε­νῆν­τα πέν­τε χρό­νια εἶ­μαι ἐ­δῶ. Ἐ­χθές ἦρ­θα, αὔ­ριο φε­ύ­γω».   

Εἶ­πε Γέ­ρων: «Μία φο­ρά πού ἔ­κα­να κα­νό­να τή νύ­χτα στό κελ­λί μου εἶ­δα φῶς καί αἰ­σθάν­θη­κα μία ἀλ­λοί­ω­ση». 

Εἶ­πε Γέρων: «Ὅ­ταν βλέ­πης κά­τι κα­λό σέ κά­ποι­ον, νά τό μι­μῆ­σαι. Ὅ­ταν βλέ­πης κά­τι ἄ­σχη­μο, μή δί­νης ση­μα­σί­α». 

Εἶ­πε Γέ­ρων: «Τοῦ Ἁ­γί­ου Πνεύ­μα­τος εἶ­ναι με­γά­λη ἀρ­γί­α. Αὐ­τή τήν ἡ­μέ­ρα οὔ­τε καί τά χε­λι­δό­νια δέν κτί­ζουν τήν φω­λιά τους».    

Εἶ­πε Γέ­ρων: «Ὅ­ποι­ος τι­μᾶ τόν ἄ­ξιον ἱ­ε­ρέ­α, τι­μᾶ τόν ἄν­θρω­πο ἐ­πει­δή ἔ­χει ἀ­ρε­τή. Ὅ­ποι­ος τι­μᾶ τόν ἀ­νά­ξιον ἱ­ε­ρέ­α, τι­μᾶ τήν ἱ­ε­ρω­σύ­νη». 

Εἶ­πε Γέρων: «Ὅ­ταν ἔρ­θη ἡ χά­ρις τοῦ Θε­οῦ, ἀ­πό ἄ­γριος ὁ ἄν­θρω­πος γί­νε­ται ἥμε­ρος». 

Εἶ­πε Γέρων: «Καί τά πνευ­μα­τι­κά καί τά μου­σι­κά, ἄν τ᾿ ἀ­φή­σης, σ᾿ ἀ­φή­νουν καί αὐ­τά».  

Εἶ­πε Γέρων: «Ὅ­σο γυ­ρί­ζεις, τό­σο μυ­ρί­ζεις». (Δη­λα­δή ὅ­σο τρι­γυρ­νᾶς, τό­σο ζη­μι­ώ­νε­σαι πνευ­μα­τι­κά).  

Εἶ­πε Γέρων: «Ὅ­ταν φθά­σου­με στήν προ­σευ­χή, πα­ραι­το­ύ­με­θα ἀπ᾿ ὅ­λα τά πράγ­μα­τα. Δέν θέ­λο­υμε τί­πο­τε ἄλ­λο. Τό πλή­ρω­μα τῆς προ­σευ­χῆς εἶ­ναι ἡ ἀ­γά­πη καί ἡ τα­πε­ί­νω­ση. Αὐ­τά δέν ἐ­ξη­γοῦν­ται εὔ­κο­λα». 

Εἶ­πε Γέ­ρων: «Ὅ­ποι­ος μι­λᾶ γιά ἀ­ρε­τές, κρύ­βει τά πά­θη του, καί ὅ­ποι­ος μι­λᾶ γιά πά­θη, κρύ­βει τίς ἀ­ρε­τές του». 

Εἶ­πε Γέ­ρων: «Τό πε­τρα­χή­λι (ὁ ἱ­ε­ρο­μό­να­χος) εὔ­κο­λα σκα­λώ­νει στόν κό­σμο». 

Εἶ­πε Γέ­ρων:  «Νά  μήν  ἀ­φή­νω­με τήν Ἐκ­κλη­σί­α (ἀ­κο­λου­θί­α). Ὅ­σα Κελ­λιά τήν ἄ­φη­σαν, ἐ­ρή­μω­σαν».  

Εἶ­πε Γέ­ρων: «Ὁ μο­να­χός, ἄν δέν ἀ­πο­κτή­ση ἀ- κτη­μο­σύ­νη καί παρ­θε­νί­α, δέν πέ­τυ­χε τί­πο­τε. Νη­στεῖ­ες καί τέ­τοι­α κά­νουν καί οἱ λα­ϊ­κοί». 

Εἶ­πε Γέ­ρων: «Ὅ­ταν θέ­λης νά μά­θης τό θέ­λη­μα τοῦ Θε­οῦ γιά κά­τι, πρέ­πει νά εἶ­σαι νε­κρός ἀ­πό τό δι­κό σου θέ­λη­μα. Κά­νε κομ­πο­σχο­ί­νι ὁ Θε­ός νά φω­τί­ση ἐ­κεῖ­νον πού θά ρω­τή­σεις. Κα­λόν εἶ­ναι αὐ­τός νά ἔ­χη φό­βο Θε­οῦ καί νά τοῦ ἔ­χης ἐμ­πι­στο­σύ­νη». 

Εἶ­πε Γέρων: «Κα­λά καί ἅ­για εἶ­ναι καί τά ψαλ­σί­μα­τα καί οἱ ἀ­κο­λου­θί­ες μέ νο­ή­μα­τα ἁ­γι­α­σμέ­να, ἀλ­λά ἡ εὐ­χή εἶ­ναι κά­τι ἀ­νώ­τε­ρο. Μέ τό ψάλ­σι­μο δέν μπο­ρεῖς νά πα­ρα­κο­λου­θῆς πάν­το­τε τά νο­ή­μα­τα, καί αὐ­τό εἶ­ναι σάν κα­τα­φρό­νη­ση πρός τόν Θεό. Σάν νά συ­νο­μι­λᾶς μέ τόν Θεό καί νά μήν προ­σέ­χης, νά μή δί­νης ση­μα­σί­α στήν συ­νο­μι­λί­α. Αὐ­τό εἶ­ναι πο­λύ βα­ρύ». 

Εἶ­πε γέ­ρων ψάλ­της: «Ἐ­μᾶς, ἂν δέν ἔ­χου­με τα­πεί­νω­ση κα­θα­ρή καί ἂν ὁ νοῦς μας δέν εἶ­ναι στόν Κύ­ριο τῆς Δόξης πού σταυ­ρώ­θη­κε γιά μᾶς, δέν μᾶς ἀ­κού­ει ὁ Θε­ός ὅ­ταν ψάλ­λου­με». 

