Τρίτη 27 Οκτωβρίου 2015

†. Κυ 22-10-2006, ΜΙΑ ΙΣΤΟΡΙΑ ΔΙΑΣΤΡΟΦΗΣ ΤΟΥ ΝΟΥ


ΜΙΑ ΙΣΤΟΡΙΑ ΔΙΑΣΤΡΟΦΗΣ ΤΟΥ ΝΟΥ
 
Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία
τοῦ πρωτοπρεσβυτέρου Κωνσταντίνου Στρατηγόπουλου,
 
Γνωστή καί πάλι ἡ διήγηση καί ἀπό ἄλλες περιπτώσεις παράλληλης θεραπείας δαιμονισμένων ἀπό τόν Χριστό, ἡ ὁποία ὅμως διήγηση δέν μπορεῖ νά κοιταχτεῖ μονοτόνως, δηλαδή μόνο μέ μιά ματιά, ὅτι ὁ Χριστός βρίσκει ἕνα δαιμονισμένο καί τόν γιατρεύει. Αὐτό εἶναι δεδομένο. Ἡ περικοπή ἀνοίγει ἄλλες πολύ βαθιές προοπτικές καί μάλιστα κεντρικό σημεῖο ἀφετηρίας, γιά νά μποῦμε στίς βαθύτερες προοπτικές τῆς περικοπῆς, εἶναι αὐτό τό ὁποῖο εἶπε ὁ δαιμονισμένος ὅταν ὁ Χριστός τόν ρώτησε «ποιό εἶναι τό ὄνομά σου;», πού εἶπε «λεγεών», γιατί, λέει τό κείμενο, ἦταν πολλά τά δαιμόνια πού εἶχε μέσα.
Προσέξτε αὐτή τήν πολλαπλότητα. Δέν θά τό δεῖτε αὐτό μόνο ποσοτικά, τά πολλά τά δαιμόνια. Μπορεῖ καί νά εἶναι, ἀλλά ἀναφέρεται σέ κάτι πολύ βαθύ ποιοτικό, πού ἀφορᾶ τήν ποικιλία τῶν δαιμονικῶν καταστάσεων πού ζοῦμε χωρίς νά τό καταλαβαίνουμε. Αὐτό κάνει ἡ περικοπή καί μᾶς βάζει σέ μιά σκληρή ἀναμέτρηση μέ δαιμονικά πράγματα πού ζοῦμε καθημερινά χωρίς νά τό καταλαβαίνουμε. Νά ἀκολουθήσω τήν πορεία τῆς περικοπῆς προσπαθώντας μέ ἁδρό τρόπο νά περιγράψω, ἀξιοποιώντας τά λόγια τῆς περικοπῆς, αὐτό τό «πολλά δαιμόνια». Τί εἶναι αὐτό τό πολλαπλό; Τί εἶναι αὐτά τά πολλά; Κάποιος θά πεῖ «πολλά πάθη», πράγματι ἔτσι εἶναι, ἀλλά τό κείμενο τό περιγράφει μέ ἄλλο τρόπο, καί ἐξωτερικό καί ἐσωτερικό. Κοιτάξτε τήν πορεία τοῦ κειμένου:
Πρῶτα-πρῶτα βάζει τόν δαιμονισμένο νά μετριέται μέ τήν ἀδυναμία νά σταθεῖ σέ ἕναν τόπο -ὅταν κάνω τήν ἀνάλυση τώρα, νά βάζετε σέ ἕναν παράλληλο ἐκφραστικό τρόπο τόν ἑαυτό σας καί τόν ἑαυτό μας. Τήν ἀδυναμία λοιπόν νά σταθεῖ σέ ἕναν τόπο, καί αὐτό τό ἐκφράζει, τό θέμα τοῦ τόπου, πολυποίκιλα. Πρῶτα-πρῶτα τό λέει: «Δέν μποροῦσε νά μείνει στήν οἰκία του, ἀδυνατεῖ νά κάτσει κάπου». Ὑπάρχουν χίλιοι λόγοι γι᾽ αὐτό, ἀλλά τίποτε δέν μπορεῖ νά εἶναι δυσκολία παρά μόνο ὁ ἑαυτός μας καί τό δαιμονικό στοιχεῖο πού κουβαλᾶμε, ἡ ἀδυναμία δηλαδή νά στραφοῦμε νά κάνουμε κάτι γιά τόν κόσμο -αὐτό εἶναι τό δαιμονικό- καί κάνουμε τό ἀντίθετο, καί περιμένουμε οἱ ἄλλοι νά κάνουν κάτι γιά μᾶς κι ἄν δέν γίνεται οἱ τόποι δέν μᾶς ἀντέχουν.



ΜΙΑ ΙΣΤΟΡΙΑ ΔΙΑΣΤΡΟΦΗΣ ΤΟΥ ΝΟΥ Π. ΚΩΝΣΓΤ. ΣΤΡΑΤΗΓΟΠΟΥΛΟΥ

 

 
Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία
τοῦ πρωτοπρεσβυτέρου Κωνσταντίνου Στρατηγόπουλου,
ἀπό τήν ἱστοσελίδα floga.gr, ἐπάνω στό χωρίο τοῦ κατά Λουκᾶν Εὐαγγελίου, κεφάλαιο 8ο, στίχοι 27 ἕως 39, στά πλαίσια τῆς ἑρμηνείας πού ἔγινε στό κήρυγμα τῆς Κυριακῆς 22-10-2006.
 
Γνωστή καί πάλι ἡ διήγηση καί ἀπό ἄλλες περιπτώσεις παράλληλης θεραπείας δαιμονισμένων ἀπό τόν Χριστό, ἡ ὁποία ὅμως διήγηση δέν μπορεῖ νά κοιταχτεῖ μονοτόνως, δηλαδή μόνο μέ μιά ματιά, ὅτι ὁ Χριστός βρίσκει ἕνα δαιμονισμένο καί τόν γιατρεύει. Αὐτό εἶναι δεδομένο. Ἡ περικοπή ἀνοίγει ἄλλες πολύ βαθιές προοπτικές καί μάλιστα κεντρικό σημεῖο ἀφετηρίας, γιά νά μποῦμε στίς βαθύτερες προοπτικές τῆς περικοπῆς, εἶναι αὐτό τό ὁποῖο εἶπε ὁ δαιμονισμένος ὅταν ὁ Χριστός τόν ρώτησε «ποιό εἶναι τό ὄνομά σου;», πού εἶπε «λεγεών», γιατί, λέει τό κείμενο, ἦταν πολλά τά δαιμόνια πού εἶχε μέσα.
Προσέξτε αὐτή τήν πολλαπλότητα. Δέν θά τό δεῖτε αὐτό μόνο ποσοτικά, τά πολλά τά δαιμόνια. Μπορεῖ καί νά εἶναι, ἀλλά ἀναφέρεται σέ κάτι πολύ βαθύ ποιοτικό, πού ἀφορᾶ τήν ποικιλία τῶν δαιμονικῶν καταστάσεων πού ζοῦμε χωρίς νά τό καταλαβαίνουμε. Αὐτό κάνει ἡ περικοπή καί μᾶς βάζει σέ μιά σκληρή ἀναμέτρηση μέ δαιμονικά πράγματα πού ζοῦμε καθημερινά χωρίς νά τό καταλαβαίνουμε. Νά ἀκολουθήσω τήν πορεία τῆς περικοπῆς προσπαθώντας μέ ἁδρό τρόπο νά περιγράψω, ἀξιοποιώντας τά λόγια τῆς περικοπῆς, αὐτό τό «πολλά δαιμόνια». Τί εἶναι αὐτό τό πολλαπλό; Τί εἶναι αὐτά τά πολλά; Κάποιος θά πεῖ «πολλά πάθη», πράγματι ἔτσι εἶναι, ἀλλά τό κείμενο τό περιγράφει μέ ἄλλο τρόπο, καί ἐξωτερικό καί ἐσωτερικό. Κοιτάξτε τήν πορεία τοῦ κειμένου:
Πρῶτα-πρῶτα βάζει τόν δαιμονισμένο νά μετριέται μέ τήν ἀδυναμία νά σταθεῖ σέ ἕναν τόπο -ὅταν κάνω τήν ἀνάλυση τώρα, νά βάζετε σέ ἕναν παράλληλο ἐκφραστικό τρόπο τόν ἑαυτό σας καί τόν ἑαυτό μας. Τήν ἀδυναμία λοιπόν νά σταθεῖ σέ ἕναν τόπο, καί αὐτό τό ἐκφράζει, τό θέμα τοῦ τόπου, πολυποίκιλα. Πρῶτα-πρῶτα τό λέει: «Δέν μποροῦσε νά μείνει στήν οἰκία του, ἀδυνατεῖ νά κάτσει κάπου». Ὑπάρχουν χίλιοι λόγοι γι᾽ αὐτό, ἀλλά τίποτε δέν μπορεῖ νά εἶναι δυσκολία παρά μόνο ὁ ἑαυτός μας καί τό δαιμονικό στοιχεῖο πού κουβαλᾶμε, ἡ ἀδυναμία δηλαδή νά στραφοῦμε νά κάνουμε κάτι γιά τόν κόσμο -αὐτό εἶναι τό δαιμονικό- καί κάνουμε τό ἀντίθετο, καί περιμένουμε οἱ ἄλλοι νά κάνουν κάτι γιά μᾶς κι ἄν δέν γίνεται οἱ τόποι δέν μᾶς ἀντέχουν.
Εἶναι λοιπόν ἡ ἀδυναμία μας νά σταθοῦμε στόν τόπο. Χίλιες αἰτίες μπορεῖ νά ὑπάρχουν, ἀλλά μέσα κρύβεται κάτι δαιμονικό. Κάτι περιμένουμε νά γίνει καί δέν γίνεται καί ἀδυνατοῦμε νά σταθοῦμε στούς τόπους· καί μάλιστα κάνει μιά προέκταση τό κείμενο καί λέει: «ἠλαύνετο εἰς τὰς ἐρήμους», πήγαινε σέ ἔρημους τόπους. Βέβαια καί οἱ ἀσκητές πήγαιναν στίς ἐρήμους, ἀλλά πήγαιναν γιά νά ἁγιάσουν στίς ἐρήμους. Αὐτός πήγαινε στήν ἔρημο γιά νά ἀναπαυθεῖ. Βλέπετε, ἡ δεύτερη ἀναζήτησή μας σέ σχέση μέ τούς τόπους, ἡ δαιμονική μας ἀναζήτηση, πιστεύοντας πού κάποιοι τόποι, κάποια ἀλλαγή τῶν τόπων θά μᾶς ἀλλάξουν καί ἡ ὁριστική κατάληξη τοῦ τόπου του ἦταν, λέει, τά μνήματα ὅπου ἔμενε. Τό μνῆμα εἶναι χῶρος θανάτου, ἐκεῖ πού δέν ὑπάρχει ἐλπίδα, ἐκεῖ πού δέν ὑπάρχει ζωή, ἐκεῖ πού δέν ὑπάρχει Χριστός. Ὅπου καί νά κουβαλᾶμε τά δαιμονικά στοιχεῖα μας καί προσπαθοῦμε νά τά ἀναπαύσουμε πουθενά δέν θά ἀναπαυόμαστε καί καθημερινά σέ φαινομενικά ὡραίους τόπους θά μένουμε, ἀλλά σέ μνήματα θά μένουμε γιατί ἐκεῖ δέν θά ὑπάρχει ζωή, δέν θά ὑπάρχει ἐλπίδα. Ὅταν λέω «νά ὑπάρχει ὁ Χριστός» σημαίνει ὁ Χριστός νά γίνει βίωσή μας, νά γίνουμε ἐμεῖς μέσα ἀπό τόν Χριστό ἐλπίδα τοῦ κόσμου καί, ἀντί νά ἀπαιτοῦμε, νά κάνουμε κάτι γιά τούς ἄλλους. Αὐτό εἶναι τό στοιχεῖο τῆς δαιμονικῆς ἀναμετρήσεως μέ τούς τόπους.
Καί ἔρχεται μιά ἄλλη πρόκληση δαιμονικῆς ἀναμετρήσεως μέ τήν ἐμφάνιση. Ἐδῶ ἀναφέρεται στά ροῦχα μέν, ἀλλά τό κείμενο πάει πολύ μακριά οὐσιαστικά, γιατί εἶναι αὐτό πού εἴμαστε ἡ ἐμφάνιση. Ἐδῶ τό λέει, «δέν μποροῦσε νά βάλει ροῦχα ἐπάνω του». Εἶναι πρακτικό τό θέμα, ἀδυναμία κάτι νά τοῦ ἀρέσει, καί ἐκεῖνο πού ἐπέλεγε ἦταν νά φοράει ἁλυσίδες. Αὐτό εἶναι ἡ ἔκφραση τοῦ δαιμονικοῦ στοιχείου, ἡ ἐναγώνια ἀναζήτησή μας τοῦ πῶς φαινόμαστε πρός τά ἔξω. Ἔτσι νά πάρετε καί τό ἔνδυμα, νά πάρετε τή βαθιά θεολογική προοπτική του. Νά θυμηθεῖτε πού ὁ ἄνθρωπος ἐνεδύθη «χιτῶνας δερματίνους» μετά τήν πτώση. Εἶναι πολύ βαθιά ἡ προοπτική αὐτή, τό πῶς φαινόμαστε, τό πῶς θέλουμε νά φαινόμαστε, οἱ ἀπαιτήσεις πού ἔχουμε γιά τό πῶς θά μᾶς καταλάβουν. Αὐτό εἶναι δαιμονικό στοιχεῖο, γιατί τό θέμα εἶναι ὄχι νά μᾶς καταλάβουν, [ἀλλά] ἐμεῖς τί θά καταλάβουμε ἀπό αὐτούς. Ἐκεῖ κρύβεται λοιπόν δαιμονικό στοιχεῖο κι ἄς μή φαινόμαστε ἐξωτερικά δαιμονισμένοι.
Ἕνα τρίτο στοιχεῖο πού πολλαπλασιάζει αὐτή τήν ταραχή τοῦ κόσμου εἶναι τό δαιμονικό κοινωνικό στοιχεῖο. Βλέπετε, ὁ Χριστός γιατρεύει καί αὐτοί τόν διώχνουν, τοῦ λένε «νά φύγεις». Εἶναι ἄλλη ἱστορία, ὅτι κάποιοι προσπαθοῦν νά κρατήσουν ἰσορροπίες στόν κόσμο (ἡσυχία, τάξη, ἀστυνόμευση). Φαίνονται καλά πράγματα. Ὅλα εἶναι δαιμονιώδη χωρίς τόν Χριστό, γιατί ἄν ὅλα αὐτά τά κάνουν καί βγάλουν ἔξω τόν Χριστό, δέν ἔκαναν τίποτε, ἁπλῶς κρατοῦν μιά δαιμονιώδη ἡσυχία καί ἐμεῖς τέτοια δαιμονιώδη ἡσυχία δέν τή θέλουμε. Ἐμεῖς θέλουμε μιά χριστοειδή ταραχή στόν κόσμο. «Ἐγώ ἦρθα γιά νά βάλω πῦρ στόν κόσμο», εἶπε ὁ Χριστός. Ὅσοι λοιπόν μᾶς ὑποσχεθοῦν σέ κοινωνικό ἐπίπεδο ὅτι θά ἐξασφαλίσουν ἰσορροπίες ἡσυχίας πολυποίκιλης (κοινωνικῆς, οἰκονομικῆς, ὅ,τι καί νά σᾶς ποῦν) καί ἐκεῖ ἀπουσιάζει ἡ ταραχή τοῦ Χριστοῦ, νά μήν τούς πιστέψετε. Εἶναι τό τρίτο δαιμονικό στοιχεῖο.
Καί ἔρχεται ἕνα ἄλλο, πιό βαθύ, δαιμονικό στοιχεῖο, πού ἔρχεται ὁ δαίμονας καί παρακαλεῖ τόν Χριστό νά μήν τόν καταστρέψει. Φοβᾶται τόν Χριστό. Εἶναι ἄλλο δαιμονικό στοιχεῖο. Τόν ἀναγνωρίζει, ἀλλά δέν Τόν ἀντέχει. Βλέπετε, εἶναι μιά ἄλλη ἱστορία, πού εἶναι τό δαιμονικό στοιχεῖο τοῦ θρησκευόμενου ἀνθρώπου ἤ τοῦ θρησκευτικοῦ ἀνθρώπου πού ἔρχεται νά θέσει στοιχεῖα πίστεως στόν Χριστό, ἀλλά δέν ἀντέχει νά ἀναμετρηθεῖ μαζί Του, μέ τήν ἀγάπη Του, καί λέει: «μέχρι ἐδῶ· μέχρι ἐδῶ εἴμαστε».
Ὅλος αὐτός ὁ καμβάς χαρακτηρίζει, μέ ἕναν ἁδρό τρόπο πραγματικά, αὐτό τό πολυποίκιλο τῆς λεγεῶνος τῶν δαιμόνων. Ἦταν πολλά τά δαιμόνια, τά ὁποῖα κουβαλᾶμε κι ἐμεῖς πάνω μας καθημερινά, καί ἡ λύση αὐτῆς τῆς τραγωδίας μέσα ἀπό τό κείμενο εἶναι -καί πάλι στή φράση τοῦ κειμένου- ὅτι ἦρθαν οἱ περίοικοι τοῦ τόπου καί βρίσκουν τόν δαιμονισμένο «παρά τούς πόδας τοῦ ᾿Ιησοῦ», «ἱματισμένον καί σωφρονοῦντα». Βλέπετε, τό «ἱματισμένον» ἀλλάζει τόν τρόπο ὄχι ἁπλῶς τῆς ἐμφανίσεώς του· ἀλλάζει τό πῶς θέλει νά φανεῖ ὁ ἴδιος. Εἶναι αὐτός πού εἶναι. Καί προσέξτε τή λέξη, τή λέξη-κλειδί πιά: Ἦταν «σωφρονῶν». Προσέξτε: «σώας τάς φρένας». Εἶναι αὐτό πού κάνει ἡ Ἐκκλησία· γιατρεύει τόν νοῦ, γιατρεύει τάς φρένας, γιατί ὅλη αὐτή ἡ ἱστορία τοῦ δαιμονικοῦ στοιχείου εἶναι ἀκριβῶς μιά ἱστορία φρενῶν, τοῦ νοῦ, διαστροφῆς τοῦ νοῦ, καί ἐκεῖ πάνω μπορεῖ νά ἔρθει μιά ὁριστική κατάσταση καί πρακτικοῦ δαιμονισμοῦ, ὅπως σέ ἕναν διεστραμμένο νοῦ μποροῦν νά ἐγκατασταθοῦν καί τά δαιμόνια. Εἶναι ὅμως μιά ἱστορία διαστροφῆς τοῦ νοῦ. «Σώας τάς φρένας» καί κάθεται πλάι στόν Χριστό «σωφρονῶν», πού σημαίνει ὅσοι εἶναι κοντά στόν Χριστό εἶναι σωφρονοῦντες, ἔχουν καθαρό τόν νοῦ, ἔχουν καθαρή τή διάνοια, ἔχουν περάσει ἀπό τήν κάθαρση τοῦ νοῦ.
Τό κείμενο λοιπόν εἶναι πάρα πολύ βαθύ, εἶναι πολύ προκλητικό καί μᾶς ἀναγάγει σέ πολλά καθημερινά γεγονότα, πού θά μπορεῖτε νά τά ἀναλύσετε σέ μιά συγκριτική πορεία μέ τή ζωή σας καί νά δεῖτε ποῦ μπορεῖ νά χάνουμε κάτι καί πῶς μποροῦμε νά γιατρευτοῦμε.
Ὁ Χριστός καί ὁ δαιμονισμένος τῶν Γαδαρηνῶν.
...καί τόν Χριστό δέν τόν ἄντεξαν οὔτε τά δαιμόνια οὔτε οἱ περίοικοι. Ἄς εὐχηθοῦμε νά μήν εἴμαστε σάν αὐτούς, ἀλλά νά εἴμαστε αὐτοί πού εἴμαστε παρά τούς πόδας τοῦ Χριστοῦ σωφρονοῦντες.
 

