Κατά τά τέλη
τοῦ 4ου αἰ., ἕνας ἀνώτερος βυζαντινός ἀξιωματοῦχος, ὁ ἔπαρχος
Ὀλυμπιόδωρος, ἔγραψε στόν ὅσιο Νεῖλο τόν Ἀσκητή († περ. 430),
μαθητή τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου, καί τοῦ ζητοῦσε τή γνώμη
του, ἄν ταίριαζε νά εἰκονογραφήσει κυνηγετικές καί ἀλιευτικές
σκηνές «πρός ἡδονήν ὀφθαλμῶν» στό ναό πού μόλις εἶχε κτίσει. Ὁ ὅσιος
τοῦ ἀπάντησε πώς αὐτό τό σχέδιο ἦταν «νηπιῶδες καί βρεφοπρεπές»
καί τόν συμβούλευσε νά ζωγραφίσει τόν σταυρό, στήν ἀψίδα τοῦ ἱεροῦ,
καί σκηνές ἀπό τήν Παλαιά καί τήν Καινή Διαθήκη, στίς δύο πλευρές τοῦ
κλίτους. Μέ τόν τρόπο αὐτό, τοῦ ἔγραψε «αὐτοί πού δέν γνωρίζουν γράμματα
ἀλλ᾿ οὔτε μποροῦν νά διαβάζουν τίς θεῖες Γραφές, μέ τήν θεωρία τῆς ζωγραφιᾶς ὄχι
μόνο ἐνθυμοῦνται ὅσες ἀνδραγαθίες ἔκαναν οἱ ἀληθινοί δούλοι τοῦ Θεοῦ ἀλλά
συγχρόνως διεγείρονται νά ἀγωνισθοῦν νά ἀποκτήσουν κι αὐτοί ὅλα ἐκεῖνα τά
θαυμαστά καί αἰώνια ἀγαθά, γιά τά ὁποῖα οἱ ἅγιοι ἀντάλλαξαν τόν οὐρανό μέ τή γῆ,
προτιμῶντας ‘‘τῶν βλεπομένων τά μή ὁρώμενα’’»[1].
Ἡ Παλαιά
Διαθήκη (στό ἑξῆς: Π.Δ.) προεικονίζει τήν Καινή, ἐνῶ ἡ δεύτερη
ἐπικαλεῖται τήν πρώτη, ρίχνοντας τό φῶς τους ἡ μιά στήν ἄλλη.
Θεωρῶντας τά περίφημα ψηφιδωτά τῆς βυζαντινῆς βασιλικῆς τοῦ
Monreale τῆς
Σικελίας (12ος αἰ.) πού παρουσιάζουν τόν Χριστό -πού κρατεῖ στό ἕνα
χέρι εἰλητό Εὐαγγέλιο- ὡς δημιουργό τοῦ κόσμου[2]
ἤ τίς τοιχογραφίες τοῦ ναοῦ τοῦ Ἁγ. Σαββίνου στή Γαλλία (11ος αἰ.), οἱ
ὁποῖες εἰκονίζουν τόν Χριστό μέ τό φωτοστέφανο ἤδη Ἐσταυρωμένο,
ὡς δημιουργό τῆς σελήνης καί τοῦ ἥλιου, μᾶς δημιουργεῖται ἡ
πεποίθηση ὅτι Παλαιά καί Καινή Διαθήκη «σχηματίζουν τό σύνολο
μιᾶς προοδευτικῆς ἀποκάλυψης, ἀπ᾿ ὅπου πηγάζει ἡ ἀναγκαιότητα
νά ἀποφύγουμε κάθε διαχωρισμό, ἔστω κι ἄν ἡ Π. Δ. προηγεῖται καί
φυσικά ἀναγγέλει τήν Καινή»[3].
Οἱ πρῶτοι
Χριστιανοί, δέν διέκοψαν τή συνέχεια μέ τό ἱστορικό τους παρελθόν·
ἀντίθετα θεωροῦσαν τούς ἑαυτούς τους ἄμεσους συνεχιστές τῆς Π.Δ.