Ἔ­λε­γε Γέ­ρων: «Ἄ­κου­γα συμ­βου­λές καί νου­θε­σί­ες ἀ­πό δι­α­φό­ρους καί δέν μέ ἄγ­γι­ζαν. Ὅ­ταν πή­γαι­να στόν πα­πα–Ἐ­φραίμ τόν Κα­του­να­κι­ώ­τη, ὅ,τι μοῦ ἔ­λε­γε ἔμ­παι­νε μέ­σα στήν ψυ­χή μου, για­τί αὐ­τά πού μοῦ ἔ­λε­γε, τά εἶ­χε ζή­σει, ἦ­ταν βι­ώ­μα­τά του». 


Πηγή: www.enromiosini.gr

Η Βίωση της Πίστεως στην σημερινή εποχή Νικόλαος Γεωργαντώνης

 


 

Νικόλαος Γεωργαντώνης

Κάτοχος Μεταπτυχιακού Διπλ. ΕΚΠΑ,

Ειδίκευση Εκκλ. Γραμματεία από τον Θ’ Αιώνα

 

«Πιστεύω, κύριε· βοήθει μου τῇ ἀπιστίᾳ.»[1]

Αυτή η φράση δείχνει τον πραγματικό αγώνα που καλείται να δώσει ο Ορθόδοξος Χριστιανός. Η πίστη δεν είναι μια φιλοσοφική επινόηση ή αφηρημένη σκέψη αλλά ένα πραγματικό βίωμα. Το «Σύμβολο της Πίστεως» που λέμε δεν είναι κάτι που απλώς διαβάζουμε αλλά πρώτα το βιώνουμε και μετά το ομολογούμε.

Στην  ευαγγελική περικοπή που διαβάζεται τη Δ’ Κυριακή των Νηστειών[2], φαίνονται και τα πιθανά αποτελέσματα της απιστίας του ανθρώπου. Η σημερινή εποχή μπορεί να φαίνεται διαφορετική σε σχέση με την εποχή του Ευαγγελίου αλλά εάν εξεταστεί καλύτερα, υπάρχουν τα ίδια πάθη και αστοχίες. Μπορεί τα τεχνολογικά και φιλοσοφικά επιτεύγματα να αλλάζουν αλλά ο άνθρωπος κατά βάθος παραμένει ο ίδιος που παλεύει με τα πάθη και τις αδυναμίες του. Τα λόγια του Ευαγγελίου και των Αγίων Πατέρων είναι διαχρονικά και μιλάνε στον κάθε άνθρωπο της κάθε εποχής.

Ο πατέρας στην περικοπή, λέει ότι πιστεύει αλλά και πάλι ζητά από τον Χριστό να του δυναμώσει την πίστη του. Ο σημερινός άνθρωπος φτάνει σε πολλές περιπτώσεις όχι μόνο να αρνείται τον Θεό αλλά και να τον παραποιεί. Το χειρότερο δεν είναι να αρνείται κάποιος τον Θεό αλλά να αλλάζει την διδασκαλία περί Αυτού ώστε να δικαιολογεί τις διάφορες αδυναμίες του και παράλληλα να καθησυχάζει την συνείδηση του. Αυτό που καθιστά αυτή τη πρακτική χειρότερη από την απλή άρνηση είναι ότι όχι μόνο κολάζει τον εαυτό του αλλά και τον περίγυρο του που μπορεί να επηρεαστεί.

Ο εφησυχασμός και στασιμότητα οδηγούν τον άνθρωπο σε πνευματικό θάνατο. «Γρηγορεῖτε καὶ προσεύχεσθε, ἴνα μὴ εἰσέλθητε εἰς πειρασμόν»[3] λέει ο Ιησούς Χριστός δείχνοντας ότι ο Χριστιανός χρειάζεται να είναι συνειδητοποιημένος και πάντα άγρυπνος. Όποιος πιστεύει αφηρημένα χωρίς προσέγγιση στα Άγια Μυστήρια και Θεία Λατρεία, απομακρύνεται από το Θεό, με αποτέλεσμα της σταδιακής χαλάρωσης της πίστεως και των ηθών. Νοθεύεται και κοσμικοποιείται η πίστη σε τέτοιο βαθμό που δεν καταλαβαίνουμε πόσο έχουμε απομακρυνθεί από τον Θεό.

Επίσης, η πίστη προϋποθέτει αγώνα, με συγκεκριμένα όπλα όπως το παρουσιάζει ο Ιησούς Χριστός στην ίδια περικοπή λέγοντας,  «αυτό το γένος των δαιμονίων με τίποτε άλλο δεν διώχνεται, παρά μόνον με προσευχήν και νηστείαν»[4]. Χωρίς αυτά τα εργαλεία, δεν μπορεί να προοδεύσει στον πνευματικό του αγώνα ο Χριστιανός. Ειδικά κατά την περίοδο της Μεγάλης Τεσσαρακοστής, με την πληθώρα των κατανυκτικών ακολουθιών που έχει, μας δίνεται η δυνατότητα να εργαστούμε περισσότερο με την επιμέλεια της ψυχής μας.

Χρειάζεται όσο είναι νωρίς να μετανοήσουμε και να αναθερμάνουμε την πίστη μας. Να λέμε και εμείς καθημερινά, «Πιστεύω, κύριε· βοήθει μου τῇ ἀπιστίᾳ» ώστε να πλησιάσουμε τον Ιησού Χριστό. Άλλος τρόπος δεν υπάρχει να Τον προσεγγίσουμε. Θέλει τόλμη και θυσία και όχι ευκολίες για να σηκώνουμε καθημερινά τον σταυρό μας. Εάν επιλέγουμε καθημερινά την εύκολη και ανώδυνη οδό, θα έχουμε μια δυσάρεστη έκπληξη κατά το τέλος της ζωής μας. Η ζωή του Χριστιανού είναι δύσκολη αλλά μόνο με την υπομονή και επιμονή θα φτάσουμε στο ποθούμενο που είναι η «κατά χάριν» θέωση μας. Εξάλλου αυτό μας διδάσκει ο Ιησούς Χριστός, «ο δε υπομείνας εις τέλοςούτος σωθήσεται[5]

Για αυτό, όσο ζούμε, να αλλάξουμε τον τρόπο ζωής και να κάνουμε την ζωή μας Χριστοκεντρική! Να έχουμε πραγματική μετάνοια και όχι ενοχές όπως ο Ιούδας που από εγωισμό δεν ζήτησε συγχώρεση από τον Θεό. Αντιθέτως, να ζητούμε το έλεος του Θεού όπως έκανε ο Απόστολος Πέτρος που παρόλο την άρνηση του, μετανόησε και έγινε δεκτή η μετάνοια του από τον Θεό. Η μετάνοια και πίστη μας φανερώνεται πέρα από το μυστήριο της Εξομολογήσεως, με την βίωση των διδαγμάτων της Ορθοδόξου Εκκλησίας μας. Μην νομίζουμε ότι μόνο η φυσική παρουσία μας (ειδικά της τελευταίας ώρας) ή άναμμα του κεριού μας στον ναό μας κάνει Χριστιανούς Ορθόδοξους. Η ομολογία της πίστεως που φαίνεται στη θερμή μας προσευχή, πυκνή συμμετοχή στη λατρευτική ζωή και Μυστηρίων της Εκκλησίας είναι αυτή που θα έλκει την Θεία Χάρις. Ας πορευτούμε με αυτό το σκεπτικό και θα δούμε ότι μόνο τότε θα αισθανθούμε πραγματικά ελεύθεροι χωρίς κανένα φόβο και άγχος για τις διάφορες δοκιμασίες που θα εμφανίζονται!