Τετάρτη 23 Σεπτεμβρίου 2015

Η εκκλησιολογική διάσταση της Στ' Οικουμενικής Συνόδου

 



Η εκκλησιολογική διάσταση της Στ' Οικουμενικής Συνόδου
Πρωτοπρεσβύτερος  Αναστάσιος Κ. Γκοτσόπουλος
Η ΕΚΚΛΗΣΙΟΛΟΓΙΚΗ ΔΙΑΣΤΑΣΗ 
ΤΗΣ   Στ΄ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΗΣ  ΣΥΝΟΔΟΥ 
Μαζί με τη μεγάλη εορτή της Υψώσεως του Τιμίου Σταυρού, στις 14 Σεπτεμβρίου, η Εκκλησία μας τίμησε και μία δεύτερη «ύψωση». Την ύψωση της αληθείας της Πίστεώς μας κατά της πλάνης και του ψεύδους. Όπως διαβάσαμε στο συναξάριο της εορτής του Σταυρού επιτελείται η μνήμη της Αγίας Στ’ Οικουμενικής Συνόδου των 170 Αγίων Πατέρων που καταδίκασαν την αίρεση του μονοθελητισμού. Οι εορτές της μνήμης των Οικουμενικών Συνόδων δεν είναι μία απλή ενθύμηση ενός γεγονότος, αλλά κυρίως υπενθύμιση της ζωντανής παρακαταθήκης στην αγιοπνευματική πορεία της Εκκλησίας του Χριστού.
Επειδή η μεγάλη εορτή της Υψώσεως του Τιμίου Σταυρού υποβιβάζει αναγκαστικά την εορτή προς τιμήν της Αγίας και Στ΄ Οικουμενικής Συνόδου, για να τιμηθεί πρεπόντως η εορτή,  οι Πατέρες  όρισαν να μετατίθεται  κατά την πρώτη Κυριακή μετά την Ύψωση (Τυπικό Αγ. Συμεών Θεσσαλονίκης). Έτσι και η Στ΄ Οικουμενική Σύνοδος όπως και η Α΄, η  Δ΄ και η  Ζ΄ τιμώνται  κατά την αναστάσιμη και πανηγυρική ημέρα της Κυριακής.
Πριν εμβαθύνουμε στην εκκλησιολογική διάσταση της Στ΄ Οικουμ. Συνόδου, ας δούμε κάποια ιστορικά στοιχεία : συνεκλήθη το Νοέμβριο του 680 μ.Χ. στο Παλάτι, εν Τρούλλω, στην Κωνσταντινούπολη με τη συμμετοχή 170 Πατέρων από Ανατολή και Δύση. Η Σύνοδος επανέλαβε τη θεολογική διατύπωση της Δ΄ Οικουμενικής Συνόδου και θεολόγησε ότι ο Ιησούς Χριστός είναι τέλειος Θεός και τέλειος άνθρωπος, σε μία Υπόσταση (ένα πρόσωπο), είναι Θεάνθρωπος.
Στο πρόσωπο του Κυρίου Ιησού ενώνεται υποστατικά, σε ένα πρόσωπο δηλαδή, στο Πρόσωπο του Θεού Λόγου, η θεία και η ανθρώπινη φύση αχωρίστως, ατρέπτως, αδιαιρέτως και ασυγχύτως. Επίσης, εδογμάτισε ότι επειδή ο Χριστός έχει τέλειες τις δύο φύσεις, θεία και ανθρώπινη, έχει και δύο φυσικές θελήσεις και δύο ενέργειες (θεία και ανθρώπινη), όπως προκύπτει και από τις ίδιες τις Ευαγγελικές διηγήσεις. Δηλαδή, στο πρόσωπο του Θεανθρώπου διασώζεται πλήρως ακέραιη και η θεία και η ανθρώπινη θέληση και ενέργεια.
Η Σύνοδος των Αγίων Πατέρων κατεδίκασε τη χριστολογία των Μονοθελητών, οι οποίοι κήρυτταν ότι ο Χριστός έχει μόνο μία, τη θεία θέληση και ενέργεια, και όχι την ανθρώπινη, με άλλα λόγια δεν είναι τέλειος άνθρωπος. Η Έκτη Σύνοδος ουσιαστικώς δικαίωσε τη θεολογία και τους αγώνες του Αγ. Σωφρονίου Πατριάρχου Ιεροσολύμων και ιδιαιτέρως του Αγ. Μαξίμου του Ομολογητού κατά της αιρέσεως του Μονοθελητισμού.
Ο Άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής (580-662), ήταν αρχικά Ηγούμενος της Μονής Χρυσουπόλεως κοντά στην Κωνσταντινούπολη και αγωνίσθηκε για πολλά χρόνια χωρίς «ανώτερη» εκκλησιαστική υποστήριξη, τη στιγμή που τα Πατριαρχεία της Ανατολής (Κωνσταντινουπόλεως, Αλεξανδρείας και Αντιοχείας) είχαν αποδεχθεί την αίρεση κάτω από πίεση του μονοθελήτου Αυτοκράτορα Κώνσταντος Β΄ (641-668).
Ο Άγιος Μάξιμος, χωρίς να κατέχει κάποια ιδιαίτερη θέση στην εκκλησιαστική ιεραρχία - ήταν ένας απλός μοναχός, ούτε καν ιερέας - ύψωσε το θεολογικό του ανάστημα ένας αυτός, εναντίον όλης της «επισήμου Εκκλησίας». Ο Άγιος Μάξιμος υπήρξε «μέγιστος θεολόγος, ο οποίος εσφράγισε με το αγωνιστικό του σθένος και την πλούσια συγγραφική του προσφορά τη θεολογική αναίρεση της μονοθελητικής αιρέσεως».
Ο Άγιος Μάξιμος με τον πιστό του μαθητή και συναγωνιστή, τον ιερέα Αναστάσιο, περιήλθε γη και θάλασσα από την ΚΠολη μέχρι τη Ρώμη για να προασπιστεί την Αλήθεια και να πετύχει συνοδική καταδίκη της αιρέσεως από την Σύνοδο στην Ρώμη υπό τον Ορθόδοξο πάπα Άγ. Μαρτίνο τον Ομολογητή. Επιστρέφοντας στην Κωνσταντινούπολη συνελήφθη, υπέστη φρικτά βασανιστήρια (του έκοψαν τη γλώσσα και τα δάκτυλα του δεξιού χεριού του) και πέθανε μετά από πολλές κακουχίες στην εξορία.  Δεν έζησε για να παραστεί στην Στ΄ Οικουμενική Σύνοδο, όμως δια των μαρτυρικών του αγώνων υπέρ της Ορθοδοξίας και δια της θεοπνεύστου θεολογίας του αποτέλεσε τον εμπνευστή και το θεμέλιο αυτής της Συνόδου. Τα ίδια βασανιστήρια με τον Άγιο Μάξιμο υπέστη και ο συναγωνιστής του ιερέας Αναστάσιος και οι μαθητές του Θεόδωρος, Ευπρέπειος και Αναστάσιος μοναχός, την μνήμη των οποίων σήμερα (20 Σεπτεμβρίου) τιμά η Εκκλησία μας.
Όπως διαβάζουμε στο συναξάριο της εορτής, η Στ΄ Οικουμενική Σύνοδος καταδίκασε ως αιρετικούς επτά (7) πατριάρχες και άλλους επισκόπους. Αναθεματίστηκαν, καθαιρέθηκαν και εκδιώχθηκαν από την Εκκλησία του Χριστού ως αιρετικοί :
  • ο πάπας Ρώμης Ονώριος (625-638)
  • οι τέσσερις Οικουμενικοί Πατριάρχες Κωνσταντινουπόλεως Σέργιος (610-638), Πύρρος (638-641, 654), Παύλος Β΄ (641-653) και Πέτρος (654-666),
  • ο Πατριάρχης Αλεξανδρείας Κύρος (630-642),
  • ο Πατριάρχης Αντιοχείας Μακάριος (650-685), και
  • οι επίσκοποι Στέφανος, Πολυχρόνιος και Κωνσταντίνος.
Η Σύνοδος δικαίωσε μετά θάνατον τον απλό μοναχό Μάξιμο τον Ομολογητή, τον οποίο είχαν καταδικάσει οι ανωτέρω αιρετικοί μεγαλοσχήμονες επίσκοποι και πατριάρχες.
Ας προσέξουμε στο σημείο αυτό αδελφοί : Η Στ΄ Οικουμενική Σύνοδος μας δίνει ένα από τα σπουδαιότερα μαθήματα Ορθόδοξης εκκλησιολογίας, που δυστυχώς λησμονούμε σήμερα: Η Εκκλησία δεν συγκροτείται μόνο από τους πατριάρχες, τους επισκόπους και τους κληρικούς εν γένει. Οι επίσκοποι είναι όντως οι αξιωματούχοι Της. Είναι, πρέπει να είναι, οι Πατέρες και Ποιμένες τής «λογικής ποίμνης» που φέρουν τον υπέρτατο βαθμό της ιερωσύνης ως διάδοχοι των Αγίων Αποστόλων. Είναι, πρέπει να είναι, οι εκφραστές του φρονήματος της Εκκλησίας. Αυτοί διασώζουν, πρέπει να διασώζουν και να μεταδίδουν ανόθευτη την ευαγγελική, αποστολική και πατερική διδασκαλία.
Αυτό είναι το πρώτιστο και υψηλότερο έργο και η κύρια αποστολή τους. Γι’  αυτό και κάθε επίσκοπος, όχι ο ιερέας και ο διάκονος, μόνο ο επίσκοπος,  κατά τη στιγμή της χειροτονίας του ομολογεί το Σύμβολο της Πίστεως και υπόσχεται ότι θα κρατήσει και θα μεταδώσει ακέραιη και ανόθευτη τη διδασκαλία της Εκκλησίας. Έτσι και σε κάθε Θ. Λειτουργία στην ιερότερη στιγμή της ευχόμαστε και προσευχόμαστε, και πρέπει να προσευχόμαστε με ιδιαίτερη θέρμη για τον επίσκοπό μας, να μας τον χαρίζει ο Θεός «ορθοτομούντα τον λόγον της αυτού αληθείας»!  Οι επίσκοποι έχουν, λοιπόν, την υπερέχουσα,  την πολύ υψηλή θέση, τη μοναδική αποστολή μέσα στην Εκκλησία μας.
            Συγχρόνως όμως είναι και μέλη του σώματος της Εκκλησίας που μόνη κεφαλή έχει τον Θεάνθρωπο Χριστό.  Εάν η συμπεριφορά τους ή οι διδασκαλίες τους είναι ανάρμοστες προς την Κεφαλή - και συνεπώς προς όσα θέσπισαν οι Άγιοι εν Αγίω Πνεύματι - τότε με συνοδική απόφαση αποκόπτονται από σώμα ως μολυσμένα μέλη.  Ναι! Και ο επίσκοπος και ο αρχιεπίσκοπος και ο πατριάρχης μπορεί να σφάλει και υπόκειται και αυτός στην εκκλησιαστική κρίση.
Στην Ορθόδοξη Εκκλησία μας δεν αναγνωρίζουμε κανένα πάπα, ούτε έχουμε κανέναν αλάθητο και υπέρ άνω κριτικής. Εάν κάποιος, όποιος και αν είναι αυτός, είτε ιερέας, είτε επίσκοπος, ακόμα και πατριάρχης, εάν με τα λόγια του και τις ενέργειές του παρεκκλίνει από την Παράδοση των Αγίων μας αποκόπτεται ως επικίνδυνο και μολυσμένο μέλος για να μην μεταδώσει τον μολυσμό της ετεροδιδασκαλίας και στα υπόλοιπα μέλη του Σώματος του Χριστού.
Η ιστορία και η διδασκαλία της Εκκλησίας μας μάς έχει επιφορτίσει με την ιερή υποχρέωση, ανάλογα με το χάρισμα και τη θεολογική του κατάρτιση ο καθένας μας, να ενδιαφερόμαστε και να αγωνιούμε για τα θέματα πίστεως και, αν έχουμε τη δυνατότητα και τις γνώσεις, με τον δέοντα σεβασμό, την αναγκαία νηφαλιότητα αλλά και με παρρησία και ειλικρίνεια να επισημαίνουμε τις εκτροπές. Αυτό έκαναν πάντοτε στη ζωή της Εκκλησίας μας οι Άγιοι. Αυτό έκανε και ο Άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής. Απλός μοναχός αυτός, αψήφησε όχι μόνον την κοσμική, αυτοκρατορική εξουσία, αλλά και πατριάρχες και επισκόπους τής εποχής του, με τους οποίους διέκοψε την εκκλησιαστική κοινωνία, δηλ. δεν τους αποδεχόταν ως Ποιμένες της Εκκλησίας, αλλά ως λύκους βαρείς, αφού δυστυχώς αυτοί πρώτοι είχαν περιφρονήσει την ορθόδοξη πίστη και παράδοση. Ασφαλώς δεν διακατεχόταν από αυθάδεια ή φανατισμό. Ήξερε να υπακούει και να ταπεινώνεται πρωτίστως ενώπιον των εκκλησιαστικών αρχών. Τιμούσε και σεβόταν υπέρμετρα - όπως κάθε άγιος - την ιερωσύνη και τους ταγούς τής Εκκλησίας, όμως είχε την διάκριση να αντιτίθεται και να διακόπτει την εκκλησιαστική κοινωνία μαζί τους, όταν αυτοί οι ίδιοι είχαν αντιταχθεί στο Θείο θέλημα. Εκεί έχει εφαρμογή το αποστολικό «πειθαρχείν δει Θεώ μάλλον ή ανθρώποις». Τότε απαιτείται ομολογία. Η πίστη και η αγάπη του στον Θεό έκανε τον Άγιο αδιαπραγμάτευτο σε θέματα Πίστεως.
Είναι χαρακτηριστικό ένα περιστατικό που διασώζεται από τους αγώνες του Αγ. Μαξίμου: Όταν σε ανάκριση μετά την πρώτη του εξορία ο αιρετικός Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Πέτρος του είπε να ενωθεί με την Καθολική (παγκόσμια) Εκκλησία που είχε δεχθεί την αίρεσι, διότι τελικά, «ποιος είσαι εσύ ένας απλός καλόγερος να εναντιώνεσαι σε όλη την Εκκλησία;» ο Άγιος Μάξιμος απάντησε: «Ο Θεός των όλων (ο Χριστός), μακαρίζοντας τον Πέτρο, είπε ότι Καθολική Εκκλησία είναι η ορθή και σωτήριος ομολογία της πίστεως σ' Αυτόν (και όχι η ενότητα μέσα στην αίρεση, μέσα στην ψευδή πίστη)».
Γι’ αυτή τη σταθερότητα της ομολογίας του ο Άγιος υπέστη πολλούς διωγμούς και μαρτύρια και στο τέλος θυσίασε και την ίδια του τη ζωή, αλλά ήλθε ολόκληρη Οικουμενική Σύνοδος και τον δικαίωσε πανηγυρικά, γιατί πάνω στη θεολογία του απλού μοναχού Μαξίμου στηρίχτηκε για να καταδικάσει τους 7 μεγαλοσχήμονες  πατριάρχες !
Αξίζει, επίσης, να σημειώσουμε ότι η καταδίκη τού πάπα Ονωρίου από την Στ΄ Οικουμενική Σύνοδο, καθώς και η καταδίκη του πάπα Βιγιλίου από την Ε΄ Οικουμενική Σύνοδο αποδεικνύουν περίτρανα ότι είναι εκκλησιολογικά ψευδής και ιστορικά ανεπέρειστος και απαράδεκτος ο ισχυρισμός των παπικών περί του ex cathedra αλαθήτου του Πάπα, ένα καινοφανές δόγμα που επινόησε ο παπισμός μόλις το 1879 !
Αγαπητοί, ας προσέξουμε: στην Εκκλησία μας το κάθε μέλος έχει τη δική του διακονία και καλείται να αξιοποιήσει το δικό του χάρισμα. Υπάρχει όμως μία διακονία-υποχρέωση την οποία έχουμε όλα τα μέλη της Εκκλησίας μας, ο καθένας μας ανάλογα με το χάρισμα και τη θέση του, από τους πατριάρχες μέχρι τον τελευταίο πιστό: και αυτή είναι η αγωνία για τη διαφύλαξη της παραδοθείσης πίστεως. Το 1848, σε μία ιστορική κοινή τους δήλωση πανορθοδόξως οι τέσσερις Πατριάρχες της Ανατολής απάντησαν στις παπικές αξιώσεις, συγκεφαλαιώνοντας  την ορθόδοξη εκκλησιολογία : «σε μας, γράφουν στον πάπα, φύλακας της πίστεως δεν είναι ένα πρόσωπο, αλλά ο λαός του Θεού», δηλ. οι επίσκοποι, οι ιερείς και όλοι οι πιστοί ενωμένοι διασώζουμε την αλήθεια της μαρτυρίας της Ορθόδοξης πίστης.
Είπα προ ολίγου ότι «η Στ΄ Οικουμενική Σύνοδος μας δίνει μαθήματα Ορθόδοξης Εκκλησιολογίας, που δυστυχώς λησμονούμε σήμερα». Πολλοί πιστοί νομίζουν λανθασμένα ότι Εκκλησία είναι μόνο ο πατριάρχης και οι κληρικοί και ό,τι αυτοί διδάσκουν είναι αλάνθαστο και δεν επιτρέπεται η παραμικρή κριτική στις θεολογικές τους απόψεις για θέματα πίστεως! Μια τέτοια αντίληψη είναι ξένη στην Ορθόδοξη Εκκλησία μας και μας οδηγεί στην παπική εκκλησιολογία. Μόνο ο Πάπας λέει ότι ό,τι διδάσκω εγώ ex cathedra είναι σωστό και αλάνθαστο! Η Στ΄ Οικουμενική Σύνοδος καταδικάζοντας επτά Πατριάρχες ξεκαθάρισε τα πράγματα και φωνάζει και σε μας σήμερα:
            Προσέξτε, μας λέει, κριτήριο για το αν κάποιος φρονεί ως πραγματικός Ορθόδοξος Χριστιανός δεν αποτελεί η θέση την οποία κατέχει στην Εκκλησία, αλλά η πιστότητά του στην τήρηση της εκκλησιαστικής παραδόσεως. Κανένας δεν είναι αλάθητος, κανένας δεν είναι υπέρ άνω κριτικής σε θέματα πίστεως. Αλίμονο σε όποιον συστηματικά περιφρονεί την παράδοση των Αγίων, όποιος και αν είναι αυτός, ακόμα και ιερέας και επίσκοπος και αρχιεπίσκοπος και πατριάρχης!
Εύχεσθε, παρακαλώ, αγαπητοί, και προσεύχεσθε ο Θεός με τις πρεσβείες των Οσίων και θεοφόρων Πατέρων της Στ΄ Οικουμενικής Συνόδου να φωτίζει όλους μας και ιδιαιτέρως εμάς τους κληρικούς, ιερείς, επισκόπους και πατριάρχες να τηρούμε και να μεταδίδουμε ανόθευτη την παρακαταθήκη τής πίστεώς μας.
 