Οἱ Χριστιανοί ἦταν ὁ νέος
Ἰσραήλ, ἡ πλήρωση τῶν προφητειῶν. Ὁ ἀπόστ. Παῦλος ὀνομάζει
αὐτούς πού ἀνήκουν πλέον στό Χριστό ὡς «τοῦ Ἀβραάμ σπέρμα καί κατ᾿
ἐπαγγελίαν κληρονόμους» (Γαλ. 3, 29). Ὅλες οἱ προεικονίσεις
τῆς Π.Δ. ἀνήγγελλαν τή μέλλουσα σωτηρία, πού τελικά
πραγματοποιήθηκε μέ τήν θεία ἐνανθρώπιση. Ἡ Ἐκκλησία διδάσκει
ὅτι ἡ εἰκόνα βασίζεται πάνω στή σάρκωση τοῦ δευτέρου προσώπου τῆς
Ἁγ. Τριάδος. Οἱ Ἀπόστολοι ἔβλεπαν πλέον μέ τά σαρκικά τους μάτια
αὐτό πού προεικονιζόταν στήν Π.Δ. Δέν πρόκειται ἐδῶ, παρά γιά μιά
ἄμεση ὁλοκλήρωσή τῆς Π.Δ.
Εἶναι
γνωστό ὅτι ἡ χριστιανική εἰκαστική τέχνη πρωτοεκφράστηκε μέσα
ἀπό τίς τοιχογραφίες τῶν κατακομβῶν, σάν τέχνη πού κυρίως δίδασκε
τήν πίστη. Ὁ Χριστιανισμός, τήν ἐποχή ἐκείνη ἦταν, ὡς γνωστόν,
ἀπαγορευμένη θρησκεία. Οἱ πρῶτοι λοιπόν χριστιανοί ζωγράφοι,
θέλοντας νά ἐκφράσουν τήν πίστη πού τούς ἐνέπνεε καί γιά τήν ὁποία
τόσους διωγμούς καί στερήσεις ὑπέφεραν, πῆραν τή θεματογραφία
τους-ἐκτός ἀπό τόν ἑλληνιστικό κόσμο- ἀπό τούς πρώτους χριστιανούς
μάρτυρες καί ἀπό τήν Βίβλο. Τά περισσότερα ἀπό τά παλαιοδιαθηκικά
θέματα τῆς νεκρικῆς αὐτῆς ζωγραφικῆς, κυρίως τά συμβολικά,
προέρχονται ἀπό γεγονότα ὅπου εἴχαμε καθοριστική ἐπέμβαση τοῦ
Θεοῦ ὑπέρ τοῦ περιούσιου λαοῦ. Τέτοιες σκηνές ἦταν ἡ παράσταση τοῦ
Νῶε μέσα στή Κιβωτό, τοῦ Ἀβραάμ, τοῦ Αἰγύπτιου Φαραώ, τοῦ Μωϋσῆ πού
κτυπᾶ μέ τή ράβδο τήν πέτρα ἀπ' ὅπου ἀνέβλυσε τό νερό, Τῶν Τριῶν
Παίδων ἐν καμίνῳ, τοῦ Δανιήλ στό λάκκο τῶν λεόντων τῆς ἀπαλλαγῆς τῆς
Σωσάννας ἀπό τήν κατηγορία περί μοιχείας, κ.ἄ. Ἐπιπλέον
συναντοῦμε τίς παραστάσεις τῶν πρωτοπλάστων μέ τόν ἀρχέκακο ὄφη,
τοῦ Ἰώβ, τῆς ἀναλήψεως τοῦ Προφήτη Ἠλία, τοῦ Ἰωνᾶ μέσα στό κῆτος
κ.ἄ., πού ἐμφανίζονται ἤδη ἀπό τόν 1ο αἰ.
Οἱ πρῶτες
συμβολικές παραστάσεις τῆς Θείας Εὐχαριστίας, πού συχνά
συναντῶνται μέσα στίς κατακόμβες τῆς Ρώμης καί ἀργότερα
περιλήφθηκαν στό βυζαντινό εἰκονογραφικό πρόγραμμα, δείχνουν τόν
ἰχθύ, τήν σκηνή τοῦ πολλαπλασιασμοῦ τῶν ἄρτων, τόν γάμο τῆς Κανᾶ, τό
Ἐσφαγμένο Ἀρνίο, τήν θυσία τοῦ Ἀβραάμ, τόν Δανιήλ στό λάκκο τῶν
λεόντων, τούς τρεῖς Παῖδας ἐν καμίνῳ κ. ἄ. Οἱ παραστάσεις ὅμως αὐτές
στίς κατακόμβες δέν ἔχουν ἱστορικό χαρακτῆρα, ἀλλά μόνο
συμβολικό. Χαρακτηριστικό παράδειγμα, ἡ περιπέτεια τοῦ Ἰωνᾶ, μέ
τήν παραμονή του στό κῆτος καθώς καί τήν ἔξοδό του ἀπ' αὐτό, πού
θεωρεῖται μία ἀπό τίς σπουδαιότερες παλαιοδιαθηκικές
προτυπώσεις τῆς τριήμερης Ταφῆς καί τῆς Ἀνάστασης τοῦ Χριστοῦ. Τά
παραπάνω θέματα, ἀργότερα ἀναπτύχθηκαν, ἐμπλουτίστηκαν καί
διατηρήθηκαν στή μετέπειτα βυζαντινή τέχνη, ἀποτελῶντας μέρος
τοῦ καθορισμένου προγράμματος ἁγιογραφήσεως τοῦ ὀρθόδοξου
ναοῦ.