[1] Μαρκ. 9, 24.

[2] Μαρκ. 9, 17 – 31.

[3] Ματθ. 26, 41

[4] Μαρκ., 9, 29.

[5] Ματθ. κδ' 13.

ΔΙΑΛΟΓΟΣ ΓΙΑ ΘΕΜΑΤΑ ΠΙΣΤΕΩΣ (Μεταξύ του Αγίου Μαξίμου του Ομολογητού και του Αιρετικού Επισκόπου Θεοδοσίου)

 

 



 

 

 

Ο Άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής, μέγας θεολόγος και Πατήρ της Εκκλησίας, ωμολόγησε την Ορθόδοξο Πίστι σε μία εποχή που παρουσιάζει πολλές ομοιότητες με την ιδική μας. Η πολιτική των τότε αυτοκρατόρων απέβλεπε σε πολιτικοκοινωνικές ενοποιήσεις σαν τις σημερινές. Ως πρόσφορο μέσον για την πραγματοποίησί τους θεωρήθηκε η υποστήριξις της αιρέσεως του Μονοθελητισμού. Είχαν χρησιμοποιηθή και εκκλησιαστικοί άνδρες, οι οποίοι υποστήριζαν την αίρεσι χάριν των κοσμικών αυτών σκοπιμοτήτων. Είχαν πιστεύσει ότι ασκούν τάχα κάποια εκκλησιαστική οικονομία. Δυστυχώς, όλοι σχεδόν οι πατριαρχικοί θρόνοι είχαν πέσει στην αίρεσι του Μονοθελητισμού.

 

Η Ορθόδοξος Πίστις ζούσε μόνο στην συνείδησι του πιστού λαού και εκφραζόταν με το στόμα των ελαχίστων Ομολογητών, οι οποίοι την εστερέωσαν με το μαρτύριό τους.

Την εποχή αυτή ο άγιος Μάξιμος είχε διαδραματίσει πρωτεύοντα ρόλο για την συγκρότησι της ορθοδόξου τοπικής Συνόδου της Ρώμης (649), η οποία κατεδίκασε τον Μονοθελητισμό. Για τον λόγο αυτό ευρίσκεται εξόριστος στην Βιζύη της Θράκης. Έχει διακόψει την εκκλησιαστική κοινωνία με τους πατριαρχικούς θρόνους της Ανατολής, επειδή έχουν εκπέσει στην αίρεσι. Η αναφορά του είναι στην ορθοδοξούσα τότε Ρώμη και στον Ομολογητή άγιο Πάπα Μαρτίνο.

 

Με σκοπό να μεταβάλλουν την γνώμη του και να τον προσεταιρισθούν, ο επίσκοπος Θεοδόσιος και οι αυτοκρατορικοί απεσταλμένοι τον επισκέπτονται στην Βιζύη και διεξάγουν τον κατωτέρω διάλογο. Ο Άγιος με αταλάντευτη σταθερότητα διακρίνει την αλήθεια από την αίρεσι, το φως από το σκότος, και με γνώμονα την διδασκαλία των αγίων Αποστόλων και Πατέρων ανασκευάζει τα επιχειρήματα των μονοθελητών συνομιλητών του. Είναι συγκινητική η ταπείνωσις του Αγίου που συνοδεύει όλες τους τις εκφράσεις και κινήσεις, ακόμη και την ώρα που η αδικία εναντίον του είναι κατάφωρη. Προφανώς, ο φόβος του Θεού, η σταθερή ομολογία και η αληθινή ταπείνωσις συνιστούν το ιερό τρίπτυχο που χαρακτηρίζει κάθε Ορθόδοξο ομολογία.

 

Ο διάλογος του αγίου Μαξίμου στον τόπο της εξορίας του με τους συγκλητικούς άρχοντες και με τους επισκόπους της Κωνσταντινουπόλεως είναι ένα κλασικό πλέον κείμενο, στο οποίο φανερώνει τις γνήσια Ορθόδοξες και εκκλησιαστικές προϋποθέσεις του Αγίου και τις αιρετικές και κοσμικές αντίστοιχα των συνομιλητών του.

 

Παραθέτουμε χαρακτηριστικά αποσπάσματα από αυτόν τον διάλογο, επειδή πιστεύουμε ότι θα βοηθήση τον λαό του Θεού να αντιληφθή ποιοι είναι σε κάθε εποχή οι εκφρασταί της Πίστεώς του, αλλά και να δώσουμε αφορμές θεολογικής αυτοκριτικής σε όσους λόγω της εκκλησιαστικής τους ευθύνης ευρίσκονται μπροστά σε προφανή κίνδυνο να αθετήσουν και σήμερα την ακρίβεια της αγίας Ορθοδόξου Πίστεως λόγω άλλων σκοπιμοτήτων.

 

 

 (Περιοδικόν "Ο Ο­ΣΙΟΣ ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ", Τεύχος 21 σελίς 6-20)

 

 

 



 

 



Ο Διάλογος του Αγίου Μαξίμου του Ομολογητού,
με τον επίσκοπο Καισαρείας της Βιθυνίας Θεοδόσιο,
κατά την πρώτη του εξορία στο φρούριο της Βιζύης της Θράκης, για θέματα Πίστεως και για τους λόγους που δεν επικοινωνεί με τα Πατριαρχεία

 

  

 

Στις 24 του μηνός Αυγούστου, της 14ης επινεμήσεως που μόλις τώρα πέρασε, επισκέφθηκε τον αββά Μάξιμο στον τόπο της εξορίας του, δηλαδή στο κάστρο της Βιζύης, ο προρρηθείς επίσκοπος Θεοδόσιος, σταλμένος όπως είπε από τον ίδιο τον πατριάρχη της Κωνσταντινουπόλεως Πέτρο. Και μαζί του οι ύπατοι Παύλος και Θεοδόσιος, σταλμένοι όπως είπαν κι αυτοί από τον βασιλέα. Είχαν μαζί τους, καθώς φαίνεται, και τον επίσκοπο Βιζύης.
Και λέγει ο Θεοδόσιος ο Επίσκοπος:

 

ΘΕΟΔΟΣΙΟΣ: Παρακαλούν μέσω ημών ο Βασιλεύς και ο Πατριάρχης, να μάθουν από σένα ποια είναι η αιτία που δεν έχεις κοινωνία με τον θρόνο της Κωνσταντινουπόλεως.