Ιερός Ναός Αγ. Νικολάου Πατρών 
Κυριακή  μετά την Ύψωσιν  20.9.2015
Πρωτοπρεσβύτερος  Αναστάσιος Κ. Γκοτσόπουλος
Εφημέριος  Ι. Ν. Αγ. Νικολάου Πατρών  

Τρίτη 21 Απριλίου 2015

Χριστιανοί Γνωρίσατε τον Χριστό!

 



Χριστιανοί Γνωρίσατε τον Χριστό!
Οσίου Ιγνατίου Μπριατσιανίνωφ
Να βλέπει κανείς και να χύνει δάκρυα πικρά! Χριστιανούς που δεν γνωρίζουν εις τί συνίσταται ο Χριστιανισμός! Και όμως αυτό το θέαμα βλέπει κανείς σήμερα, όπου κι αν στρέψει τα μάτια του. Σπανιώτατα μπορεί κανείς σήμερα μέσα σ' αυτό το πλήθος των αυτοκαλούμενων Χριστιανών να βρει έναν, που νάναι πράγματι ενσυνείδητος, λόγω και έργω Χριστιανός!....
Θ' απαντήσω με όσο το δυνατόν λιγώτερες λέξεις σ' όλες τις ερωτήσεις που υποβάλλετε, μίαν προς μίαν. Γράφετε:

«Γιατί να μην μπορούν να σωθούν οι ειδωλολάτρες, οι μωαμεθανοί, καθώς επίσης και όλοι οι αιρετικοί; Μεταξύ αυτών υπάρχουν εξαιρετικοί άνθρωποι! Το να καταδικάσουμε όλους αυτούς τους καλούς ανθρώπους είναι αντίθετο (δήθεν) προς το έλεος του Θεού(!)... είναι αντίθετο προς την υγειά ανθρώπινη λογική. Οι αιρετικοί είναι και αυτοί χριστιανοί, τέλος πά­ντων!... Το να θεωρεί κανείς τον εαυτό του σεσωσμένο, και τα μέλη των άλλων δογμάτων καταδικασμένα, είναι ταυτόχρονα ανοησία... και άκρα υπερηφάνεια!...».

Χριστιανοί! Επιχειρηματολογείτε πάνω στο ζήτημα της Σωτηρίας, χωρίς να ξέρετε τί είναι Σωτηρία, γιατί οι άνθρωποι έχουν ανάγκην από αυτήν, και τελικά αγνοείτε τον Χριστό, τον μοναδικό αυτοσκοπό και μέσο της σωτηρίας μας. Ακούστε λοιπόν την πραγματική διδασκαλία πάνω στο σημείο αυτό, τη διδασκαλία της αγίας μας Εκκλησίας - της Ορθοδοξίας.

Η Σωτηρία συνίσταται στο να επανεύρουμε την κοινωνία με τον Θεό. Αυτή η κοινωνία εχάθη απ' ολόκληρο το ανθρώπινο γένος, όταν οι προπάτορές μας έπεσαν στην αμαρτία. Ολόκληρο το ανθρώπινο γένος ανήκει λοιπόν σε μια κατηγορία εκπτώτων και καταδικασμένων δημιουργημάτων. Η καταδίκη είναι η κληρονομία του κάθε ανθρώπου είτε εναρέτου είτε κακοποιού. «Εν ανομία συνελήφθημεν και εν αμαρτία εκυήθημεν». «Καταβήσομαι προς τον υιόν μου πενθών εις άδου» (Γένεσις ΛΖ' 35), λέγει ο Πατριάρχης Ιακώβ για τον εαυτό του και τον άγιο υιόν του, τον πάγκαλο και σώφρονα Ιωσήφ. Δεν είναι μόνον οι αμαρτωλοί που κατεβαίνουν στον Άδη, στο τέλος της επίγειας παροικίας τους, αλλ' επίσης και οι δίκαιοι της Παλαιάς Διαθήκης!....

Για να αποκατασταθεί λοιπόν η μετά του Θεού Κοινωνία, δηλαδή η Σωτηρία μας, ήταν αναγκαία η Λύτρωση! Και η λύτρωση του ανθρωπίνου γένους, δεν επραγματοποιήθη από ένα Άγγελο ή Αρχάγγελο ή οποιοδήποτε άλλο ανώτερο -πλην πεπερασμένο, κτιστό δημιούργημα- αλλά επραγματοποιήθηκε από τον Ίδιο, τον Άπειρο Θεό, δι' Υιού εν Αγίω Πνεύματι. Όπως πολύ όμορφα και χαρακτηριστικά αναφέρεται στην Ακολουθία της Θείας Λειτουργίας και ειδικά στην Προσκομιδή: «Ούτε γαρ Άγγελος, Αρχάγγελος ή άνθρωπος, αλλ' Αυτός έσωσας ημάς, Σωτήρ ημών, δόξα σοι».

Ο θάνατος που ήταν η μερίδα του ανθρώπινου γένους αντικαταστάθηκε με τον δικόν του θάνατο! Η έλλειψη της ανθρώπινης αξιομισθίας αναπληρώθηκε με τη δική του ατελεύτητη Δικαιοσύνη. Όλα τα ασθενή καλά έργα του ανθρώπου, που οδηγούσαν στον Ά­δη αντικατεστάθηκαν με ένα μόνον αγαθόν έργο κοσμικής (μάλλον υπερκόσμιας) ισχύος: ΠΙΣΤΗ ΣΤΟΝ ΚΥΡΙΟΝ ΗΜΩΝ ΙΗΣΟΥΝ ΧΡΙΣΤΟΝ!

Οι Εβραίοι ερώτησαν τον Κύριο: «Τί ποιώμεν ίνα εργαζώμεθα τα έργα του Θεού;». Και ο Κύριος τους α­ποκρίθηκε: «Τούτο εστιν το ΕΡΓΟΝ του Θεού, ίνα ΠΙΣΤΕΥΕΤΕ εις ον απέστειλεν Εκείνος!...» (Ιωάν. ΣΤ' 29). Ένα μοναδικό καλό έργο είναι αναγκαίο για τη Σωτηρία μας: Η ΠΙΣΤΙΣ!

Αλλά η ΠΙΣΤΙΣ είναι ΕΡΓΟΝ! Με την Πίστη και μόνο την Πίστη μπορούμε να 'ρθούμε σε κοινωνία με τον Θεό, με την βοήθεια και Χάρη των Μυστηρίων, τα οποία Εκείνος μας παράδωσε.

Έχετε τελείως άδικο, όταν λέγετε και σκέφτεστε ότι οι «καλοί άνθρωποι» μεταξύ των άθεων και μουσουλμάνων θα σωθούν, δηλαδή θα έλθουν σε κοινωνία μετά του Θεού.

Έχετε τελείως άδικο, όταν θεωρείτε την αντίθετη άποψη ως ένα είδος καινοτομίας, ως ένα είδος πλάνης, που εισχώρησε μέσα στην Εκκλησία!....

Όχι! Αυτή υπήρξεν ανέκαθεν η συνεχής διδασκαλία της αληθούς Εκκλησίας, της Παλαιάς και της Καινής Διαθήκης. Η Εκκλησία απ' αρχής δεν εγνώρισε παρά ένα μονάχα μέσον Σωτηρίας. Τον ΘΕΑΝΘΡΩΠΟ-ΛΥΤΡΩΤΗ!

Την στιγμή που οι δίκαιοι της αληθούς Εκκλησίας, οι λυχνίες διά των οποίων έλαμψε το Άγιον Πνεύμα, οι Προφήτες και οι θαυματουργοί, εκείνοι που επίστευσαν στον ερχόμενο Σωτήρα, πλην όμως απέθαναν πριν από την έλευσή Του, πήγαν στον Άδη, πώς μπορείτε να πιστεύετε ότι οι μουσουλμάνοι και οι άθεοι αιρετικοί, οι οποίοι ποτέ δεν εγνώρισαν τον Λυτρωτή, ούτε επίστευσαν εις Αυτόν, απλώς και μόνον επειδή εσείς τους κρίνετε καλούς, έφθασαν τάχα στη Σωτηρία, στην οποία με κανένα άλλο μέσο δεν φτάνει κανείς παρά μόνο και αποκλειστικά με την πίστη στον Λυτρωτή!

Χριστιανοί! Γνωρίσατε τον Χριστό! Πρέπει να συνειδητοποιήσετε ότι Τον αγνοείτε! Ότι ακόμη μάλιστα Τον αρνείσθε, εάν διδάσκετε δυνατότητα Σωτηρίας χωρίς Αυτόν, με την βοήθεια και μόνον οιονδήποτε καλών έργων.

Καθένας, που διδάσκει δυνατότητα Σωτηρίας χωρίς Χριστόν αρνείται τον Χριστό, και χωρίς να το γνωρίζει υποπίπτει στην τρομερή αμαρτία της βλασφημίας! Αναγνωρίζομεν λοιπόν ότι ο άνθρωπος δικαιούται εκ πίστεως άνευ των έργων του Νόμου (Ρωμ. Γ' 28), όπως λέγει ο Άγιος Απόστολος Παύλος.

«Δικαιοσύνη δε Θεού διά πίστεως Ιησού Χριστού εις πάντας τους πιστεύοντας. Ου γάρ εστιν διαστολή. Πάντες γάρ ήμαρτον και υστερούνται της δόξης του Θεού, δικαιούμενοι δωρεάν, τη Αυτού Χάριτι, διά της απολυτρώσεως της εν Χριστώ Ιησού...» (Ρωμ. Γ' 22-24).

Απαντάτε: «Ο Άγιος Απόστολος Ιάκωβος, άνευ συζητήσεως, ενδιαφέρεται περί των "καλών έργων". Διδάσκοντας ότι "πίστις άνευ έργων νεκρά εστι". Αλλά προσέξατε ακριβώς αυτό που ο Άγιος Απόστολος Ιάκωβος επιθυμεί να τονίσει».

Θα παρατηρήσετε ότι όπως κάθε θεόπνευστος συγγραφέας των Αγίων Γραφών, αναζητεί ΤΑ ΕΡΓΑ ΤΗΣ ΠΙΣΤΕΩΣ και όχι τα καλά έργα της πεπτωκυίας ημών φύσεως! Αναζητεί την ζώσαν πίστη, πούναι επισφραγισμένη με τα έργα του νέου ανθρώπου, και όχι τα καλά έργα της ξεπεσμένης μας υπόστασης, τα οποία η πίστις απεχθάνεται.

Αναφέρει την διαγωγή του Πατριάρχη Αβραάμ: Ένα ΕΡΓΟ, που φανερώνει την πίστη του δίκαιου αυτού ανθρώπου του Θεού. Το ΕΡΓΟ αυτό συνίσταται στην προς τον Θεόν θυσίαν του μονογενούς υιού του!... Το να σκοτώνει κανείς το παιδί του θυσιάζοντάς το, δεν είναι επ' ουδενί λόγω και τρόπω ένα καλό έργο κατά τους νόμους της ανθρώπινης φύσης. Είναι καλό έργο, μόνο τη στιγμή, που αποτελεί εκπλήρωση της Θείας Εντολής. Είναι το ΕΡΓΟ ΤΗΣ ΠΙΣΤΕΩΣ! Παρατηρήσατε την Καινή Διαθήκη και εν γένει ολόκληρη την Αγία Γραφή, και θα ιδήτε ότι αυτή απαιτεί την τήρηση των εντολών του Θεού, και αυτή η τήρηση καλείται ΕΡΓΟΝ! Διότι από την τήρηση των εντολών η προς τον Θεό πίστη καθίσταται ζώσα και ενεργής. Ενώ χωρίς αυτήν η Πίστη είναι νεκρή και ανενέργητη....

«Ο ΟΣΙΟΣ ΦΙΛΟΘΕΟΣ ΤΗΣ ΠΑΡΟΥ
Ο ΑΣΚΗΤΗΣ ΚΑΙ ΙΕΡΑΠΟΣΤΟΛΟΣ (1884-1980)»
Τεύχος 19. ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΣ - ΑΠΡΙΛΙΟΣ 2007. Θεσ/νίκη
Έκδοσις: «ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΚΥΨΕΛΗ»

Τετάρτη 15 Απριλίου 2015

H βασιλεία των ουρανών βιάζεται»



«H βασιλεία των ουρανών βιάζεται»
Αγίου Νικολάου Aχρίδος, †1956

«H βασιλεία των ουρανών βιάζεται»
(Ματθ. 11, 12)
...O Κύριος απαιτεί από τους πιστούς Του να ασκήσουν κάθε δυνατή βία, να καταβάλουν κάθε κόπο, να εργάζονται έως ότου έχουν το φως, να προσεύχονται δίχως διακοπή, να απαιτούν, να ζητούν, να κρούουν, να νηστεύουν, να επιτελούν πολυάριθμα έργα ελεημοσύνης -όλα τούτα με σκοπό να τους ανοιχτεί η βασιλεία των ουρανών, δηλαδή η μεγάλη, φοβερή και ζωοποιός παρουσία του Θεού.

Αγρυπνείτε ουν εν παντί καιρώ δεόμενοι, λέει ο Κύριος, ίνα καταξιωθήτε εκφυγείν πάντα τα μέλλοντα γίνεσθαι και σταθήναι έμπροσθεν του υιού του ανθρώπου (Λκ. 21, 36).

Αγρυπνείτε επάνω στη καρδιά σας για να μην προσκολληθεί στη γη. Αγρυπνείτε επάνω στους λογισμούς σας για να μην σας απομακρύνουν από το Θεό. Αγρυπνείτε επάνω στα έργα σας για να διπλασιάσετε το τάλαντο σας και όχι να το ελαττώσετε και απολέσετε. Αγρυπνείτε επάνω στις ήμερες σας για να μην σας αιφνιδιάσει ο θάνατος και σας αρπάσει αμετανόητους, εν μέσω των αμαρτιών σας.
Τέτοια είναι η ορθόδοξη πίστη μας: εξ ολοκλήρου δημιουργική, καθολικά προσευχητική και νηπτική, με δάκρυα και βία. Καμία άλλη πίστη δεν προτείνει στους πιστούς της τόση βία για να καταξιωθούν να σταθούν ενώπιον του Υιού του Θεού. Όλη αυτή τη βία την έχει προτείνει σε ολόκληρο τον κόσμο και την ενετείλατο στους πιστούς Του ο Ίδιος ο Κύριος και Σωτήρας, ενώ η Εκκλησία διαρκώς την ανανεώνει επαναλαμβάνοντας την από αιώνα σε αιώνα, από γενεά σε γενεά, εξαίροντας στα μάτια των πιστών τον όλο και μεγαλύτερο αριθμό των ηρώων του πνεύματος οι όποιοι επλήρωσαν το νόμο και καταξιώθηκαν δόξης και δυνάμεως ανέκφραστης στον ουρανό μα και στη γη.

Από την άλλη πλευρά όμως, δεν πρέπει να απατώμαστε και να νομίζουμε πώς όλοι οι κόποι και η βία ενός άνθρωπου αποφέρουν από μόνα τους τη σωτηρία. Δεν πρέπει να νομίζουμε πώς ο άνθρωπος μόνο με την ατομική προσπάθεια και βία θα φτάσει στη παρουσία του Ζώντος Κυρίου. Αν ο Κύριος δεν το θελήσει, κανένας θνητός δεν μπορεί να σταθεί προ προσώπου Αυτού. Γιατί ο Ίδιος ο Κύριος ο όποιος έχει θεσπίσει όλα αυτά λέει σε άλλο σημείο: όταν ποιήσητε πάντα τα διαταχθέντα υμίν, λέγετε ότι δούλοι αχρείοι εσμέν, ότι ο οφείλομεν ποιήσαι πεποιήκαμεν (Λκ. 17, 10). Και πάλι σε άλλο σημείο: ουδείς δύναται ελθείν προς με, εάν μη ο πατήρ ο πέμψας με ελκύσει αυτόν (Ιω. 6, 44). Σε άλλο σημείο πάλι λέει: ότι χωρίς εμού ου δύνασθε ποιείν ουδέν (Ιω. 15, 5). O Απόστολος Παύλος, γράφοντας στην ίδια συνάφεια προς τους Εφεσίους λέει: χάριτι εστέ σεσωσμένοι (Έφ. 2, 5).