 

ΜΑΞΙΜΟΣ: Γνωρίζετε τις καινοτομίες που έγιναν από την επινέμησι του περασμένου κύκλου, οι οποίες άρχισαν από την Αλεξάνδρεια με τα εννέα κεφάλαια που εξέθεσε ο Κύρος, αυτός που δεν ξέρω πως έγινε πατριάρχης της πόλεως εκείνης, και που επικυρώθηκαν από τον θρόνο της Κωνσταντινουπόλεως. Γνωρίζετε επίσης και τις άλλες αλλοιώσεις, τις προσθήκες και τις αφαιρέσεις, που έγιναν συνοδικά από τους προεδρεύσαντας στην Εκκλησία των Βυζαντινών. Εννοώ τον Σέργιο, τον Πύρρο και τον Παύλο. Και αυτές τις καινοτομίες τις γνωρίζει όλη η οικουμένη.

Γι’ αυτήν την αιτία δεν έχω κοινωνία, ο δούλος σας, με την Εκκλησία της Κωνσταντινουπόλεως. Ας αρθούν τα εμπόδια που μπήκαν από τους παραπάνω άνδρες, και μαζί μ’ αυτά κι αυτοί που τάβαλαν, όπως είπε ο Θεός: «και τους λίθους εκ της οδού διαρρίψατε» (Ιερεμ. 50, 26). Έτσι, βρίσκοντας την οδό του Ευαγγελίου όπως ήταν πρώτα, λεία και ομαλή και ελεύθερη από κάθε ακανθώδη αιρετική κακία, θα την βαδίζω χωρίς να μου χρειάζεται καμμία ανθρώπινη προτροπή.

Μέχρις ότου όμως οι πατριάρχαι της Κωνσταντινουπόλεως καυχώνται για τα τεθέντα εμπόδια και γι’ αυτούς που τα έβαλαν, δεν υπάρχει κανένας λόγος ή τρόπος που να με πείση να έχω κοινωνία με αυτούς.

 

ΘΕΟΔ.: Μα τι κακό λοιπόν ομολογούμε, ώστε να χωρισθής από την κοινωνία μαζί μας;

 

ΜΑΞΙΜΟΣ: Επειδή λέγετε ότι ο Θεός και Σωτήρας μας Ιησούς Χριστός έχει μία ενέργεια της Θεότητος και ανθρωπότητός του. Έτσι συγχέετε τον λόγο της θεολογίας με τον λόγο της οικονομίας...
Και πάλι, υιοθετώντας άλλη καινοτομία, αφαιρείτε εξ ολοκλήρου όλα τα γνωριστικά και συστατικά (στοιχεία) της θεότητος και ανθρωπότητος του Χριστού, θεσπίζοντας με νόμους και τύπους, ότι δεν πρέπει να λέγεται γι’ Αυτόν, ούτε μία ούτε δύο θελήσεις ή ενέργειες. Αυτό είναι πράγμα ανυπόστατο, διότι οι άγιοι Πατέρες μας διδάσκουν μεγαλοφώνως ότι: «Αυτό που δεν έχει καμμιά δύναμι, ούτε υπάρχει ούτε είναι κάτι ούτε έχει καμμία εντελώς θέσι».

 

ΘΕΟΔ.: Μη παίρνης σαν κύριο δόγμα, αυτό που γίνεται από οικονομία.

ΜΑΞΙΜΟΣ: Αν δεν είναι κύριο δόγμα για όσους το δέχονται, για ποιο λόγο με παραδώσατε ανέντιμα σε βάρβαρα και άθεα έθνη;
Για ποιο λόγο καταδικάσθηκα να μένω στη Βιζύη, και οι σύνδουλοί μου, ο ένας στην Πέρβερι κι ο άλλος στην Μεσημβρία;
Και ποιος πιστός δέχεται την οικονομία που κάνει να σιγήσουν τα λόγια, τα οποία οικονόμησε ο των όλων Θεός να ειπωθούν από τους αποστόλους και τους προφήτας και διδασκάλους;

Κι ας ιδούμε, μεγάλε κύριε, σε ποιο κακό καταλήγει το θέμα αυτό, αν το καλό εξετάσουμε. Διότι ο Θεός έβαλε στην Εκκλησία, πρώτον μεν τους Αποστόλους, δεύτερον Προφήτας, τρίτον Διδασκάλους, για να καταρτίζωνται οι πιστοί, λέγοντας στο Ευαγγέλιο προς τους Αποστόλους και μέσῳ αυτών προς τους μεταγενεστέρους «ὅ λέγω ὑμῖν, πᾶσι λέγω», και πάλι «ὁ δεχόμενος ὑμᾶς ἐμέ δέχεται, καί ὁ ἀθετῶν ὑμᾶς, ἐμέ ἀθετεῖ».

Είναι λοιπόν φανερό και αναντίρρητο, ότι αυτός ποὑ δεν δέχεται τους Αποστόλους και τους Προφήτας και Διδασκάλους και δεν υπολογίζει τα λόγια τους, δεν υπολογίζει τον ίδιο το Χριστό. Ας εξετάσουμε δε και κάτι άλλο. Ο Θεός διάλεξε και κατέστησε Αποστόλους, Προφήτας και Διδασκάλους, προς τον καταρτισμό των πιστών.

Αντίθετα, ο Διάβολος διάλεξε και ξεσήκωσε ψευδαποστόλους και ψευδοπροφήτας και ψευδοδιδασκάλους, για να πολεμηθή και ο Παλαιός Νόμος και ο Ευαγγελικός. Μοναδικούς δε ψευδαποστόλους και ψευδοπροφήτας και ψευδοδιδασκάλους εννοώ τους αιρετικούς, των οποίων είναι διεστραμμένοι οι λόγοι και οι λογισμοί.
Όπως ακριβώς λοιπόν αυτός που δέχεται τους αληθινούς Αποστόλους και Προφήτας και Διδασκάλους, δέχεται τον Θεό, έτσι και αυτός που δέχεται τους ψευδαποστόλους και ψευδοπροφήτας και ψευδοδιδασκάλους, δέχεται τον Διάβολο.

Αυτός λοιπόν που βάζει τους αγίους μαζί με τους βδελυρούς και ακαθάρτους αιρετικούς (δεχθήτε τα λόγια μου, λέγω την αλήθεια), προφανώς βάζει στην ίδια μοίρα τον Θεό μαζί με τον Διάβολο. Αν λοιπόν εξετάζοντας τις καινοτομίες που έγιναν τώρα στα χρόνια μας, τις βρίσκουμε να έχουν καταντήσει σ’ αυτό το πιο ακραίο κακό, προσέξτε μήπως, ενώ προφασιζόμαστε την ειρήνη, βρεθούμε να νοσούμε και να κηρύττουμε την αποστασία, η οποία θα είναι, κατά τον θείο Απόστολο, πρόδρομος της παρουσίας του Αντιχρίστου.

Αυτά σας τα είπα χωρίς κανένα δισταγμό, κύριοί μου, για να λυπηθήτε τους εαυτούς σας κι εμάς. Με συμβουλεύετε επίσης να έλθω να κοινωνήσω με την Εκκλησία στην οποία τέτοια κηρύσσονται, ενώ έχω άλλα γραμμένα στο βιβλίο της καρδιάς μου, και να γίνω κοινωνός μ’ αυτούς που νομίζουν ότι στρέφονται εναντίον του διαβόλου με την βοήθεια του Θεού, ενώ στην πραγματικότητα στρέφονται εναντίον του Θεού; Να μη δώση Ο Θεός, που γεννήθηκε για μένα χωρίς αμαρτία!

Και αφού τους έβαλε μετάνοια, είπε:

ΜΑΞΙΜΟΣ: Ο,τιδήποτε έχετε διαταγή να κάνετε στο δούλο σας, σας λέγω κάμετέ το. Εγώ πάντως ουδέποτε θα γίνω συγκοινωνός μ’ αυτούς που δέχονται αυτές τις καινοτομίες. Μόλις τα άκουσαν εκείνοι αυτά, πάγωσαν. Έβαλαν κάτω τα κεφάλια τους και εσιώπησαν για αρκετή ώρα. Σήκωσε κάποια στιγμή το κεφάλι του ο επίσκοπος Θεοδόσιος, κύτταξε προς τον αββά Μάξιμο και είπε:

 

ΘΕΟΔ.: Σου λέμε λοιπόν εμείς πως, εάν εσύ κοινωνήσης, ο δεσπότης μας ο Βασιλεύς θα ελαφρύνη τον Τύπο.

ΜΑΞΙΜΟΣ: Η απόστασις που μας χωρίζει είναι ακόμη μεγάλη. Τι θα κάνουμε με το δόγμα του ενός θελήματος που επικυρώθηκε συνοδικά από τον Σέργιο και τον Πύρρο για την αναίρεσι κάθε ενέργειας;

 

ΘΕΟΔ.: Εκείνο το χαρτί καταστράφηκε και αχρηστεύθηκε.

ΜΑΞΙΜΟΣ: Το έσβησαν από τους πέτρινους τοίχους, όχι όμως κι από τις νοερές ψυχές. Ας δεχθούν την καταδίκη του που έγινε συνοδικά στην Ρώμη με ευσεβή δόγματα και κανόνες, και τότε θα λυθή το μεσότοιχο και δεν θάχουμε ανάγκη από συμβουλές.

 

ΘΕΟΔ.: Δεν έχει ισχύ η Σύνοδος της Ρώμης, γιατί έγινε χωρίς την διαταγή του Βασιλέως.

ΜΑΞΙΜΟΣ: Αν οι διαταγές των βασιλέων δίνουν κύρος στις προγενέστερες συνόδους και όχι η ευσεβής πίστις, ας δεχθούν και τις συνόδους που έγιναν εναντίον του ομοουσίου, μια και έγιναν με εντολή των βασιλέων. Και ποιος κανόνας ορίζει να είναι έγκυρες μόνο εκείνες οι σύνοδοι που συνεκλήθησαν με εντολή Βασιλέως ή οπωσδήποτε όλες οι Σύνοδοι να συγκαλούνται κατόπιν βασιλικής διαταγής;

Ο ευσεβής κανών της Εκκλησίας γνωρίζει ως άγιες και έγκυρες εκείνες τις Συνόδους, τις οποίες διακρίνει η ορθότης των δογμάτων.

 

ΘΕΟΔ.: Όπως τα λες είναι. Η ορθότης των δογμάτων δίνει κύρος στις συνόδους. Τι λοιπόν; Δεν πρέπει καθόλου να λέμε μία ενέργεια στον Χριστό;

ΜΑΞΙΜΟΣ: Σύμφωνα με την Αγία Γραφή και τους Αγίους Πατέρας τίποτα τέτοιο δεν παρελάβαμε να λέμε. Αλλά, όπως ακριβώς παρελάβαμε να πιστεύωμε για το Χριστό δύο φύσεις, αυτές από τις οποίες απαρτίζεται, έτσι μας επετράπη να πιστεύωμε και να ομολογούμε και τις φυσικές Του θελήσεις και ενέργειες που υπάρχουν καταλλήλως σ’ αυτόν, αφού αυτός ο ίδιος είναι εκ φύσεως Θεός μαζί και άνθρωπος.

 

ΘΕΟΔ.: Πράγματι, κύριε, και εμείς ομολογούμε και τις φύσεις και τις διάφορες ενέργειες, δηλαδή και την θεία και την ανθρωπίνη. Και ότι η θεότης του είναι θελητική και η ανθρωπότης του θελητική, επειδή η ψυχή του δεν ήταν χωρίς θέλησι. Αλλά για να μη χάνουμε τον καιρό μας εδώ, ό,τι κι αν είπαν οι Πατέρες το ομολογώ, και μάλιστα το κάνω και εγγράφως (δηλαδή), δύο φύσεις και δύο θελήματα και δύο ενέργειες. Έλα λοιπόν να κοινωνήσης μαζί μας και να γίνη η ένωσις.