Τι μπορούμε να πούμε ύστερα απ' όλα τούτα; μήπως ότι όλοι οι κόποι μας για τη σωτηρία είναι μάταιοι; Μήπως να κατεβάσουμε τα χέρια και να περιμένουμε μέχρις ότου ο Κύριος φανερωθεί και μας τάξει κάτω από τη δύναμη Του και τη παρουσία Του; Μήπως δεν το φωνάζει και ο ίδιος ο προφήτης Ησαΐας ότι ως ράκος αποκαθημένης πάσα η δικαιοσύνη ημών (Ησ. 64, 6); να παραιτηθούμε λοιπόν από τις προσπάθειες και τους κόπους μας; Τότε όμως δεν θα μοιάσουμε με τον δούλο εκείνον ο οποίος παράχωσε στη γη το τάλαντο και άκουσε από τον κύριο του να τον αποκαλεί δούλο οκνηρό και πονηρό;

Οφείλουμε να νήφουμε και να εφαρμόζουμε τις εν¬τολές του Κυρίου οι οποίες είναι ξεκάθαρες σαν τον ήλιο. Θα πρέπει να καταβάλουμε όλη μας τη προσπάθεια αλλά είναι στην εξουσία του Θεού να ευλογήσει τον αγώνα μας και να μάς εισάγει στη παρουσία Του. Υπέροχα το έχει ερμηνεύσει αυτό ο Απόστολος Παύλος όταν λέει: εγώ εφύτευσα, Απολλώς επότισεν, αλλ' ο Θεός ηύξανεν. Ώστε, ούτε ο φυτεύων εστί τι ούτε ο ποτίζων άλλ' ο αυξάνων Θεός (Α' Κορ. 3, 6-7). Από το Θεό λοιπόν εξαρτώνται τα πάντα, από τη δύναμη του Θεού, τη σοφία και το έλεος Του. Σε μάς πάλι ανήκει το να φυτεύουμε και να ποτίζουμε και αυτό μας το καθήκον οφείλουμε να μην το αμελούμε γιατί κινδυνεύουμε να χαθούμε αιωνίως.a

Καθήκον του γεωργού είναι να οργώνει και να αρδεύει μα από τη δύναμη, τη σοφία και το έλεος του Θεού εξαρτάται το αν ο σπόρος θα βλαστήσει, θα μεγαλώσει και θα αποφέρει καρπό.

Καθήκον του επιστήμονος είναι να έρευνα και να αναζητά μα από τη δύναμη, τη σοφία και το έλεος του Θεού εξαρτάται το αν θα του αποκαλυφθεί η γνώση.

Καθήκον των γονέων είναι να φροντίζουν και ανατρέφουν τα τέκνα τους εν φόβω Θεού μα από τη δύναμη, τη σοφία και το έλεος του Θεού εξαρτάται το αν και μέχρι πότε θα ζήσουν τα παιδιά τους.

Καθήκον του ιερέα είναι να διδάσκει τους πιστούς, να τους ενημερώνει, να ελέγχει και διορθώνει μα από τη δύναμη, τη σοφία και το έλεος του Θεού εξαρτάται το αν ο κόπος του θα φέρει καρπούς.

Καθήκον όλων μας είναι να μοχθούμε και κοπιάζουμε για να γίνουμε άξιοι να παρασταθούμε ενώπιον του Υίού του Θεού μα από τη δύναμη, τη σοφία και το έλεος του Θεού εξαρτάται το αν θα μάς δεχτεί ο Κύριος.

Δεν πρέπει όμως πάλι να κοπιάζουμε δίχως ελπίδα στο έλεος του Θεού αλλά όλη η προσπάθεια μας να θερμαίνεται από την ελπίδα πώς ο Κύριος είναι δίπλα μας και θα μας δεχτεί στη παρουσία του προσώπου Του. Δεν υπάρχει βαθύτερη και πιο αστείρευτη πηγή από τη πηγή του ελέους του Θεού. Όταν ο άσωτος υίός μετενόησε ύστερα από τη θλιβερή πτώση του στο επίπεδο της ζωής των χοίρων, ο εύσπλαχνος πατέρας βγήκε σε συνάντηση του, τον αγκάλιασε και τον συγχώρησε γιατί ο Θεός βγαίνει ακούραστα προς συνάντηση των μετανοημένων παιδιών Του και απλώνει τα χέρια Του προς όλους εκείνους πού στρέφουν το πρόσωπο τους προς Εκείνον. Επέτασα τας χείρας μου όλην την ημέραν προς λαόν απειθούντα και αντιλέγοντα (Ησ. 65, 2), λέει ο Κύριος για τους Εβραίους. Όταν λοιπόν ο Κύριος απλώνει τα χέρια Του προς τους απειθείς, πόσο περισσότερο το κάνει προς τους υποτασσόμενους; Λέει ο υπάκουος προφήτης Δαυίδ: προωρώμην τον Κύριον ενώπιον μου διαπαντός, ότι εκ δεξιών μου εστίν ίνα μη σαλευθώ (Ψ. 15, 8-9). Στους ευπειθείς αγωνιστές για τη σωτηρία λοιπόν, δεν αρνείται ο Κύριος τη παρουσία Του.

Έτσι, ας μην θεωρούμε ανόητη αυτή τη προσπάθεια καθώς το νομίζουν οι άθεοι και οι απαισιόδοξοι αλλά κοπιάζοντας και μοχθώντας στο μέγιστο βαθμό, ας ελπίζουμε στο έλεος του Κυρίου και Θεού μας. "Ας προεκτείνουμε τους κόπους μας και ας μας φωτίζει σ' αυτό και το παράδειγμα εκείνων των τεσσάρων οι όποιοι σκαρφάλω¬σαν στη στέγη της οικίας και κατέβασαν τον πέμπτο και παράλυτο φίλο τους μπροστά στον Κύριο. "Αν το ένα πέμπτο της ψυχής μας είναι παραλελυμένο και σεσηπωμένο από την ασθένεια, ας σπεύσουμε αμέσως με τα υπόλοιπα τέσσερα μέρη προς τον Κύριο και ο Κύριος θα θεραπεύσει το ασθενές πού βρίσκεται μέσα μας.

Εάν μία από τις αισθήσεις μας προσβληθεί σε τούτο τον κόσμο και ασθενήσει, ας προστρέξουμε με τις άλλες αισθήσεις προς το Κύριο για να σπλαχνιστεί ο Κύριος την αρρωστημένη αίσθηση και να το θεραπεύσει. Όταν ασθενήσει ένα μέλος του σώματος, οι γιατροί συνιστούν συνδυασμένη φροντίδα, προφύλαξη και περιποίηση του υπολοίπου σώματος για να καταστεί το υγιές μέρος ακόμα πιο υγιές και ισχυρό, αποβαλόντας την αδυναμία από εκείνο πού είναι άρρωστο.

Έτσι γίνεται και με τη ψυχή μας. Αν ο νους μας έπεσε σε αμφιβολία, ας αγωνιστούμε γρήγορα με τη καρδιά και τη ψυχή μας να ενδυναμώσουμε τη πίστη μας και τον αρρωστημένο νου μας να τον ενισχύσουμε και να τον θεραπεύσουμε εν Κυρίω. Αν σφάλαμε με τη λησμοσύνη της προσευχής, ας σπεύσουμε με έργα ελεημοσύνης να επαναφέρουμε τη χαμένη διάθεση για ικεσία και το αντίστροφο.

O Κύριος θα επιβλέψει στη πίστη μας, στο κόπο και τη προσπάθεια και θα μας σπλαχνιστεί. Κατά το άπειρο έλεος Του θα μας εισάγει στη παρουσία Του η οποία είναι αθάνατη και ζωοποιός. Μέσα σ' αυτή τη παρουσία ζουν, ενισχύονται και αγάλονται οι πολυάριθμες αγγελικές δυνάμεις και οι στρατιές των Αγίων. Στον Κύριο και Σωτήρα μας Ιησού Χριστό ας ανήκει η δόξα και η ευχαριστία, μαζί με τον Πατέρα και το Πνεύμα το Άγιο - την ομοούσιο και αχώριστο Τριάδα, τώρα και πάντοτε σε όλους τους αιώνες. Αμήν.

(Μετάφρασις από τα σερβικά υπό Γεωργίου Κ.)

Περιοδικό "Ο Όσιος Φιλόθεος της Πάρου"
Τεύχος 29

Εκδόσεις "Ορθόδοξος Κυψέλη"

Τρίτη 14 Απριλίου 2015

«Εκκλησία της Αναστάσεως»

Η Θεολογία της εικόνας “Εις Άδου Κάθοδος”
 
 
Η Ορθοδοξία, έχει χαρακτηριστεί «Εκκλησία της Αναστάσεως» διότι οικοδομεί εκεί όλη την ιστορική της παρουσία, εμβολιάζοντας στη συνείδηση των λαών της την αναστάσιμη ελπίδα. “εἰ δὲ Χριστὸς οὐκἐγήγερται, ματαία ἡ πίστις ὑμῶν” (Α΄ Κορ. ιε΄17). Δεν θα μπορούσε λοιπόν η ιερή τέχνη της Αγιογραφίας να μην καταυγάζετε από το φως της Αναστάσεως . Η Ορθοδοξία δεναυθαιρετεί ούτε στο λόγο Της, ούτε και στην εκκλησιαστική Της ζωγραφική. Αυτό που κηρύττει το απεικονίζει και αυτό που απεικονίζει το ψάλλει. Έτσι η Ανάστασης του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, με το θεολογικό και λειτουργικό της περιεχόμενο, σφραγίζει όλη τη σκέψη και όλον το βίον της Εκκλησίας.  Η Ορθόδοξη εικόνα της Αναστάσεως χειραγωγούμενη από το δόγμα και την πίστη των Αγίων Πατέρων , έδωσε την πρέπουσα μορφή – δομή για την καταγραφή ενός διπλού γεγονότος ιστορικού και εσχατολογικού, απροσμέτρητου σε μέγεθος και αξία.
 
Για να δηλωθεί η ανάσταση του Χριστού, κατά καιρούς, χρησιμοποιήθηκαν διάφορες αναπαραστάσεις, που πολλές φορές ήταν δυτικής εμπνεύσεως. Για παράδειγμα, ο Χριστός που εξέρχεται γυμνός από τον τάφο και κρατεί κόκκινη σημαία, στερείται παντελώς του μυστικού, θεολογικού νοήματος. Ο δυτικός ζωγράφος προσπαθεί να αποδώσει το γεγονός ιστορικά, ενώ η ορθόδοξη αγιογραφία προσπαθεί να αποδώσει το νόημα του γεγονότος. Ο ορθόδοξος αγιογράφος με το χρωστήρα του δεν προσπαθεί να γράψει ιστορία, διότι τον ενδιαφέρει να γράψει θεολογία. Στέκεται πάνω από τη φωτογραφική αποτύπωση του γεγονότος, διότι προσπαθεί να συλλάβει το νόημα και τη σημασία του γεγονότος για την σωτηρία των ανθρώπων. Με τα χρώματά του ζωγραφίζει την πίστη του και αποτυπώνει πάνω στο ξύλο την ορθόδοξη θεολογία.
 
Στην Ορθόδοξη εικονογραφία υπάρχουν δύο εικόνες, που αντιστοιχούν στη σημασία του γεγονότος αυτού και που συμπληρώνουν η μία την άλλη. Η μία είναι συμβολική παράσταση. Απεικονίζει τη στιγμή που προηγήθηκε της θεόσωμης Ανάστασης του Χριστού – την Κάθοδο στον Άδη, η άλλη τη στιγμή που ακολούθησε την Ανάσταση του Σώματος του Χριστού, την ιστορική επίσκεψη των Μυροφόρων στον Τάφο του Χριστού.
 
Τα παραπάνω συμφωνούν και με τα αναστάσιμα τροπάρια της Εκκλησίας μας, που υπογραμμίζουν το ανεξιχνίαστο μυστήριο της Αναστάσεως και το παραλληλίζουν με τη Γέννηση του Κυρίου από την Παρθένο «Προήλθες εκ του μνήματος, καθώς ετέχθης εκ της Θεοτόκου» και την εμφάνισή του στους μαθητές μετά την Ανάσταση «Ώσπερ εξήλθες εσφραγισμένου του τάφου, ούτως εισήλθες και των θυρών κεκλεισμένων προς τους μαθητάς σου». Εξάλλου ακόμη κι οι Ευαγγελιστές δεν αναφέρουν τίποτε για τη συγκεκριμένη στιγμή της Ανάστασης του Χριστού. Η Ανάσταση Του δεν μπορεί να αποτυπωθεί τη συγκεκριμένη στιγμή, όπως συνέβη με την Ανάσταση του Λάζαρου. Οι Ορθόδοξες εικόνες που περιγράφουν την Ανάσταση του Χριστού φανερώνουν τις δωρεές που έφερε η Ανάστασή Του στον κόσμο. “Νυνὶδὲ Χριστὸς ἐγήγερται ἐκ νεκρῶν ἀπαρχὴ τῶν κεκοιμημένων” (Α΄Κορ. ιε΄20). Η εικόνα της καθόδου του Χριστού στον Άδη μας οδηγεί προς το εσωτερικό νόημα του γεγονότος και μας δίνει τη δυνατότητα να έρθουμε σε προσωπική σχέση με αυτό.
 
Ο Χριστός εμφανίζεται ως ο Κύριος της Ζωής και της Κτίσης. Στέκεται κατ ΄ ενώπιον, όρθιος , με μια κίνηση σφοδρή, έντονη σχεδόν εκρηκτική δηλώνοντας έτσι τη νίκη του πάνω στο θάνατο και τη φθορά. Ο Χριστός κατέβηκε στον Άδη ως Θεός ενώ το σώμα Του ήταν για τρεις μέρες στον τάφο “Ἐν τάφῳ, σωματικῶς, ἐν ᾅδῃ δὲ μετὰψυχῆς ὡς Θεός”. Ο Χριστός κατέβηκε στη γη για να σώσει τον Αδάμ. Μη βρίσκοντας αυτόν κατέβηκε μέχρι τον Άδη ζητώντας τον. “Ἐπὶ γῆς κατῆλθες, ἵνα σώσῃς Ἀδάμ• καὶ ἐν γῇ μὴ εὑρηκὼς τοῦτον Δέσποτα, μέχρις ἅδου κατελήλυθας ζητῶν”. Άρα η συνέχεια της εικόνας της Γεννήσεως του Χριστού με το σκοτεινό σπήλαιο και το Χριστό τοποθετημένο μέσα σε λάρνακα και τυλιγμένο όπως οι νεκροί, συνεχίζεται μέχρι το βαθύ σκοτάδι του Άδη ώστε να πραγματοποιηθεί το σχέδιο του Θεού.
 
Η παράσταση έχει σαν πλαίσιο βουνά, ως να είναι ανοιγμένα τα σπλάχνα της γης. Ο Άδης παρουσιάζεται με τη μορφή αβύσσου. Τα σκοτάδια του Άδη γεμίζουν από φως, από ακτινοβολία της δόξης του Θεανθρώπου που κατέβηκε μέχρι τα βάθη του. Οι πόρτες του Άδη βρίσκονται σπασμένες και σταυροειδώς τοποθετημένες. Μέσα στο σκοτάδι αυτό υπάρχουν σκορπισμένα κλειδιά , μοχλοί , αλυσίδες, κλειδωνιές, άδειες μαρμάρινες λάρνακες. Εκεί βρίσκεται αλυσοδεμένος ένας ή πολλές φορές, δυο ηλικιωμένοι άνδρες. Είναι η προσωποποίηση του Άδη και του θανάτου αντίστοιχα που έχασαν τη δύναμη και την αξία τους. ” Ποῦ σου θάνατε τὸ κέντρον; ποῦ σου Άδη τὸ νῖκος;”(Α΄ Κορ. ιε΄55). Τώρα ο Θεός άνοιξε γέφυρα επικοινωνίας με τον άνθρωπο. Τον τραβά και τον ξυπνά από το λήθαργο του θανάτου μεταφέροντάς τον στο φως και τη ζωή.
 
Η εικόνα μιλά για δυναμική κάθοδο του Χριστού στον Άδη. Ο χιτώνας Του είναι ανασηκωμένος για να δηλωθεί η καθοδική κίνηση. Το δοξασμένο σώμα του Χριστού εγγράφεται συνήθως μέσα σε ένα σύνολο τριών ή τεσσάρων ομόκεντρων κύκλων που συμβολίζουν το θείο φως. Έτσι κάθε κύκλος παίρνει μια πιο σκοτεινή απόχρωση βαίνοντας προς το μπλε. Ο Χριστός φορεί ιμάτιο με χρυσοκονδυλιά, αστραφτερό, και καθώς είναι ευρύπτυχο και ανεμιζόμενο πάνω από την κεφαλή, φέρει τον αέρα της νίκης. Η όψη στο προσώπου Του είναι αυστηρή αλλά με έκφραση φιλάνθρωπη. Τα χέρια Του και τα πόδια Του φέρουν ακόμα “τον τύπον των ήλων”.
 
Με το αριστερό του χέρι ο Χριστός κρατεί ειλητάριο σύμβολο του κηρύγματος της Αναστάσεως σε εκείνους που ήταν στον Άδη. Άλλες φορές αντί για ειλητάριο κρατεί σταυρό. Είναι το σύμβολο της νίκης, το όργανο με το οποίο απελευθέρωσε και εξαγόρασε τον άνθρωπο από το θάνατο (Γαλ. γ΄13).
 