ΜΑΞΙΜΟΣ: Δέσποτα, δεν τολμώ να δεχθώ εγώ έγγραφη συγκατάθεσι από σας γι’ αυτό το πράγμα, διότι είμαι απλός Μοναχός. Αν όμως ο Θεός σας έφερε σε κατάνυξι, ώστε να δεχθήτε τους λόγους των αγίων Πατέρων, να ενεργήσετε όπως απαιτούν οι κανόνες. Να στείλετε, δηλαδή, περί τούτου έγγραφο προς τον επίσκοπο Ρώμης, ο Βασιλεύς και ο Πατριάρχης και η περί αυτόν Σύνοδος. Εγώ πάντως ούτε κι αν γίνουν αυτά θα κοινωνήσω, επειδή οι αναθεματισθέντες αναφέρονται στην αγία αναφορά. Διότι φοβάμαι το κατάκριμα του αναθέματος.

 

ΘΕΟΔ.: Ο Θεός γνωρίζει ότι δεν σε κατηγορώ που φοβάσαι, αλλά ούτε και κανένας άλλος. Για το όνομα όμως του Κυρίου, πες μας την γνώμη σου, εάν είναι δυνατόν να γίνη αυτό (δηλ. να αρθή το ανάθεμα ήδη αποθανόντος αιρετικού).

ΜΑΞΙΜΟΣ: Ποια γνώμη μπορώ να σας δώσω γι’ αυτό; Πηγαίνετε, ψάξτε να βρήτε αν ποτέ έχει γίνει κάτι τέτοιο και ελευθερώθηκε κανείς μετά θάνατον από το έγκλημα για την πίστι, κι από το κατάκριμα που έχει εξαγορευθή εναντίον του. Πρέπει να καταδεχθούν ο Βασιλεύς και ο Πατριάρχης να μιμηθούν την συγκατάβασι του Θεού. και ο μεν να κάνει παρακλητική κέλευσι, ο δε συνοδική δέησι προς τον Πάπα της Ρώμης. Χωρίς αμφιβολία, αν βρεθή κάποιος τρόπος εκκλησιαστικός που να το επιτρέπη αυτό για την σωστή ομολογία της Πίστεως, θα συμφωνήση περί αυτού μαζί σας.

 

ΘΕΟΔ.: Αυτό θα γίνη οπωσδήποτε. αλλά δος μου τον λόγο σου ότι, εάν στείλουν εμένα, θα έλθης μαζί μου.

ΜΑΞΙΜΟΣ: Δέσποτα, σου είναι πιο συμφέρον να πάρης μαζί σου τον σύνδουλό μου που είναι στη Μεσημβρία, παρά εμένα. Εκείνος και την γλώσσα γνωρίζει και τον σέβονται πολύ, μια και τόσα χρόνια τιμωρείται για τον Θεό και για την ορθή πίστι που κρατεί ο θρόνος τους.

 

ΘΕΟΔ.: Έχουμε μεταξύ μας κάτι μικροδιαφορές, και δεν μου είναι τόσο ευχάριστο να πάω μαζί του.

ΜΑΞΙΜΟΣ: Δέσποτα, αφού νομίζετε ότι πρέπει να γίνη αυτό, ας γίνη όπως αποφασίζετε. Εγώ σας ακολουθώ όπου θέλετε.

 

 

Μετά από αυτό σηκώθηκαν όλοι επάνω χαρούμενοι και με δάκρυα στα μάτια. Έβαλαν μετάνοια και έγινε προσευχή. Και κάθε ένας τους ασπάσθηκε τα άγια Ευαγγέλια, και τον Τίμιο Σταυρό, και την εικόνα του Θεού και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού, και της Δεσποίνης ημών Παναγίας Θεοτόκου της Μητέρας Του, αφού έβαλαν επάνω και τα χέρια τους προς βεβαίωσι των συμφωνηθέντων.

 

Αφού ειπώθηκαν αυτά, όταν ασπάζονταν μεταξύ τους είπε ο ύπατος Θεοδόσιος:

 

ΘΕΟΔ.: Να λοιπόν, έγιναν όλα καλά. Άρα γε θα καταδεχθή ο Βασιλεύς να κάνη παρακλητική κέλευσι;

ΜΑΞΙΜΟΣ: Οπωσδήποτε θα κάνη, εάν θέλη να είναι μιμητής του Θεού και να ταπεινωθή μαζί Του για την κοινή σωτηρία όλων μας. Ας αναλογισθή ότι, αφού ο Θεός που φύσει σώζει, δεν μας έσωσε παρά αφού με την θέλησί Του ταπεινώθηκε, πώς ο φύσει σωζόμενος άνθρωπος θα σωθή ή θα σώση χωρίς να ταπεινωθή;

 

 

Μετά δε την αναχώρησι των παραπάνω ανδρών, στις 8 του μηνός Σεπτεμβρίου της παρούσης 15ης ινδικτιώνος, πήγε πάλι ο ύπατος Παύλος στη Βιζύη προς τον αββά Μάξιμο, έχοντας μαζί του διαταγή που έλεγε τα εξής:
«Παραγγέλομε στην ενδοξότητά σου να πας στη Βιζύη και να φέρης τον Μοναχό Μάξιμο με πολλή τιμή και περιποίησι, λόγω της μεγάλης του ηλικίας και της ασθενείας του, και διότι αυτός ανήκει στους προγόνους μας και τους έχει τιμήσει. Και να τον βάλης στο λαμπρό μοναστήρι του Αγίου Θεοδώρου, που βρίσκεται δίπλα στο Βασιλικό παλάτι».

Αφού λοιπόν ο ύπατος τον πήρε και τον έβαλε στο προειρημένο μοναστήρι, πήγε να δώση ειδοποίησι.

 

 

Την επομένη ημέρα πήγαν προς αυτόν οι πατρίκιοι Επιφάνιος και Τρώϊλος, με λαμπρό ντύσιμο και ύφος, καθώς και ο επίσκοπος Θεοδόσιος. Συναντήθηκαν με αυτόν στο κατηχουμενείο της Εκκλησίας του ιδίου μοναστηριού. Αφού έγινε ο συνηθισμένος ασπασμός κάθησαν, υποχρεώνοντας κι αυτόν να καθήση.

Και αρχίζοντας τον λόγο μαζί του ο Τρώϊλος είπε:

 

ΤΡΩΪΛΟΣ: Ο αυτοκράτωρ μας διέταξε να έρθουμε και να σου ανακοινώσουμε την γνώμη που έχει η θεοστήρικτη βασιλεία του. Αλλά πρώτα πες μας, θα κάνης την διαταγή του Βασιλέως ή δεν θα την κάνης;

Ο Μάξιμος είπε:

ΜΑΞΙΜΟΣ: Κύριε, να ακούσω τι διέταξε η ευσεβής του δύναμις και θά αποκριθώ κατάλληλα. Γιατί προς κάτι το άγνωστο ποια απάντησι μπορώ να δώσω;

Ο Τρώϊλος επέμενε λέγοντας:

 

ΤΡΩΪΛ.: Δεν πρόκειται να πούμε τίποτε, εάν δεν μας πης πρώτα, αν θα κάνης ή όχι την διαταγή του Βασιλέως.