Με την όλη ζωντάνια της κίνησης και με θεοπρεπή μεγαλοπρέπεια παρασύρει τους πρωτοπλάστους προς την ουράνια βασιλεία. Παίρνει τον Αδάμ και την Εύα, όχι από το χέρι αλλά από το καρπό του χεριού και με ορμή και δύναμη τους τραβά κυριολεκτικά έξω από τους τάφους. Ο Αδάμ φαίνεται κουρασμένος από το θάνατο. Το χέρι του Αδάμ αδύνατο μοιάζει να ξεκουράζεται από το χέρι του Χριστού. Η κίνηση του δεξιού χεριού του Αδάμ, κίνηση αυτόνομη, εκφράζει την προσωπική θέλησή του και τείνει προς το Χριστό σαν προσευχή. Με αυτή την αντιθετική κίνηση των χεριών του Αδάμ ανοίγεται μυστικά η αναζωογόνηση του ανθρώπου που πηγάζει από την Ανάσταση, η πλήρης κατάργηση του θανάτου, η εσωτερική δύναμη της ψυχής που τείνει προς το Θεό. Η Εύα σε μερικές αγιογραφίες βρίσκεται όρθια δίπλα από τον Αδάμ και τείνει και αυτή τα χέρια της προς τον Κύριο. Άλλοτε είναι γονατιστή και ανασηκώνει με σεμνότητα τα καλυμμένα χέρια της σε στάση προσευχής και υποδοχής, ελκυόμενη προς το Θεό της. Εδώ είναι μια συμβολική παράσταση που δηλώνει ότι ο Χριστός τραβώντας το Αδάμ από τον Άδη, τραβά κι όλο το ανθρώπινο γένος από το θάνατο. Ακόμη και στις εικόνες που η Εύα είναι πίσω σώζεται όπως και κάθε γυναίκα, αφού πλάσθηκε ισότιμη από το σώμα του Αδάμ. Η Ανάσταση του Χριστού είναι η απαρχή της λυτρώσεως ολόκληρης της ανθρωπότητας.
 
Δεξιά και αριστερά του Χριστού βρίσκονται δύο ομάδες δικαίων της Παλαιάς Διαθήκης. Ξεχωρίζουν οι βασιλείς Δαβίδ και Σολομώντας. Είναι ντυμένοι με βασιλικά ενδύματα και στο κεφάλι φορούν στέμμα. Οι προφήτες Ιεζεκιήλ και Ησαΐας επειδή προφήτεψαν την ανάσταση των νεκρών βρίσκονται στην εικόνα. Μεταξύ των δικαίων ζωγραφίζεται κι ο Άβελ. Είναι νέος, αμούστακος και ξεχωρίζει διότι κρατά ποιμαντική ράβδο. Ήταν ο πρώτος άνθρωπος που γνώρισε την πίκρα του Άδη από την άδικη αδελφική δολοφονία του. Μπροστά τους στέκεται ο Ιωάννης ο Πρόδρομος, ο τελευταίος προφήτης που άνοιξε το δρόμο για τον ερχομό του Χριστού στη γη. Ο Ιωάννης ο Πρόδρομος με τον αποκεφαλισμό του από τον Ηρώδη κατέβηκε στον Άδη για να κηρύξει και στους νεκρούς τον ερχομό Αυτού που ανέμεναν για λυτρωτή και σωτήρα τους. Αυτόν που υποσχέθηκε ο Θεός στους πρωτοπλάστους. Με την κίνηση του χεριού του βεβαιώνει ότι για αυτό μιλούσε τόσες χιλιάδες χρόνια η ανθρωπότητα. Δίκαια λοιπόν και η υμνογραφία μας χαρακτηρίζει τον Άγιο Ιωάννη τον Πρόδρομο ως “και τοις εν Άδη, Χριστού Προάγγελος”.
 
Ο πιστός βλέποντας την εικόνα και ζώντας αυτή την αλήθεια, αποβάλλει το άγχος του θανάτου. Για να καταργηθεί ο θάνατος πρέπει να καταργηθεί και η αμαρτία η οποία είναι το κέντρο του θανάτου(Α΄Κολσ. ιε΄56). Χρειάζεται λοιπόν από κάθε άνθρωπο η συσταύρωσή του με το Χριστό ώστε να μπορέσει να συναναστηθεί μαζί Του. Όποιος νικά εν Χριστώ την αμαρτία μετέχει και της νίκης του Χριστού πάνω στο θάνατο . Οι εν Χριστώ νικητές του θανάτου είναι οι Άγιοι. Όποιος βλέπει τα άγια λείψανα άφθαρτα και θαυματουργά, καταλαβαίνει τι σημαίνει νίκη πάνω στο θάνατο και τη φθορά. Το απλό βιολογικό γεγονός του θανάτου δεν είναι πια ο θάνατος με την οντολογική σημασία του όρου, αλλά σπορά του φθαρτού σώματος στη γη για να βλαστήσει, όπως το σιτάρι (Ιω. ιβ΄24), όταν το αποφασίσει ο Κύριος, με άφθαρτο και αθάνατο σώμα (Α΄ Κορ. ιε΄ 42).Τότε και μόνο ο άνθρωπος θα ζήσει στον παράδεισο όπως ήταν να ζήσει και πριν την πτώση.
 
Πηγή : Δέσποινα Ιωάννου – Βασιλείου, Πρεσβυτέρα -Εκπαιδευτικός
Πηγή:Θησαυρός Γνώσεων και Ευσεβείας

Σάββατο 7 Μαρτίου 2015

Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς η σπουδαιότης του προσώπου και του έργου του

 



Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς η σπουδαιότης του προσώπου και του έργου του
Πρωτοπρεσβύτερος Θεόδωρος Ζήσης

ΑΓΙΟΣ ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ Ο ΠΑΛΑΜΑΣ Η ΣΠΟΥΔΑΙΟΤΗΣ ΤΟΥ ΠΡΟΣΩΠΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΕΡΓΟΥ ΤΟΥ
 Εισήγηση σε Διημερίδα που οργάνωσε η Ιερά Μητρόπολη Βεροίας με θέμα: Το μοναστήρι τον Τιμίου Προδρόμου («Σκήτη Βεροίας»), 27-28 Μαρτίου 1993.
 
Απόστολος Παύλος και Γρηγόριος Παλαμάς. Δόξα και καύχημα της Βεροίας 
Η Βέροια έχει το προνόμιο να συνδέεται με δύο μεγάλους θεολό­γους και μυσταγωγούς. Με τον κορυφαίο εν πρώτοις μεταξύ των Απο­στόλων, τον κήρυκα του Ευαγγελίου και προσαγωγέα της Οικουμένης στη χριστιανική πίστι, ουρανοδρόμο απόστολο Παύλο, και με τον μεγά­λο πατέρα και συγγραφέα του 14ου αιώνος, τον κήρυκα της ακτίστου Χάριτος και του Θαβωρείου φωτός, αρχιεπίσκοπο Θεσσαλονίκης άγιο Γρηγόριο Παλαμά. 
Ο απόστολος Παύλος, όπως διασώζουν οι Πράξεις των Αποστόλων, αφού διέτρεξε την Μακεδονία με τους συνεργάτες του και εκήρυξε στις δύο μεγάλες και γνωστές πόλεις της, τους Φιλίππους και την Θεσ­σαλονίκη, ήλθε και στην Βέροια, που συνεπλήρωσε έτσι την τριάδα των μακεδονικών πόλεων που αξιώθηκαν να δεχθούν τον μεγάλο από­στολο των εθνών και να ακούσουν την διδασκαλία του. Μέσα σε λίγους στίχους ο απόστολος και ευαγγελιστής Λουκάς παρουσιάζει τα αποτε­λέσματα του κηρύγματος του Παύλου στη Βέροια, οι κάτοικοι της οποίας, Ιουδαίοι και Έλληνες, δέχθηκαν με πολλή προθυμία το κήρυ­γμα του Ευαγγελίου· «Οι δε αδελφοί ευθέως διά νυκτός εξέπεμψαν τον τε Παύλον και τον Σιλάν εις Βέροιαν, οίτινες παραγενόμενοι εις την συναγωγήν των Ιουδαίων απήεσαν· ούτοι δε ήσαν ευγενέστεροι των εν Θεσσαλονίκη, οίτινες εδέξαντο τον λόγον μετά πάσης προθυμίας, καθ' ημέραν ανακρίνοντες τας γραφάς ει έχοι ταύτα ούτως. Πολλοί μεν ουν εξ αυτών επίστευσαν και των Ελληνίδων γυναικών των ευσχημόνων και ανδρών ουκ ολίγοι»[1]. Είναι μεγάλη τιμή και προνόμιο για την πρώτη χριστιανική κοινότητα της Βεροίας να επαινείται από το θεόπνευστο κείμενο των Πράξεων για την ευγένεια και προθυμία των μελών της. Ήταν η πρώτη καλή απαρχή που προδιέγραψε το χριστια­νικό μέλλον της πόλεως, μέλλον λαμπρό και καρποφόρο, όπως αποδει­κνύει η ιστορία της πόλεως, ιδιαίτερα όμως οι πολυπληθείς ναοί, που της προσέδωσαν χαρακτήρα και γνωρίσματα ιεράς χριστιανικής πόλεως. Υπήρχαν στην πόλη περισσότερες από εβδομήντα εκκλησίες, οι όποιες δικαίως έδωσαν στην Βέροια το όνομα «Ιερουσαλήμ της Ελλάδος»[2]. 
Η παραμονή του αποστόλου Παύλου στη Βέροια ήταν σύντομη. Περισσότερο έμειναν οι δύο συνεργάτες του Σίλας και Τιμόθεος, οι οποίοι ασφαλώς βοήθησαν στην οργάνωση της πρώτης χριστιανικής κοινότητος και στην διάδοση του Χριστιανισμού στις γύρω πόλεις της Κεντρικής και Δυτικής Μακεδονίας. Η καρποφορία του κηρύγματος του αποστόλου Παύλου στη Βέροια και η σημασία της πόλεως για την ιστορία και πορεία της πρώτης χριστιανικής εκκλησίας καταδεικνύον­ται και εκ του ότι μεταξύ των μαθητών του μεγάλου Αποστόλου συγ­καταλέγεται και ένας Βεροιεύς, ο άγιος Σώπατρος ή Σωσίπατρος, μνη­μονευόμενος δύο φορές μέσα στην Κ. Διαθήκη[3], καθώς επίσης και εκ του ότι ως πρώτοι επίσκοποι της πόλεως θεωρούνται κατά σειράν δύο μαθηταί του αποστόλου Παύλου, οι Κάρπος και Ονήσιμος. Αποτελεί λοιπόν μεγάλη τιμή για την πόλη αυτός ο δεσμός της με τα θεόπνευστα κείμενα της Κ. Διαθήκης. Η πόλη ετίμησε και τιμά τον Απόστο­λο κατ' αρχήν με την αφιέρωση μεγάλου ναού στους δύο κορυφαίους αποστόλους Πέτρο και Παύλο, ο οποίος χρησιμοποιείται ως μητροπολιτικός ναός μετά την Τουρκοκρατία μέχρι σήμερα, κατόπιν δε με την οργάνωση λαμπρών εκδηλώσεων από το 1952 και εξής, με επίκεντρο το μεγαλόπρεπο προσκύνημα που κτίσθηκε πριν από μερικές δεκαε­τίες στον χώρο, όπου κατά την παράδοση εκήρυξε ο απόστολος Παύλος, το γνωστό ως «Βήμα του Αποστόλου Παύλου». 
Κατά την διάρκεια της μετέπειτα χριστιανικής της ζωής η Βέροια συνδέθηκε με πλήθος μεγάλων αγίων και λογίων, με τους οποίους έχει ασχοληθή και η παλαιότερη και η σύγχρονη ιστορική και αγιολογική έρευνα, και μάλιστα η τοπική, που την εκπροσωπούν επάξια δύο επίλε­κτα μέλη της που παρίστανται ανάμεσα μας, οι Γ. Χιονίδης, εκ των πρωτεργατών της παρούσης επιστημονικής συνάξεως, και Π. Πυρινός, του οποίου θα ακούσουμε σε λίγο την ενδιαφέρουσα εισήγηση. Ο Γ. Χιονίδης στην «Ιστορία της Βεροίας» αριθμεί στο κεφάλαιο για την προσωπογραφία της πόλεως εξήντα ονόματα κρατικών αξιωματούχων και λογίων της βυζαντινής εποχής· συνθέτοντας τον επισκοπικό κατά­λογο αναφέρει δεκαοκτώ επισκόπους, εννοείται μέχρι την Τουρκοκρατία, στο κεφάλαιο δε για τους αγίους και οσίους μνημονεύει την αγία Ιερου­σαλήμ μετά των τέκνων της, τον όσιο Γρηγόριο Παλαμά, τον όσιο Αθα­νάσιο των Μετεώρων, ενώ είναι γνωστό ότι με την πόλη και την περιο­χή της συνδέονται και άλλοι άγιοι της εποχής της Τουρκοκρατίας, ό­πως ο άγιος Θεωνάς, ο άγιος Διονύσιος Ολύμπου, ο άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός, όπως και ο άγιος Θεοφάνης ο Νέος από τους βυζαντινούς χρόνους (14ος αι.).
 
Μνημονεύεται λοιπόν και ο άγιος Γρηγόριος Παλαμάς μεταξύ των προσώπων που συνδέονται με τη Βέροια. Η ιδική μου εισήγηση θα προσπαθήσει να δείξει ότι ο άγιος Γρηγόριος δεν είναι απλώς ένας από τους λογίους, τους θεολόγους και τους αγίους, αλλά κορυφαίος μεταξύ αυτών, όπως κορυφαίος μεταξύ των Αποστόλων είναι ο από­στολος Παύλος· κορυφαίος, όχι μόνο μεταξύ των προσώπων που συν­δέονται με την Βέροια, αλλά μεταξύ όλων των θεολόγων και άγιων της Ορθοδόξου Εκκλησίας, συγκορυφαίος των μεγάλων πατερικών μορφών. Ανάλογη γι' αυτό πρέπει να είναι και η τιμή και η προσοχή της Βεροίας και των Βεροιέων προς τη μεγάλη αυτή μορφή της Ορθο­δόξου Εκκλησίας. 
Μέχρι τον 9ο αιώνα παρουσιάζονται μεγάλες μορφές αγίων και πατέρων που βάζουν την σφραγίδα τους και κυριαρχούν σε κάθε εποχή με τους θεολογικούς τους αγώνες και την αγιοσύνη τους· τον δεύτερο αιώνα οι άγιοι Ιγνάτιος, Πολύκαρπος και Ειρηναίος, τον τρίτο αιώνα ο άγιος Γρηγόριος Νεοκαισαρείας και ο άγιος Μεθόδιος Ολύμπου· οι μεγάλοι θεολόγοι του αιώνος αυτού Κλήμης και Ωριγένης δεν είναι Άγιοι και Πατέρες· τον τέταρτο αιώνα πλήθος μεγάλων Αγίων: Αθανάσιος, Βασίλειος, Γρηγόριος Θεολόγος, Γρηγόριος Νύσσης, Ιωάννης Χρυσόστομος· τον πέμπτο αιώνα ο άγιος Κύριλλος Αλεξανδρείας· τον έκτο αιώνα ο Λεόντιος Βυζάντιος και ο Αναστάσιος Σιναΐτης· τον έβδομο Μάξιμος ο Ομολογητής· τον όγδοο Ιωάννης ο Δαμασκηνός· τον ένατο ο Μέγας Φώτιος. Στους μετά ταύτα αιώνες δεν έπαυσε η Εκκλησία να αναδεικνύει πλήθος Αγίων και μεγάλων θεολό­γων μέχρι των ημερών μας. Αξιολογώντας λοιπόν κανείς τον άγιο Γρηγόριο Παλαμά, ημπορεί αδίστακτα να ισχυρισθεί ότι είναι ισοστάσιος των μνημονευθέντων Αγίων και Πατέρων, μέχρι και του Μ. Φωτίου[4], ο μεγαλύτερος δε και υπέρτατος όλων των μετά ταύτα μέχρι της εποχής μας. Ενώ δηλαδή κατά την πρώτη χιλιετία πολλοί Άγιοι και Πατέρες συναμιλλώνται και συναγωνίζονται για τα πρωτεία, στη δεύτερη χιλιετία, χωρίς υπερβολή, προβάλλει και ξεχωρίζει κορυφαία, μεταξύ των θεολόγων συγγραφέων και Αγίων, μορφή ο άγιος Γρηγό­ριος Παλαμάς, ο ασκητής του Άγιου Όρους, της Σκήτης της Βεροίας, ο αρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης και μέγας υπέρμαχος της ορθο­δόξου διδασκαλίας έναντι των καινοτομιών του εκ Δύσεως μοναχού Βαρλαάμ και των οπαδών του. 
Δεν είναι του παρόντος να αναπτυχθεί και να εξηγηθεί, για ποιους λόγους η διδασκαλία του αγίου Γρηγορίου Παλαμά, αλλά και το πάντιμο πρόσωπό του αγνοήθηκαν επί ένα διάστημα από την ιστορική και θεολογική έρευνα ή και πολλές φορές παρεξηγήθηκαν και συκοφαντήθηκαν. Έχουν γραφή αρκετά γύρω από το θέμα αυτό[5]. Αρκεί να γνωρίζουν οι ιστορικοί και θεολόγοι ότι αυτό αποτελεί παρέκκλι­ση από τη σταθερή και μόνιμη εκκλησιαστική συνείδηση και οφείλε­ται σε επιδράσεις που υπέστησαν ελάχιστοι ευτυχώς Έλληνες ερευνηταί από την προκατειλημμένη για λόγους ομολογιακούς δυτική ιστο­ριογραφία και θεολογία, η αρνητική τοποθέτηση της οποίας έναντι του αγίου Γρηγορίου Παλαμά έφθασε μερικές φορές σε πολύ χαμηλά επίπεδα. Και αυτό δικαιολογείται, η ένταση δηλαδή της αντιδράσε­ως, γιατί ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς απέτρεψε με την θεολογία και την άγια ζωή του την αφομοίωση της Ορθοδοξίας από τον δυτικό πο­λιτισμό, τον ορθολογισμό, και σχολαστικισμό, του οποίου τις συνα­φείς αιρετικές παρεκκλίσεις παρουσίασε ξεκάθαρα και διεσαφήνισε. Στη σύγκρουση του αγίου Γρηγορίου Παλαμά και του Βαρλαάμ Κολοβρού δεν έχομε σύγκρουση δύο προσώπων, αλλά δύο κόσμων της ορθολογιστικής και ενδοκοσμικής Δύσεως με την αγιοπνευματική Ανατολή, του ανθρωπίνου Διαφωτισμού με τον θείο Φωτισμό.
Ευτυχώς η άτυχης αυτή παρένθεση πέρασε, αποτελεί παρελθόν. Η επάνοδος της Ορθοδόξου θεολογίας στις πατερικές της ρίζες και της πνευματικής ζωής στην οδό των Αγίων και των Πατέρων συνδέεται με άνθηση των παλαμικών σπουδών, ιδιαίτερα στη Θεολογική Σχολή Θεσσαλονίκης, και με ζηλευτή κατακολούθηση της πνευματικής ζωής, της συνδεδεμένης με την άσκηση και τη νοερά προσευχή, κατά τη δι­δασκαλία του αγίου Γρηγορίου Παλαμά, όπως ιδιαίτερα αυτό συμβαί­νει σήμερα στο Άγιο Όρος, αλλά και στον κόσμο μεταξύ των λαϊκών. Είναι χαρακτηριστικό, εν προκειμένω, γιατί δείχνει την επάνοδο της πνευματικής ζωής στο δρόμο που εβάδισε και υπέδειξε ο άγιος Γρη­γόριος, περιστατικό από τη ζωή του στη Σκήτη της Βεροίας, όπως μας το αφηγείται ο Θεσσαλονικεύς μεγάλος μαθητής του και πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως άγιος Φιλόθεος Κόκκινος. Το περιστατικό έχει σχέση με το πρόβλημα για το αν πρέπει και οι λαϊκοί στον κόσμο να ασχολούνται με την αδιάλειπτη νοερά προσευχή, πράγμα που σήμερα είναι αναμφισβήτητο με την επίδραση του Αγίου Όρους, όπως αυτό φαίνεται και εκ του ότι συχνά βλέπει κανείς Χριστιανούς, νέους και νέες, να κρατούν κομβοσχοίνι, αλλά και να είναι γνώστες της νοεράς προσευχής. Σύμφωνα με την διήγηση του αγίου Φιλοθέου στο όρος που είχε αναπτυχθή η Σκήτη υπήρχε σεβάσμιος γέρων ασκητής ονο­μαζόμενος Ιώβ, ο οποίος, ενώ εκτιμούσε κατά τα άλλα τον Γρηγόριο και απήλαυε της διδασκαλίας του, δεν συμφωνούσε με την γνώμη του περί του ότι «πάντα τον από Χριστού καλούμενον οποίου ποτ' αν είη τάγματος την αδιάλειπτον ασκείν δει προσευχήν» και ότι πρέπει «μη τους έξω κόσμου και μοναστάς μόνον, αλλά και άνδρας και γυναίκας και παίδας και σοφούς και ιδιώτας και πάντας ομού ταυτά διδάσκειν ωσαύτως και προς αυτό τούτ' ενάγειν πάση σπουδή». Ο Ιώβ σε σχε­τική συζήτηση αντέδρασε και διεφώνησε, ισχυριζόμενος ότι η αδιά­λειπτη προσευχή είναι μόνο για τους μοναχούς. Όταν όμως επέστρε­ψε στον οικίσκο του, δέχθηκε επίσκεψη αγγέλου, ο οποίος του συνέ­στησε να ακολουθεί και να πείθεται σε όσα λέγει ο ιερός Γρηγόριος, με συνέπεια, μέχρι τέλους της ζωής του ο ευπειθής στην θεία σύστα­ση γέρων, που αποτελούσε και ουράνια επιβεβαίωση της απλανούς διδασκαλίας του Γρηγορίου, να μείνει συνδεδεμένος με αρρήκτους δε­σμούς φιλίας και ομονοίας προς τον μεγάλο διδάσκαλο[6]. 
Ανάμεσα από πολλές μαρτυρίες για το μεγαλείο και την μοναδικό­τητα του προσώπου και του έργου του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά θα παραθέσουμε όσα λέγουν ο μαθητής του άγιος Φιλόθεος Κόκκινος και ο άγιος Συμεών Θεσσαλονίκης. Ο άγιος Φιλόθεος λέγει ότι υπήρξαν πολλοί άγιοι σε διάφορες εποχές που μίλησαν και έγραψαν για επί μέ­ρους θέματα της υψηλής θεολογίας της θεώσεως και της ακτίστου Χάριτος. Κανείς όμως δεν ασχολήθηκε με το σύνολο αυτών των θεμάτων μόνον ο Γρηγόριος συνέθεσε σε θαυμαστή ενότητα και ανέπτυξε και διασάφησε όσα οι παλαιότεροι Πατέρες εδίδαξαν· «Πολλών τίνων και μεγάλων κατά. διαφόρους αιτίας και χρόνους περί των τοιούτων υψηλώς ειπόντων και φιλοσοφησάντων, και των μεν τώδε τω μέρει, των δε εκείνω, των δε τισί, των δε πλείστοις εαυτούς δεδωκότων τω λόγω, τοις πάσι δ' ενός τινός μηδενός των τε προ ημών και των αρχαίων επεξιόντος κατά ταυτά, μόνος ουτοσίν εξ απάντων και μετά πάντας τα πάντων ούτω θαυμαστώς εις εν συνειλοχώς καθωράθη, εκείνα λαμπρώς τε και μετά πολλής της επιστήμης και της ελευθερίας εις πλάτος εξειπών και λογογραφήσας και προσέτι τα διά πείρας υπερφυώς εγνωσμένα συ­νάψας και οιονεί διαλευκάνας και αναπτύξας άπερ κεφαλαιωδώς εκείνοι και κατά σύνοψιν είπον»[7]. Η θέση αυτή του αγίου Φιλοθέου εμφανίζει τον άγιο Γρηγόριο Παλαμά ως άλλο Δαμασκηνό, εκφραστή των όσων η προηγουμένη πατερική παράδοση διετύπωσε. Δεν ανέ­πτυξε προσωπική διδασκαλία, ο άγιος Γρηγόριος, ούτε εκαινοτόμησε, όπως ισχυρίζονται οι Δυτικοί ερευνηταί. Κανείς από τους Αγίους δεν παραδίδει προσωπική διδασκαλία αλλά γίνονται όλοι κήρυκες και διαγγελείς της διά των αιώνων παραδιδομένης πίστεως. Μόνον οι αιρετικοί διατυπώνουν προσωπικές απόψεις, γι' αυτό και η διδασκα­λία τους χαρακτηρίζεται με το όνομά τους, όπως Αρειανισμός, Νεστοριανισμός κ.τ.λ. Η Δύση θεωρώντας τον άγιο Γρηγόριο ως καινο­τόμο και αιρετικό χαρακτηρίζει την διδασκαλία του ως Παλαμισμό, παρασύρουσα σ' αυτό και ορθοδόξους ερευνητάς. 
Χαρακτηριστική είναι και η γνώμη του αγίου Συμεών Θεσσαλονί­κης, που την παραθέτομε ασχολίαστη: «Ο δε γε ακριβέστερον βουλόμενος εκμαθείν γνώσεται μάλλον αφ' ων εκείνος συνεγράψατο, ος οιάπερ άλλος τις ήλιος τη οικουμένη ανέτειλε τω τότε καιρώ, ικανός αποσοβήσαι λόγω τε και τω βίω πάσαν σκοτόμαιναν αθεΐας. Γρηγόριος ούτος ην ο σοφότατος, ο της Θεσσαλονικέως ύστερον προστάς Εκκλη­σίας και φως μέγα επί λαμπράν λυχνίαν τεθείς, μέγας τε φωστήρ ευσέ­βειας και προ της αρχιερωσύνης δειχθείς»*[8]. 
 
Ο άγιος Γρηγόριος Παλαμάς και η Βέροια 
Με αυτήν την μεγαλειώδη και κορυφαία πατερική μορφή είχε την ευλογία και την τιμή να συνδεθεί η Βέροια, με τη μεγαλύτερη, όπως είπαμε, μετά τον απόστολο Παύλο χριστιανική φυσιογνωμία απ’ όσες συνδέθηκαν με την πόλη αυτή. Ο δεσμός τους δεν ήταν ολιγοήμερος ή ολιγόμηνος, αλλά μακροχρόνιος. Σε ηλικία τριάντα ετών ο άγιος Γρηγόριος Παλαμάς, αφού επί μία οκταετία είχε ασκηθή πνευματικά στο Άγιο Όρος, όπου είχε καταφύγει από την Κωνσταντινούπολη μαζί με τους αδελφούς του Μακάριο και Θεοδόσιο, και συνοδευόμενος από άλλους δέκα μοναχούς, μέσω Θεσσαλονίκης, όπου παρέμειναν επ' ολίγον και όπου μετά από μερικές δεκαετίες θα επανέλθη ως ποιμενάρχης και αρχιεπίσκοπος, φθάνει στη Βέροια και εγκαθίσταται με τη συνοδεία του στην ήδη υφιστάμενη, όπως φαίνεται, μοναστική παροικία στη Σκήτη του Αλιάκμονος. Υπάρχουν δύο σαφέστατες ιστορικές μαρτυρίες, μία του μαθητού και βιογράφου του, αγίου Φιλοθέου Κόκκινου, ο οποίος αναβιβάζει τα έτη της παραμονής του στη Σκήτη της Βεροίας σε πέντε, και είναι μάλλον ως προς το σημείο αυτό αξιοπιστότερος, ως οικείος και αγαπητός και εκ του σύνεγγυς γνωρίζων, του ετέρου μάρτυ­ρος Ιωάννου του Καντακουζηνού, ο οποίος υπολογίζει τα έτη σε δέκα, μολονότι και αυτός, ως γνωστόν, συνεδέετο φιλικά προς τον άγιο Γρηγό­ριο, δεν είχε όμως την εγγύτητα και αμεσότητα του Φιλοθέου. Γράφει ο άγιος Φιλόθεος Κόκκινος: «Της γαρ Θεσσαλονίκης μετά την χειροτονίαν και τον θείον εκείνον, ήπερ έφην, χρησμόν μικρόν παρελθόντες καν τη γείτονι Βερροία γενόμενοι, το ταύτη παρακείμενον όρος και την εκεί συνισταμένην τότε των μοναζόντων σκήτην εισέρχονται, ένθα δη και φροντιστήριον θείας φιλοσοφίας ο Γρηγόριος συστησάμενος συν δέκα τοις ετέροις και των ίσων σπουδασταίς τε και κοινωνοίς, τον πληρέστατόν φημι και τέλειον αριθμόν, τα της άνω και θείας τελειότητος, ο πλήρης όντως παντός αγαθού, και αύθις φιλοσοφείν άρχεται, τας μεν πέντε της εβδομάδος εκάστης ημέρας αυτός τε μένων απρόιτος και μηδένα των πάντων μηδαμώς εις ομιλίαν παραδεχόμενος, Σαββάτου δε και Κυριακής προς τε την μυστικήν δηλαδή θυσίαν και την των αδελφών προϊών πνευματικήν ομιλίαν και ενωσιν»[9]. Και ο Καντακουζηνός· «Γρηγορίω δε και ταδελφώ εκ πατρός καταλειφθείσιν ορφανοίς ουκ εδόκει δειν έτι πιστεύειν τη ηλικία, αλλ' ετέρω φέροντες υπέταξαν πατρί πνευματικώ, υφ' ώπερ υπέρ οκτώ τελέσαντες έτη, επεί κακείνος τω τήδε απηλλάττετο, προς τη κατά Βέροιαν Σκήτη φροντιστήριον οικοδομήσας ο Γρηγόριος και κατακλείσας εαυτόν πάσαν τε αποθεμένος φροντί­δα γήινον εαυτώ δε μόνω και Θεώ προσαδολεσχών, δέκα διετέλεσεν έτη, πολλά την σάρκα παιδαγωγήσας και υποτάξας τω πνεύματι»[10]. 
Οι δεσμοί του Γρηγορίου με την Βέροια ενισχύθηκαν περισσότερο εντός ολίγου. Οι συμμονάζουσες με την μοναχή επίσης μητέρα του Καλή αδελφές του, Επίχαρις και Θεοδότη, του ανακοινώνουν διά γραμμάτων τον θάνατο της μητρός και τον παρακαλούν να έλθει στην Κωνσταντινούπολη για στηριγμό και καθοδήγηση. Μεταβαίνει πρά­γματι στη βασιλεύουσα με τους δύο κατά σάρκα αδελφούς και συμπαραλαμβάνουν κατά την επιστροφή τους στη Βέροια τις δύο αδελφές τους που τις εγκαθιστούν σε γυναικείο μοναστήρι μέσα στην πόλη, ενώ αυτοί επανέρχονται στη Σκήτη προς συνέχιση των ασκητικών τους αγώνων[11]. Ολόκληρη η οικογένεια του αγίου Γρηγορίου, εκτός των γονέων που μετώκησαν στον ουρανό, τρεις αδελφοί και δύο αδελφές μοναχές βρίσκονται στη Βέροια, τα χώματα της οποίας καθαγιάσθηκαν από την παρουσία τους, πολύ περισσότερο μάλιστα γιατί εντός ολίγου δέχθηκαν και το σκήνωμα της μιας αδελφής, της Επιχάριτος και του αδελφού Μακαρίου, που την ακολούθησε. Είναι πολύ πιθανόν και τα δύο άλλα αδέλφια, ο Θεοδόσιος και η Θεοδότη να παρέμειναν και να εκοιμήθηκαν στη Βέροια, εκτός του Γρηγορίου, ο οποίος εντός ολίγου επανήλθε στο Άγιον Όρος, όπου, κατά θεία παρακίνηση, άφησε πλέον την μόνωση και την σιωπή και επεδόθη στο έργο της διδασκα­λίας των μοναχών και της συγγραφής, για να ακολουθήσουν κατόπιν οι αγώνες του εναντίον του Βαρλαάμ και των οπαδών του και η ανύ­ψωσή του στον αρχιεπισκοπικό θρόνο της Θεσσαλονίκης, όπου και απέθανε το 1359 σε ηλικία 63 ετών. 
Δεν θα ασχοληθούμε εδώ περισσότερο με την παραμονή του αγίου Γρηγορίου στη Βέροια και τα συνδεόμενα προς αυτήν θέματα και προβλήματα, γιατί υπάρχει και παλαιότερη σχετική μελέτη του Γ. Χιονίδη[12], αλλά και γιατί θα ακουσθεί και σήμερα στη συνάντησή μας αυτή ειδι­κή εισήγηση του συναδέλφου Β. Φανουργάκη. Θα επισημάνουμε μόνο ότι το πενταετές ή δεκαετές διάστημα των ασκητικών αγώνων του αγίου Γρηγορίου εδώ ήταν ιδιαίτερα αποδοτικό και καρποφόρο και έχει μεγάλη συμμετοχή στην πνευματική ωρίμανση και ολοκλήρωσή του. Ο άγιος Φιλόθεος Κόκκινος περιγράφει λεπτομερώς τους πόνους της ασκήσεως, διά των οποίων εκαθάρισε και ελέπτυνε το οπτικό της ψυχής και ανήχθη προς το θείον «διά της αδιαλείπτου προσευχής και της αμέσου κατά χάριν του Θεού κοινωνίας τε και ενώσεως». Ήταν γι' αυτό εμφανείς οι καρποί του Πνεύματος, με συνέπεια όχι μόνο οι συνασκητές του αλλά και οι λοιποί ασκούμενοι στο όρος εκείνο, ακόμη δε και οι κάτοικοι της πόλεως να τον έχουν ως πρότυπο αρετής και να τον βλέπουν ως θαυμαστή πνευματική ύπαρξη, σπάνια για εκείνη την εποχή[13]. 
Επιστρέψας μετά τη Βέροια στο Άγιον Όρος εγκαταστάθηκε κοντά στη Μονή της Μεγίστης Λαύρας. Ζούσε και εδώ εν μονώσει και ησυχία και μόνον τα Σάββατα και τις Κυριακές ερχόταν στο μοναστή­ρι. Μόλις συμπληρώθηκαν δύο έτη από την εγκατάσταση του εδώ, είδε θαυμαστό όραμα που εσήμαινε την πνευματική του υπερπλήρωση και την ανάγκη μεταδόσεως του πνευματικού πλούτου και εις άλλους. Ενώ προσηύχετο κάποια νύχτα, σαν σε όνειρο του εφάνη ότι είχε στα χέρια του σκεύος πλήρες γάλακτος, το οποίο ανέβλυζε μέσα από το σκεύος και χυνόταν έξω από αυτό. Ξαφνικά το γάλα έγινε κρασί εκλεκτό και ευώδες που χυνόταν με αφθονία επάνω στα χέρια και στα ενδύματά του, με συνέπεια να βραχούν και να ευωδιάζουν. Μέσα στην άφατη χαρά και ηδονή που ένοιωσε σ' αυτή την κατάσταση εμφανίστηκε αγγελική μορφή, πλήρης φωτός, που τον ρώτησε γιατί αφήνει να χύ­νεται άδικα το θεϊκό εκείνο ποτό και δεν το μεταδίδει και στους άλλους. Ο Γρηγόριος πρόβαλε ως δικαιολογία την ασθένεια και ακαταλλη­λότητά του για τη διανομή του θείου ποτού και την απουσία προσώπων που ενδιαφέρονται και επιθυμούν να πιούν. Ο λαμπρός εκείνος άνδρας του οράματος είπε ότι, και αν ακόμη δεν υπάρχουν πρόσωπα που ενδια­φέρονται, αυτός πρέπει να μη αμελεί την διανομή και τη μετάδοση αλλά να κάνει το χρέος του, γιατί γνωρίζει την τιμωρία που επιβάλλει ο δεσπότης σε όσους δεν αξιοποιούν τα χαρίσματα και τα τάλαντα που τους εδόθησαν. Το όραμα αυτό διηγήθηκε αργότερα στο φίλο και μα­θητή του Δωρόθεο, τον ένα από τους δύο αδελφούς Βλατήδες ή Βλατάδες, που ίδρυσαν το ομώνυμο μοναστήρι της Θεσσαλονίκης, όταν άρχισε να εκθέτει την δογματική διδασκαλία γύρω από το ησυχαστικό ζήτημα λέγοντας μάλιστα ότι η μεταβολή του γάλακτος σε κρασί εσή­μαινε την μεταβολή της διδασκαλίας του από ηθική σε δογματική· «την από του ηθικού δηλονότι και απλού προς το δογματικόν τε και άνω βεβηκότα τον λόγου μετάθεσιν»[14].
 
 
Ενδεικτικές πτυχές της θαυμαστής διδασκαλίας του
Η θαυμαστή λοιπόν αυτή και αστείρευτη πηγή θεολογίας επλήρωσε την Εκκλησία με την χαριτόβρυτη διδασκαλία της. Και επειδή είναι αδύνατον να παρουσιασθεί όλος αυτός ο πλούτος, που σαγηνεύει όντως και προσφέρει άφατη ηδονή εις όποιον αρχίσει να ενδιαφέρεται για την αξιοποίησή του, ενδεικτικώς μόνο θα παρουσιάσουμε δύο σημαν­τικές πτυχές της πολυποίκιλης διδασκαλίας του σοφωτάτου και θεόπτου αγίου μας.
 