Και όταν τους είδε να αντιστέκωνται και λόγω της καθυστερήσεώς του να βλέπουν πιο σκληρά και μαζί με τους συνακόλουθούς τους να αποκρίνωνται πιο άγρια, ενώ φάνταζαν τα περήφανα στολίδια των αξιωμάτων τους, απαντώντας ο αββάς Μάξιμος είπε:

ΜΑΞΙΜΟΣ: Αφού δεν θέλετε να πήτε στον δούλο σας την απόφασι του κυρίου και βασιλέως μας, να λοιπόν σας λέω, κι ακούει ο Θεός και οι άγιοι άγγελοι και όλοι εσείς: ο,τιδήποτε με διατάξη για κάθε πράγμα που καταλύεται και καταστρέφεται σ’ αυτόν τον αιώνα, με προθυμία το κάνω.

 

Και αμέσως ο Τρώϊλος είπε:

 

ΤΡΩΪΛ.: Συγχωρέστε με, αλλά εγώ φεύγω. γιατί αυτός τίποτε δεν πρόκειται να κάνη. Και αφού έγινε πάρα πολύς θόρυβος και μεγάλη ταραχή και σύγχυσι, τους είπε ο επίσκοπος Θεοδόσιος:

ΘΕΟΔ.: Πείτε του την διαταγή και θα μάθετε την απάντησί του. Διότι, δεν είναι λογικό να φύγουμε, χωρίς να πούμε και να ακούσουμε τίποτε.

Τότε ο πατρίκιος Επιφάνιος είπε:

 

ΕΠΙΦ.: Αυτό σου δηλώνει με μας ο Βασιλεύς: «Επειδή η Δύσις και όσοι διαστρέφουν (τα πράγματα) στην Ανατολή αποβλέπουν σε σένα, κι όλοι εξ αιτίας σου ξεσηκώνονται μη θέλοντας να συμφωνήσουν μαζί μας για την πίστι, είθε να σε κατανύξη ο Θεός να κοινωνήσης μαζί μας βάσει του Τύπου που εκθέσαμε. Θα βγούμε τότε εμείς οι ίδιοι στη Χαλκή (πύλη) και θα σε ασπασθούμε, θα σου δώσουμε το χέρι και με κάθε τιμή και δόξα θα σε βάλουμε στην μεγάλη Εκκλησία. Θα στέκεσαι μαζί μας στο μέρος που συνηθίζουν να στέκωνται οι Βασιλείς. Θα κάνουμε τότε και την σύναξι (Θ. Λειτουργία) και θα κοινωνήσουμε τα άχραντα και ζωοποιά μυστήρια, το ζωοποιό Σώμα και Αίμα του Χριστού. Θα σε ανακηρύξουμε πατέρα μας και θα γίνη χαρά όχι μόνο στην φιλόχριστη και βασιλική μας πόλι, αλλά και σ’ όλη την οικουμένη. Γιατί γνωρίζουμε πολύ καλά ότι, εάν εσύ κοινωνήσης με τον εδώ άγιο θρόνο, όλοι θα ενωθούν μαζί μας, αυτοί που εξ αιτίας σου και εξ αιτίας της διδασκαλίας σου αποσχίσθηκαν από την κοινωνία με μας».

Γυρίζοντας τότε προς τον επίσκοπο ο αββάς Μάξιμος του είπε με δάκρυα στα μάτια:

 

ΜΑΞΙΜΟΣ: Μεγάλε κύριε, όλοι περιμένουμε ημέρα κρίσεως. Αληθινά, ούτε όλη η δύναμι των ουρανών δεν θα με πείση να το κάνω αυτό. Γιατί, τι θα έχω να απολογηθώ -δεν λέω στο Θεό, αλλά στην συνείδησί μου- αν για την δόξα των ανθρώπων, που μόνη της δεν έχει καμμιά οντότητα, γίνω εξωμότης της πίστεως που σώζει αυτούς που την υπερασπίζονται;

Όταν άκουσαν τα λόγια αυτά, σηκώθηκαν όλοι επάνω και γεμάτοι θυμό τον έσπρωξαν, τον τράβηξαν και τον έρριξαν κάτω. Τον γέμισαν μάλιστα από το κεφάλι ως τα νύχια με φτυσίματα, που η δυσωδία τους παρέμεινε μέχρις ότου πλύθηκαν τα ρούχα του.

Σηκώθηκε τότε και ο επίσκοπος και είπε:

 

ΘΕΟΔ.: Δεν έπρεπε να το κάνετε αυτό. Έπρεπε να ακούσωμε μόνο την απάντησί του και να την αναφέρωμε στον αγαθό μας Βασιλέα. Μόλις τους έπεισε ο επίσκοπος να ησυχάσουν, κάθησαν πάλι. Με θυμό όμως και αγριότητα του είπαν μύριες βρισιές και ακατανόμαστες κατάρες.

Τότε του είπε ο Επιφάνιος:

ΕΠΙΦ.: Πες μας λοιπόν κάκιστε λαίμαργε γέρο, μας είπες αυτά τα λόγια θεωρώντας ως αιρετικούς εμάς και την πόλι μας και τον Βασιλέα; Αληθινά, είμαστε περισσότερο Χριστιανοί και ορθόδοξοι από σένα. Και ομολογούμε ότι ο Κύριός μας και Θεός έχει και θεϊκή και ανθρώπινη θέλησι και νοερή ψυχή. Και ότι κάθε νοερή φύσι οπωσδήποτε έχει εκ φύσεως το θέλειν και το ενεργείν, επειδή ίδιον της ζωής είναι η κίνησις και ίδιον του νοός η θέλησις. Και γνωρίζουμε ότι είναι θελητικός, όχι μόνο κατά την θεότητα, αλλά και κατά την ανθρωπότητα. Δεν αρνούμαστε επίσης και τις δύο θελήσεις του και ενέργειες.

Και απαντώντας ο αββάς Μάξιμος είπε:

 

ΜΑΞΙΜΟΣ: Εάν πιστεύετε έτσι, όπως πιστεύουν οι νοερές φύσεις και η Εκκλησία του Θεού, πώς εσείς με αναγκάζετε να κοινωνήσω με τον Τύπο, που μόνο την αναίρεσι αυτών έχει;

 

ΕΠΙΦ.: Αυτό έγινε για οικονομία, για να μη ζημιωθούν οι λαοί μας με τέτοιες λεπτολογίες.