α. Το μεθεκτόν και αμέθεκτον τον Θεού
Η Εκκλησία, ενδιαφερομένη πάντοτε να διασφαλίσει την σωτηρία και την κοινωνία του ανθρώπου με το Θεό, κατεδίκασε ως πλάνη και αίρεση κάθε διδασκαλία που προσέβαλε και καταργούσε αυτήν την δυνατότητα. Οι αγώνες των παλαιών μεγάλων αγίων Πατέρων, π.χ. εναντίον του Αρείου και του Μακεδονίου, που ηρνούντο την θεότητα του Υιού και του Αγίου Πνεύματος αντιστοίχως, δεν οφειλόταν στην διάθεση και το ενδιαφέρον τους να συζητούν απλώς φιλολογικές ερμη­νείες της  Αγίας Γραφής και θεολογικά θέματα, να δείξουν δηλαδή και αποδείξουν την φιλολογική και θεολογική τους δεινότητα. Στους αγώνες αυτούς υπήρχαν σοβαρότατοι σωτηριολογικοί λόγοι, εκινούντο δηλαδή οι άγιοι Πατέρες από το ενδιαφέρον και τη φροντίδα να πα­ραμείνουν ανοικτοί οι δρόμοι της σωτηρίας και της θεώσεως, που τους έκλειναν οι αιρετικοί με τις πλανεμένες διδασκαλίες τους. Αν ο Υιός και το Άγιο Πνεύμα ήσαν κτίσματα, είχαν τότε και αυτά ανάγκη σωτη­ρίας και θεώσεως, και ως εκ τούτου δεν μπορούσαν να γίνουν όργανα σωτηρίας και αγιασμού για τους ανθρώπους. Μόνον η θεότης τους εξησφάλιξε την θέωση των ανθρώπων «Ει μη Θεός το Πνεύμα το Άγιον, θεωθήτω πρώτον και ούτω θεούτω με τον ομότιμον» κατά την επιγραμματική διατύπωση του αγίου Γρηγορίου Θεολόγου[15]. 
Τα ίδια κίνητρα, σωτηριολογικούς δηλαδή λόγους, είχαν και οι θεολογικοί αγώνες του αγίου Γρηγορίου Παλαμά εναντίον του Καλαβρού Βαρλαάμ και των οπαδών του. Αυτό που εσκανδάλισε τον Βαρλαάμ ήταν ο ισχυρισμός των μοναχών ότι οι καθαροί από τα πάθη δέχονται στις καρδιές τους φωτισμούς και ελλάμψεις, παρουσία δηλαδή θεϊκού φωτός, όπως το φως που κατηύγασε τους μαθητάς κατά την Μεταμόρ­φωση του Χριστού στο όρος Θαβώρ. Τους κατηγόρησε λοιπόν ότι δι­δάσκουν πως η ουσία του Θεού είναι μεθεκτή, όπως εδίδασκαν οι πα­λαιότεροι Μασσαλιανοί. Στην κατηγορία αυτή απήντησε ο άγιος Γρηγόριος ότι το φως που βλέπουν οι άγιοι δεν είναι η ουσία του Θεού, που είναι όντως τελείως υπερβατική και αμέθεκτη και απρόσιτη, αλλά ενέργεια του Θεού, που είναι μεθεκτή και προσιτή. Στο Θεό υπάρχει όχι μόνο η ουσία, αλλά και οι ενέργειες, γιατί ο χριστιανικός Θεός είναι προσωπικός Θεός, δεν είναι ανενέργητη και κλεισμένη στον εαυ­τό της ουσία, αλλά ενεργητική και δυναμική. Οι ενέργειες του Θεού εξασφαλίζουν την κοινωνία του Θεού προς τα κτίσματα και έτσι ο αμέθεκτος κατά την ουσία Θεός, γίνεται μεθεκτός με τις ενέργειές του, όπως ήδη είχε διδάξει ο Μ. Βασίλειος, λέγοντας ότι «αι μεν ενέργειαι τον Θεού προς ημάς καταβαίνουσι, η δε ουσία αυτού μένει απρόσιτος»[16]. Αυτήν την σταθερή πατερική παράδοση για τη διάκριση ουσίας και ενεργειών στη θεότητα, που επιλύει το δυσχερές όντως θέμα του μεθεκτού και αμεθέκτου του Θεού, προέβαλε και διασαφήνισε ο άγιος Γρηγόριος Παλαμάς έναντι της διδασκαλίας του Βαρλαάμ ότι στο Θεό υπάρχει μόνο η αμέθεκτη ουσία, ενώ οι ενέργειες του Θεού είναι κτι­στές. Προέκυψε έτσι και το πρόβλημα περί του αν η Χάρις είναι κτιστή ή άκτιστη, αν οι ενέργειες του Θεού είναι κτιστές ή άκτιστες, και η συζήτηση περιεστράφη γύρω από το φως της Μεταμορφώσεως για να διευκρινισθεί το κτιστό ή άκτιστο της θείας Χάριτος. Σε πλήρη αντί­θεση προς το σύνολο της πατερικής παραδόσεως ο Βαρλαάμ υπεστήριζε ότι το φως κάθε ελλάμψεως είναι κτιστό και ενδοκοσμικό, αισθητό φως και μάλιστα κατώτερο από το φως της γνώσεως «χείρον νοήσεως»[17]. 
Ακριβώς στο σημείο αυτό των ισχυρισμών του Βαρλαάμ περί του ότι η Χάρις του Θεού είναι κτιστή, οι ενέργειες είναι κτιστές, διέγνω­σε ο άγιος Γρηγόριος την πλάνη και την αίρεση, που ακύρωνε την δυ­νατότητα της σωτηρίας και τοποθετούσε τον Βαρλαάμ στη σειρά των αρχαίων αιρετικών. Γιατί στ' αλήθεια πώς θα σωθεί και θα θεωθεί ο άνθρωπος με κτιστά μέσα, με τις κτιστές ενέργειες του Θεού, που δεν δίνουν την δυνατότητα να κοινωνήσει ο άνθρωπος και να μετάσχει της θεότητος; Με πολλή δύναμη και σαφήνεια θέτει το πρόβλημα αυτό ο άγιος Γρηγόριος Παλαμάς, επισημαίνοντας τη μεγάλη ζημία, τον μεγάλο κίνδυνο της αποξενώσεως του ανθρώπου από το Θεό: «Αν δε συ ανέλης το μεταξύ του αμεθέκτου και των μετεχόντων, ω της ζημίας! Διέστησας ημάς Θεού, το συνδούν εκ μέσου ποιησάμενος και χάσμα μέγα και αδιάβατον μεταξύ θέμενος εκείνου και της γενέσεως και δι­οικήσεως των γενητών... Δει δη ζητείν ημάς θεόν έτερον, όντα πως μεθεκτόν, ου μετέχοντες οικείως εαυτού, κατά την της μεθέξεως αναλογίαν όντες και ζώντες και ένθεοι εσόμεθα»[18]. 
Η πνευματική και πολιτιστική τραγωδία της Δύσεως βρίσκεται ακριβώς στην ακύρωση της δυνατότητος να επικοινωνήσει ο άνθρωπος με το Θεό, γι' αυτό και όλα εκεί είναι μικρά και ανθρώπινα, αμέτοχα και άγευστα της ανακαινιζούσης και μεταμορφούσης αγιοπνευματικής εμπειρίας. Ο ορθός λόγος και η επιστήμη, ο ανθρώπινος «Διαφωτισμός» δεν μπορούν, όπως θα δούμε, να αγιοποιήσουν τον άνθρωπο, πολλές φορές μάλιστα τον κάνουν χειρότερο.
 
 
δ. Δυτικός Διαφωτισμός και Ορθόδοξος Φωτισμός#
Άγευστος πράγματι και άπειρος ο Βαρλαάμ της αγιοπνευματικής εμπειρίας, που μεταμορφώνει και μεταβάλλει τον άνθρωπο σε καινή ύπαρξη, και επηρεασμένος από τον δυτικό Σχολατικισμό και την «Ανα­γέννηση», της οποίας άλλωστε υπήρξε σημαντικός πρωτεργάτης, θέλη­σε να γίνει διδάσκαλος της απάθειας και της τελειότητος προτρέποντας τους μοναχούς να εγκαταλείψουν την άσκηση και την νοερά εργα­σία της προσευχής και να επιδοθούν στη σπουδή και στη γνώση της φιλοσοφίας και μάλιστα της ελληνικής, γιατί δήθεν μόνον αυτή οδη­γεί στην τελειότητα. Ανησύχησαν με τις θέσεις αυτές μοναχικοί κύκλοι της Θεσσαλονίκης και εζήτησαν την γνώμη και βοήθεια του αγίου Γρηγορίου, προς τον οποίο κάποιος μοναχός διεβίβασε ως εξής τις απόψεις του Βαρλαάμ και των οπαδών του: «Επειδή τοίνυν ήκουσα λεγόντων δειν μεταδιώκειν την έξω σοφίαν και τους μονάζοντας ως άνευ ταύτης ουκ ενόν αγνοίας και ψευδών απαλλαγήναι δοξασμάτων, καν εις απάθειαν αφίκηταί τις άκραν, ουδέ τελειότητας τε και αγιότητος επιλαβέσθαι, ει μή πανταχόθεν το ειδέναι συλλέξει, μάλιστα δε της καθ' Έλληνας παιδείας, Θεού γαρ και αύτη δώρον, των προφήταις και αποστόλοις δεδομένων ομοίως»[19]. 

Ο άγιος Γρηγόριος βεβαιώνει τον ανησυχήσαντα μοναχό ότι μόνον η Χάρις του Θεού δημιουργεί στις καρδιές ασφάλεια και βεβαιότητα. Με τον λόγο δεν μπορεί κανείς να εντοπίσει, να συλλάβει τα υπέρ λόγον αγαθά. Του συνιστά να απαντήσει στους συνηγόρους των φιλοσό­φων ότι με τις φιλοσοφικές τους αναζητήσεις αυτό που κατακτούν δεν είναι η γνώση αλλά η αγωνία- «ου μάλλον γνώσιν ή αγωνίαν εκ τού­των υμίν αυτοίς περιποιείσθαι, ω βέλτιστοι». Δεν υπάρχει φιλοσοφι­κή άποψη στην οποία να μπορεί κανείς με σιγουριά να στηριχθεί, για­τί σίγουρα κάποιος άλλος φιλόσοφος θα την έχει ανατρέψει, όπως έδει­ξαν οι Έλληνες φιλόσοφοι «διηνεκώς αλλήλους ανατρέποντες και υπ' αλλήλων ανατρεπόμενοι»[20]. Δεν πρέπει να επιτραπεί να εισχωρήσει στην Εκκλησία, όπου υπάρχει άλλη φιλοσοφία, η κατά Χριστόν, η άποψη πως τάχα είναι άναγνοι και ατελείς όσοι δεν γνωρίζουν φιλο­σοφία και επιστήμες. Ο Χριστός, το πρότυπο της χριστιανικής τελειότητος, ήτο εντελώς άπειρος στην ανθρώπινη φιλοσοφία και γνώση. Αν η θύραθεν παιδεία συμβάλλει όντως στην τελειότητα, τότε οι Έλλη­νες σοφοί θα έπρεπε να είναι θεοπτικώτεροι και τελειότεροι των προ­φητών, οι οποίοι εκλήθησαν από το Θεό στο αξίωμα αυτό «εξ αγροικικού βίου». Ο κορυφαίος των προφητών, ο Ιωάννης ο Πρόδρομος, εξ απαλών ονύχων ζούσε στην έρημο, όπου δεν υπάρχουν βέβαια σχο­λεία και πανεπιστήμια. Ασφαλώς, αν ήταν απαραίτητο στοιχείο της τελειότητος η ανθρώπινη σοφία, ο Χριστός δεν θα έλεγε στον πλού­σιο νεανία «ει θέλεις τέλειος είναι, τα υπάρχοντα πώλησον, διάδος πτωχοίς, τον σταυρόν άρον, ακολουθείν εμοί προθυμήθητι» αλλά θα έλεγε «της έξω σοφίας επιλαβού, σπεύσον προς την των μαθημάτων ανάληψιν, περιποίησαι σεαυτώ την επιστήμην των όντων». Θα εδίδασκε γεωμετρία και αστρονομία και τις άλλες επιστήμες, για να διώ­ξει το σκοτάδι της αγνοίας. Δεν θα διάλεγε αγράμματους ψαράδες ως μαθητάς, αλλά σοφούς, ούτε θα εδίδασκε διά του Αποστόλου Παύλου ότι η ανθρώπινη σοφία είναι μωρία. Ο άνθρωπος, κατά τον άγιο Γρηγόριο, έχασε την αρχέγονη μακαριότητα, γιατί υπέκυψε στον πειρασμό της γνώσεως και δεν αρκέσθηκε στην φυλακή της καρδίας, στην φρού­ρηση, δηλαδή, και καλλιέργεια του συναισθηματικού του κόσμου[21]. 
Όπως τότε έτσι και τώρα και σε κάθε εποχή ο άνθρωπος στρέφε­ται, με υποκίνηση του πονηρού, στην συνεχή καθ' όλην την διάρκεια της ζωής του ενασχόληση με τη γνώση, και δεν μένει έτσι καιρός να ασχοληθεί με την αληθινή παιδεία, που καθαρίζει την ψυχή από τα πάθη. Θεμέλιο και αρχή αυτής της κατά Χριστόν φιλοσοφίας είναι ο φόβος του Θεού, εκ του οποίου γεννάται η συνεχής, η αδιάλειπτη δέη­ση προς τον Θεό και η τήρηση των ευαγγελικών εντολών. Μετά δε την συμφιλίωση και την καταλλαγή προς τον Θεό, ο αρχικός παιδαγωγι­κός φόβος μεταβάλλεται σε αγάπη, και ο κόπος της προσευχής, αφού μεταβληθεί σε τερπνότητα και ευχαρίστηση, παράγει το άνθος του φωτισμού. Αυτή είναι η αληθινή παιδεία, ο αληθινός ορθόδοξος φωτι­σμός, του οποίου ούτε την αρχή, τον φόβο δηλαδή του Θεού, δεν μπο­ρεί να καταλάβει αυτός που έχει παραδοθή στην αγάπη της ματαίας ανθρωπίνης φιλοσοφίας, του ανθρωπίνου «Διαφωτισμού». Ο νους του ανθρώπου εύκολα σκοτίζεται από τα πάθη και οδηγείται κατόπιν στο ψεύδος[22]. Η μόνη οδός για να βρει κανείς την αλήθεια και να δια­τηρήσει την ανθρώπινη αξία, το κατ' εικόνα, είναι η αποφυγή της αμαρτίας, η τήρηση των εντολών, η καλλιέργεια της αρετής, και η επά­νοδος προς τον Θεό διά της ευχής και της αληθινής θεωρίας. Διότι, όπως χαρακτηριστικά παρατηρεί «καθαρότητος άνευ, καν μάθης την από του Αδάμ μέχρι συντελείας φυσικήν φιλοσοφίαν, μωρός ουδέν ήττον, ότι μη και μάλλον, έση ή σοφός[23]. 
Συνηθίζεται πολύ στα νεώτερα χρόνια της πνευματικής ιστορίας του Νέου Ελληνισμού, όπου έχει κυριαρχήσει ο κλασικισμός και ο δυ­τικός «Διαφωτισμός» να γίνεται επίκληση του ονόματος των Τριών Ιεραρχών κυρίως, για να δικαιολογηθεί η στροφή στη μελέτη της αρ­χαίας ελληνικής σκέψεως. Ιδιαίτερα μάλιστα γίνεται αναφορά στο έρ­γο του Μ. Βασιλείου Προς τους νέους, όπως αν εξ ελληνικών ωφελοίντο λόγων. Παραθεωρείται τελείως ότι ο Μ. Βασίλειος δίνει πολύ μι­κρή, προπαιδευτική, προεισαγωγική μόνο αξία στην θύραθεν παιδεία. Η χριστιανική παιδεία στηρίζεται ολοκληρωτικά στην Αγία Γραφή και στη διδασκαλία των Αγίων της Εκκλησίας· αυτά αποτελούν τον κόσμο, το κύριο μέρος της αληθινής σοφίας. Δεν επιτρέπεται επ' ουδενί να μείνει κανείς καθ' όλην την διάρκεια της ζωής του, να γηράσει, στη μάθηση της θύραθεν παιδείας. Πρέπει να ντρέπωνται, λέγει ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, όσοι ισχυρίζονται ότι πρέπει να μελετά κανείς διά βίου την ελληνικής παιδεία, για να φθάσει στην τελειότητα. Ο ίδιος ο Μ. Βασίλειος σε επιστολή του στον Ευστάθιο Σεβαστείας οικτί­ρει τον εαυτό του, γιατί αφιέρωσε πολύ καιρό στη μάθηση της κοσμι­κής φιλοσοφίας· «Εγώ πολύν χρόνον προσαναλώσας τη ματαιότητι και πάσαν σχεδόν την εμαυτού νεότητα εναφανίσας τη αναλήψει των μαθημάτων της παρά τον Θεού μωρανθείσης σοφίας, επειδή ποτε, ώσπερ εξ ύπνου βαθέος διαναστάς, κατείδον το άχρηστον της σοφίας των αρχόντων τον αιώνος των καταργουμένων, πολλά την ελεινήν μου ζωήν αποκλαύσας, ευχόμην δοθήναι μοι τινα χειραγωγίαν»[24]. 
Δεν βοηθάει η γνώση στην καθαρότητα· αντίθετα δημιουργεί το πάθος της υπερηφάνειας, της φυσιώσεως. Μόνον η αγάπη που είναι κορυφή και μεσότης και ρίζα κάθε αρετής βοηθάει στο να αποκτήσει ο άνθρωπος το κατ' εικόνα Θεού. Με την αγάπη και τη Χάρη του Θεού το φυσικό δώρο της γνώσεως μπορεί να μεταβληθεί σε πνευματικό, να γίνει γνώση καινούργια, θεοειδής, αγνή, ειρηνική, επιεικής, ευπειθής, μεστή καρπών αγαθών. Αυτή είναι η άνωθεν σοφία, υποταγμένη στη σοφία του Αγίου Πνεύματος, άνευ του οποίου η ανθρώπινη γνώση χαρακτηρίζεται ως κάτωθεν σοφία, ψυχική, δαιμονιώδης, από τον αδελφόθεο Ιάκωβο[25]. 
Ο νους βεβαίως δόθηκε στον άνθρωπο από το Θεό. Σκοτίσθηκε όμως από τα πάθη, απέτυχε να οδηγήσει τον άνθρωπο στο σκοπό κά­θε φιλοσοφικής αναζητήσεως, στην αληθινή θεογνωσία, και παρήγα­γε γι' αυτό την μωρανθείσα σοφία, την ανόητη σοφία, που μόνον το όνομα της σοφίας έχει, χωρίς να είναι αληθινή. Αν οι φιλόσοφοι έχουν πη κάτι καλό, αυτό προέρχεται από παρακούσματα, και οπωσδήποτε δεν έχει το ίδιο νόημα που έχει στο Χριστιανισμό. Διότι εκείνοι δεν έχουν νουν Χριστού, όπως οι Πατέρες· η ομοιότης είναι τελείως εξωτε­ρική, στη φράση μόνον όχι στα νοήματα· «καν τις των Πατέρων τα αυ­τά τοις έξω φθέγγηται, αλλ' επί των ρημάτων μόνον επί δε των νοημά­των πολύ το μεταξύ· νουν γαρ ούτοι, κατά Παύλον έχουσι Χριστού, εκείνοι δε, ει μη τι και χείρον, εξ ανθρωπίνης διανοίας φθέγγονται»[26]. 
Η μεγάλη διαφορά, το μεγάλο χάσμα, ανάμεσα στην ανθρώπινη φιλοσοφία και στη θεία σοφία φαίνεται από την καρποφορία τους. Άγονος και άκαρπος η πρώτη δεν μπόρεσε ούτε τους ίδιους τους φι­λοσόφους να ανακαινίσει. Ενώ η σοφία του Αγἰου Πνεύματος απε­δείχθη γονιμωτάτη και πολύτεκνος, διότι μετέθεσε χιλιάδες ανθρώ­πων από το σκότος της αγνοίας στο θαυμαστό φως του Ευαγγελίου. Για τη σωτηρία είναι απαραίτητη μόνο η θεία και όχι η ανθρώπινη σοφία. Χρησιμοποιούμε βέβαια μερικές φορές την κοσμική παιδεία για αποσαφήνιση ερμηνευτική των θείων λόγων, είναι όμως πολύ εύκο­λο να περιπέσουμε σε λάθη, αν δεν έχουμε την μόνη κλείδα κατανοή­σεως των Γραφών, την Χάρη του Αγίου Πνεύματος, και αν δεν καθοδηγούμεθα από τα ίδια τα θεόπνευστα κείμενα[27]. Στο τέλος του πρώ­του λόγου της πρώτης τριάδος παραθέτει ο άγιος Γρηγόριος Παλαμάς κείμενα προγενεστέρων Πατέρων της Εκκλησίας, πάνω στα οποία στήριξε την ανάπτυξη των όσων είπε, στη δεύτερη δε τριάδα, στον πρώτο επίσης λόγο, ελέγχει τις σκόπιμες παρερμηνείες ορισμένων πατερικών χωρίων που έκανε ο Βαρλαάμ, για να κατοχυρώσει την με­γάλη του εκτίμηση προς την ελληνική φιλοσοφία.  
Τελειώνοντας τα όσα εν συντομία παραθέσαμε από τις απόψεις του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά για την ανθρώπινη φιλοσοφία, δεν πρέ­πει να παραλείψουμε να σημειώσουμε ότι την ορθότητα της στάσεώς του απέναντι στο δυτικό Σχολαστικισμό, στον δυτικό «Διαφωτισμό», απέδειξε δύο αιώνες αργότερα το σχίσμα που έγινε μέσα στους κόλπους της Δυτικής Εκκλησίας. Ο Λούθηρος, καλός γνώστης της σχολα­στικής θεολογίας, διέγνωσε ότι ο δυτικός Χριστιανισμός είχε παρεκκλί­νει από την παλαιά εκκλησιαστική παράδοση, είχε νοθεύσει την θεολο­γία και τους εκκλησιαστικούς θεσμούς. Στράφηκε με οξύτητα εναντίον της χρήσεως της φιλοσοφίας στο χώρο της θεολογίας. Η στροφή του προς τον αρχέγονο Χριστιανισμό οφειλόταν στην επιθυμία του να βρει τον γνήσιο, τον προ του Σχολαστικισμού Χριστιανισμό. Η προέλευ­σή του όμως εκ των κόλπων της παπικής εκκλησίας επηρέαζε ασυνείδη­τα την στάση του έναντι της Ορθοδόξου Ανατολικής Εκκλησίας, που την θεωρούσαν όλοι ως σχισματική. Εάν αντιλαμβανόταν εγκαίρως ότι ήτο η γνήσια κληρονόμος της αρχεγόνου Εκκλησίας και ότι το σχίσμα μεταξύ Ανατολής και Δυτικής Εκκλησίας οφειλόταν εν πολ­λοίς εις το ότι η τελευταία εσχολαστικοποίησε, εξελλήνισε τον Χριστια­νισμό, και επιζητούσε συνεννόηση και διάλογο με τους Ορθοδόξους, ίσως σήμερα να ήταν διαφορετική η μορφή του ευρωπαϊκού πολιτισμού.
 
Επίλογος
Τη μεγαλειώδη μορφή του αγίου Γρηγορίου Παλαμά προσπάθη­σα όσο μπορούσα να παρουσιάσω. Η εκκλησιαστική συνείδηση τον θέλει ισοστάσιο των μεγάλων Πατέρων της Εκκλησίας, εκφραστή της Πατερικής παραδόσεως, αγωνιστή της Ορθοδόξου διδασκαλίας, φω­τισμένο και ουράνιο άνθρωπο. Η Βέροια είχε την ευλογία να καθαγια­σθεί από την μακροχρόνια παραμονή του στη γνωστή Σκήτη, δεν έχει όμως ακόμη αξιοποιήσει, όσο θα έπρεπε, αυτήν την ευλογία. Η καθιέ­ρωση ιερών ναών στο όνομά του, η ονομασία οδών, η προβολή του ασκηταριού του και η δημιουργία δυνατοτήτων για άνετη προσπέλα­ση σ' αυτό, ώστε να καταστεί πανορθόδοξο προσκύνημα, η επάνδρωση και ενίσχυση της ιεράς Μονής Τιμίου Προδρόμου, που ήδη έχει αρχί­σει να γίνεται και πρέπει να συνεχισθεί, αποτελούν μερικές προτάσεις προς αυτήν την κατεύθυνση. Η σημερινή εκδήλωση επισημαίνει την αφύπνιση του ενδιαφέροντος. Ο Θεός διά πρεσβειών του Αγίου Γρη­γορίου Παλαμά και των άλλων αγίων που συνδέονται με την Βέροια και την περιοχή της θα ευλογήσει τους κόπους και τις προσπάθειες.


[1] Πράξ. 17, 10-12.
[2] Βλ. σχετικώς Γ. Χιονιδη, Σύντομη Ιστορία τον Χριστιανισμού στην περιοχή της Βεροίας, Βέροια 1961, σελ. 65. Του αυτού, Ιστορία της Βεροίας της πόλεως και της περιοχής, τόμος δεύτερος, Βυζαντινοί Χρόνοι, Θεσσαλονίκη 1970, σελ. 172, ε.
[3] Πράξ. 20,4. Ρωμ. 16,21.
[4] Ο άγιος Νικόδημος Αγιορείτης στον διασωθέντα πρόλογο της ετοιμασθείσης υπ’ αυτού, αλλά δυστυχώς απολεσθείσης, εκδόσεως των έργων του άγιου Γρηγορίου Παλαμά, γράφει σχετικώς: «Και προ πάντων, ων ηκούετο και εωράτο και εγινώσκετο, συν πολλώ τω θαύματι θαυμαζόμενος και θεολόγος τω όντι ενί τινι μηδενί των μεγάλων και περιφανών αποδέων θεολόγων κρινόμενος. Βασιλείου τε, φημί, του Μεγάλου, Γρηγορίου του Θεολόγου, Ιωάννου του Χρυσοστόμου, Αθανασίου και Κυρίλλου και των λοιπών. Ούτως, ενί λόγω φως ων και φως ορών, και εν φωτί ω φύσει πρόσεστιν η πάντων αποκάλυψις, υπό φωτί και εννοεί και λαλεί, και συγγράφει πάντα τα θεουργικά εαυτού φώτα. Ούτω γαρ εγώ καλώ τα εκείνου συγγράμματα, δι’ ων οι γνωστικοί φωταγωγούνται και μεταμορφούνται προς θέωσιν, κατά τον θείον ειπείν Μάξιμον, όσα τε της ηθικής ιδέας έχεται, και όσα της φυσικής, όσα της των γραφών ερμηνείας, και όσα της μυστικής θεολογίας· όσα νηπτικά και όσα αντιρρητικά και ει τι άλλο ώδε εμπεριείληπται»· Εκκλησιαστική Αλήθεια Κωνσταντινουπόλεως, νέα έκδοσις Πατριαρχικού Ιδρύματος Πατερικών Μελετών Ι.Μ.Βλατάδων 5 (1883-1884) 98.
[5] Βλ. π.χ. Θ. Ζηςη, Θεολόγοι της Θεσσαλονίκης, Θεσσαλονίκη 1989, σελ. 74 ε.ε.
[6] Φιλόθεου Κόκκινου, Λόγος εις τον εν αγίοις πατέρα ημών Γρηγόριον, αρχιεπίσκοπον Θεσσαλονίκης, 29, εν Δ. Τςαμη, Φιλόθεου Κωνσταντινουπόλεως τον Κοκ­κίνου αγιολογικά έργα· α’  Θεσσαλονικείς άγιοι, εκδ. Κέντρου Βυζαντινών Ερευνών, Θεσσαλονίκη 1985, σελ. 457 ε.
[7] Αυτόθι 51, σελ. 482.
[8] Διάλογος 31, PG 155, 144-145. Ο άγιος Νικόδημος Αγιορείτης στον μνημονευθέντα ανωτέρω Πρόλογον μεταξύ πολλών άλλων επαινετικών λόγων λέγει και τα εξής: «Ανήρ ην εκείνος, ει τις και άλλος, πράξεως και θεωρίας εις το εκρότατον εληλακώς. Και τοίνυν απερικτυπήτω και απροΐτω τη κατά τον ιερόν Άθω ησυχία εκδούς εαυ­τόν ο τρισόλβιος και παντός αισθητού και της περί ταύτα τύρβης ανακύψας (ίνα τοις αυτού περί αυτού χρήσωμαι λόγοις) της προς τον εντός άνθρωπον επιστροφής νοεράς και συννεύσεως, μάλλον δε πασών των της ψυχής δυνάμεων προς τον νουν επιστροφής, ο και θαυμαστόν ειπείν, όλος γίνεται και το προσγεγενημένον αυτώ εκ της κάτω περιπλανήσεως ειδεχθέν προσωπείον, διά πένθους απονίψασθαι σπεύδει. Βία τε ισχυρά κατάγχων το πολυπορευτόν της οικείας διανοίας, και το μοναδικόν του νου τριαδικόν ποιών, καίτοι μένον ενιαίον, τη θεαρχική μονάδι συνάπτεται διά προσευχής συνεπτυγμένης και νοεράς. Επί πολύν δε χρόνον εν ταύτη τη καταστάσει διακαρτερών τη γεννητική των απορρήτων και επί πλείον πλύνων εαυτόν, ου τα του πονηρού μόνον αποσμήχει κόμματος, αλλά και παν επίκτητον εκ μέσου ποιείται, καν της χρηστοτέρας ην μοίρας και διανοίας. Υπεραναβάς ουν, κατά τον θείον ειπείν Μάξιμον, μη μόνον παθών αλλά και των περί παθών λόγων, ουδέ φύσεως μόνον, αλλά και των περί αυτήν λόγων, ουδέ πάντων απαξαπλώς των ουκ αφάνταστων νοητών, αλλά και των περί αυτά λόγων, τον ενυπόστατον εν τη καρδία δέχεται της θείας χάριτος φωτισμόν, ουρανόν και ήλιον άλλον και την φύσει συνεπομένην τούτοις σιγήν νοητήν εν εαυτή ευρηκώς»· Εκκλησιαστική Αλήθεια Κωνσταντινουπόλεως 5(1883-1884) 94-95, νέα έκδοσις. Από τις πολλές σύγχρονες μονογραφίες και μελέτες για τον άγιο ξεχωρίζουν η του μονάχου Θεοκλήτου Διονυσιάτου, Ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς· ο βίος και η θεολογία του, Άγιον Όρος-Θεσσαλονίκη 1976 και η του ιερομόναχου (νυν μητροπολί­του Μαυροβουνίου) Αμφιλοχίου Ράντοβιτς, Το Μυστήριο της Αγίας Τριάδος κατά τον άγιον Γρηγόριον Παλαμάν, Θεσσαλονίκη 1973.

[9] Φιλόθεου Κόκκινου, Λόγος… 26, σελ. 54.
[10] Ιωάννου Καντακουζηνού, Ιστοριών, βιβλίον 2,39, Bonnae 1828, σελ. 545. Από τις διατυπώσεις αμφοτέρων των πηγών προκύπτει, ότι ο άγιος Γρηγόριος βρήκε την Σκήτη να υπάρχει, δεν άρχισε αυτός να την δημιουργεί. Και από τις δύο προκύπτει ότι μέσα στην ευρύτερη Σκήτη ο άγιος Γρηγόριος οικοδόμησε το δικό του «φροντι­στήριο». Η διατύπωση μάλιστα του Καντακουζηνού αφήνει την εντύπωση πολύ γνω­στής Σκήτης· «προς τη κατά Βέρροιαν Σκήτη φροντιστήριον οίκοδομήσας ο Γρηγόριος». Ως προς τον χρόνο της συστάσεως της Σκήτης η διατύπωση του άγιου Φιλοθέου, «το ταύτη παρακείμενον όρος και την εκεί συνισταμένην τότε των μοναζόντων σκήτην εισέρχονται» αφήνει την εντύπωση ότι τότε, ολίγον προ της αφίξεως του Αγίου Γρηγο­ρίου, άρχισε να «συνίσταται» η Σκήτη. Μοναχικός βίος στην περιοχή και ασκητήρια μεμονωμένα υπήρχαν μάλλον από παλαιότερα, όπως αυτό προκύπτει και από την πε­ρίπτωση του αγίου Αντωνίου του Νέου, την ζωή του οποίου η έρευνα, ιστορική και αρχαιολογική, τοποθετεί, τώρα πολύ παλαιά, τον 9ο ήδη αιώνα. Φαίνεται ότι ο λόγος που ανάγκασε τον άγιο Γρηγόριο Παλαμά με την συνοδεία του να φύγουν από το Άγιο Όρος, οι συνεχείς επιθέσεις δηλαδή των Τούρκων, (Φιλόθεου, Λόγος 24,452), συνετέλεσε ώστε ενωρίτερα και άλλοι μοναχοί να φύγουν απ’ εκεί και να ζητήσουν ασφαλέστερο τόπο ησυχίας στο παρακείμενο στον Αλιάκμονα όρος. Δεν υπάρχει πάν­τως καμμία αμφιβολία ότι προϋπήρχε η Σκήτη. Ο άγιος Φιλόθεος στην ίδια συνάφεια που παρουσιάζει την έλευση του αγίου Γρηγορίου στην Σκήτη γράφει ότι τον είχαν ως πρότυπο ζωής όχι μόνο οι μοναχοί της συνοδείας του «αλλά και οι το όρος εκείνο κατ' έρωτα θείας φιλοσοφίας και την πόλιν οικούντες» (Λόγος 26, σελ. 455), στη συνέ­χεια δε μας διηγείται το περιστατικό με τον αββά Ιώβ, ο οποίος ήταν ένας των «πολλών σπουδαίων, των παροικούντων εκείνο το όρος, γηραιός και την ηλικίαν και τον τρό­πον», έξω από την συνοδεία του αγίου Γρηγορίου σε ιδιαίτερο «οικίσκο» (Λόγος 29, 458 ε.).
[11] Φιλοθέου Κόκκινου, Λόγος 27, σελ. 456: «ο δε το μεν παραμένειν τη πατρίδι και αύθις αδύνατον είναι φήσας, το δε και τας αδελφάς συναποδημείν και δυνατόν λογισάμενος και συμφέρον, συν τοις αδελφοίς και ταύτας παραλαβών εις Βέρροιαν υποστρέφει και αύθις. Και τη πόλει ταύτας εγκαταστήσας κακεί της συνήθους αγωγής και της ασκήσεως έχεσθαι και αύθις παρασκευάσας εις το όρος αυτός επανατρέχει και την ασκητικήν αύθις καλύβην».

[12] Γ. Χιονιδη, «Ιστορικά προβλήματα και μνημεία εκ της παραμονής του αγίου Γρηγορίου Παλαμά εις την περιοχήν Βεροίας», Γρηγόριος Παλαμάς 50 (1967) 279-291.
[13] Λόγος 26, σελ. 453.

[14] Λόγος 35-36, σελ. 466 ε.
[15]  Λόγος 34,11-12.
[16] Επιστολή 234,1, PG 32,869 Α'.
[17] PG 151,682-83.
[18]  Υπέρ των ιερώς ησυχαζόντων 3, 2, 24, Γρηγοριου Παλαμα, Συγγράμματα, τομ. 1, σελ. 676, έκδ. Π. Χρηστου,Θεσσαλονίκη 1962
[19] Αυτόθι 1,1, σελ. 359.
[20] Αυτόθι 1,1,1-2, σελ. 361.
[21] Αυτόθι 1,1,4-6, σελ. 363-367.
[22] Αυτόθι 1,1,3, σελ. 367-368.
[23] Αυτόθι 1,1,3, σελ. 363.
[24] Αυτόθι 1,1, 8-9, σελ. 368-369. Μ. Βασίλειου, Επιστολή 223, PG 32,824 ΑΒ.
[25] Αυτόθι 1,1,9, σελ. 370-371.
[26] Αυτόθι 1,1, 11-12, σελ. 373-375, βλ. και 1,1,19, σελ. 383: «Ούτω τοίνυν και ο των έξω φιλοσόφων νους δόμα θείον, έμφυτον έχων την έμφρονα σοφίαν, παρατραπείς δε ταις υποβολαίς του πονηρού εις μωράν και πονηράν και άνουν, ως προϊσταμένην τοιούτων δογμάτων, μετεποίησε σοφίαν».
[27] Αυτόθι 2,1,4-6, σελ. 468-470.
Περιοδικό Θεοδρομία
Τεύχος 4 - Οκτώβριος Δεκέμβριος 2011