Και απαντώντας ο αββάς Μάξιμος είπε:

 

ΜΑΞΙΜΟΣ: Συμβαίνει το αντίθετο. Κάθε άνθρωπος αγιάζεται με την ακριβή ομολογία της πίστεως, και όχι με την αναίρεσι που βρίσκεται στον Τύπο.

Και είπε ο Τρώϊλος:

 

ΤΡΩΪΛ.: Και στο παλάτι σου είπαμε, ότι (ο Τύπος) δεν ανήρεσε τίποτε, αλλά διέταξε να κατασιγάσουν (οι διϊστάμενες απόψεις) για να ειρηνεύσουμε όλοι.

Και απαντώντας πάλι ο αββάς Μάξιμος είπε:

 

ΜΑΞΙΜΟΣ: Η σιωπή των λόγων είναι αναίρεσις των λόγων. Λέγει το Άγιον Πνεύμα μέσω του Προφήτου Δαβίδ: «Οὐκ εἰσί λαλιαί, οὐδέ λόγοι, ὧν οὐχί ἀκούονται αἱ φωναί αὐτῶν».
Άρα λοιπόν ο λόγος που δεν λέγεται, δεν είναι καν λόγος.

Και είπε ο Τρώϊλος:

 

ΤΡΩΪΛ.: Στην καρδιά σου να έχης ό,τι θέλεις, δεν σε εμποδίζει κανείς.

Ο αββάς Μάξιμος απήντησε:

 

ΜΑΞΙΜΟΣ: Ο Θεός δεν περιώρισε στην καρδιά όλη την σωτηρία, αλλά είπε: «Ὁ ὁμολογῶν με ἔμπροσθεν τῶν ἀνθρώπων, ὁμολογήσω καγώ αὐτόν ἔμπροσθεν τοῦ Πατρός μου τοῦ ἐν οὐρανοῖς».

Και ο θείος Απόστολος διδάσκει ως εξής: «Kαρδία μέν πιστεύεται εἰς δικαιοσύνην, στόματι δέ ὁμολογεῖται εἰς σωτηρίαν».
Αν λοιπόν ο Θεός και οι Προφήται και οι Απόστολοι του Θεού προτρέπουν να ομολογήται με τους λόγους των Αγίων το μυστήριο, το μεγάλο και φρικτό και σωτήριο για όλο τον κόσμο, δεν πρέπει να σιωπήση με κανένα τρόπο η φωνή που κηρύττει αυτό, για να μη κινδυνεύση η σωτηρία των σιωπώντων.

Και απαντώντας ο Επιφάνιος με πολύ άγριο τρόπο είπε:

 

ΕΠΙΦ.: Υπέγραψες στον λίβελλο;

Και είπε ο αββάς Μάξιμος:

 

ΜΑΞΙΜΟΣ: Ναι υπέγραψα.

 

ΕΠΙΦ.: Και πώς τόλμησες να υπογράψης και να αναθεματίσης αυτούς που ομολογούν και πιστεύουν όπως οι νοερές φύσεις και η καθολική Εκκλησία; Αληθινά με δική μου πρότασι θα σε πάμε στην πόλι, θα σε στήσουμε δεμένο στην αγορά και θα φέρουμε τους μίμους, άνδρες και γυναίκες, και τις πιο διάσημες πόρνες και όλο το λαό, για να χτυπήση και φτύση καθένας και καθεμιά τους το πρόσωπό σου.

Απαντώντας σ’ αυτά ο αββάς Μάξιμος είπε:

 

ΜΑΞΙΜΟΣ: Ας γίνη όπως είπατε, εάν αναθεματίσαμε αυτούς που ομολογούν ότι ο Κύριος έχει δύο φύσεις, και τις κατάλληλες σ’ αυτόν δύο φυσικές θελήσεις και ενέργειες, και ότι είναι εκ φύσεως αληθινός Θεός και άνθρωπος. Διάβασε, δέσποτα, τα πρακτικά και τον λίβελλο, και εάν βρήτε αυτά που είπατε, κάμετε ό,τι σκέπτεσθε.

 

 

Μετά από αυτά τον ωδήγησαν στην Κωνσταντινούπολι και έβγαλαν απόφασι εναντίον τους. Αναθεμάτισαν και κατεδίκασαν τον εν αγίοις Μάξιμο, τον μακάριο μαθητή του Αναστάσιο, τον αγιώτατο πάπα Μαρτίνο, τον άγιο Σωφρόνιο πατριάρχη Ιεροσολύμων, και όλους τους Ορθοδόξους και ομοφρονούντας μ’ αυτούς.
Έπειτα έφεραν και τον άλλο μακάριο Αναστάσιο. Αφού χρησιμοποίησαν και γι’ αυτόν τα ίδια αναθέματα και βρισιές, τους παρέδωσαν στους άρχοντες λέγοντας:

 

Αποφασίζουμε να σας παραλάβη αμέσως ο πανεύφημος έπαρχός μας, που είναι δω, στο πολυάνθρωπο ανάκτορό του. Να σας χτυπήση με νεύρα στα μετάφρενα (τον Μάξιμο, Αναστάσιο και Αναστάσιο), και να αποκόψη από την ρίζα το όργανο της ακολασίας σας, δηλαδή την βλάσφημη γλώσσα σας, του Μαξίμου, Αναστασίου και Αναστασίου. Στη συνέχεια να κόψη με σιδερένιο μαχαίρι και την ταραχώδη δεξιά που υπηρέτησε τον βλάσφημο λογισμό σας. Μόλις δε σας αποστερήσουν αυτά τα βδελυκτά μέλη, να τα κρεμάσουν πάνω σας και να σας περιφέρουν στα δώδεκα τμήματα της βασιλίδος των πόλεων. Κατόπιν να σας παραδώση σε ισόβια εξoρία και ταυτόχρονα συνεχή φρούρησι, έτσι που συνεχώς και για όλο το χρόνο της ζωής σας να οδύρεσθε για τα βλάσφημα σφάλματά σας. Γιατί η κατάρα που εφεύρατε εναντίον μας, επέπεσε πάνω στα κεφάλια σας.

 

Τότε λοιπόν τους πήρε ο έπαρχος και τους τιμώρησε κόβοντας τα μέλη τους. Τέλος τους περιέφερε σ’ όλη την πόλι και τους εξώρισε στην Λαζική.

 

(Αγίου Μαξίμου Ομολογητού - P.G. 90, 136-172)