Οἱ
ἀρχαιότερες σωζόμενες τοιχογραφίες μέ παλαιοδιαθηκική
ἀναφορά, πού ἔχουν βρεθεῖ μέχρι σήμερα -ἐκτός ἀπ' αὐτές τῶν
κατακομβῶν- τοῦ α΄ τετάρτου τοῦ 3ου αἰ., εἶναι αὐτές πού διακοσμοῦσαν
μιά συναγωγή στή Δούρα-Εὐρωπό, μιά μικρή πόλη τῆς δυτικῆς ὄχθης τοῦ
Εὐφράτη. Ἐδῶ ἡ παρουσία τοῦ θείου αἰσθητοποιεῖται μέ τό χέρι τοῦ
Θεοῦ, τό Ναό ἤ τή Διαθήκη, ἀφοῦ ὁ Ἰουδαϊκός νόμος ἀπαγόρευε
ὁποιαδήποτε ἀπεικόνιση τοῦ Θεοῦ. Στήν ἴδια πόλη, σέ χριστιανικό
βαπτιστήριο, βρίσκουμε τοιχογραφίες πού ἀνάγονται στό β΄ τέταρτο
τοῦ 3ου αἰ.· σύγχρονες δηλ. μ᾿ αὐτές τῶν ρωμαϊκῶν κατακομβῶν. Ἐδώ,
ἐκτός ἀπό καινοδιαθηκικές σκηνές ὅπως ὁ Καλός Ποιμήν καί οἱ
Μυροφόρες στόν τάφο τοῦ Κυρίου, βρίσκουμε καί θέματα ἀπό τήν Π.Δ.
ὅπως οἱ πρωτόπλαστοι καί ὁ Δαβίδ μέ τό σπαθί τοῦ ἀποκεφαλισμοῦ τοῦ
Γολιάθ. Ἡ εἰκονογράφηση τῆς νίκης αὐτῆς τοῦ Δαβίδ εἶναι ταυτόχρονα
καί ἡ ἱστόρηση τῆς νίκης τοῦ Χριστοῦ πάνω στό θάνατο.
Μέσα στό
Σύμβολο τῆς Πίστεως Νίκαιας-Κωνσταντινουπόλεως ὁμολογοῦμε ὅτι ὁ
Χριστός «ὡμίλησεν διά τῶν προφητῶν». Στό καθολικό τῆς μονῆς τῆς Ἁγ.
Αἰκατερίνης, στό θεοβάδιστο ὄρος Σινᾶ, στόν ἴδιο χῶρο μέ τό
περίφημο ψηφιδωτό τῆς Μεταμορφώσεως (6ος αἰ.), ὑπάρχουν καί δύο
σκηνές ἀπό τό βίο τοῦ Μωϋσῆ πού σχετίζονται μέ τά παλαιοδιαθηκικά
γεγονότα πού συνέβησαν στόν ἱερό αὐτό τόπο. Στό ἕνα, ὁ Μωϋσῆς
λύνει τά ὑποδήματά του μπροστά στή φλεγομένη ἀλλά μή καιομένη Βάτο
καί στό ἄλλο λαμβάνει τό Νόμο στό ὄρος Σινᾶ ἀπό τό χέρι τοῦ Θεοῦ. «Ἡ
ἀπεικόνιση τῶν δύο αὐτῶν παλαιοδιαθηκικῶν ἐπεισοδίων μαζί μέ
τή Μεταμόρφωση, πέρα ἀπό τή σχέση τους μέ τόν τόπο, μπορεῖ νά
ἑρμηνευτεῖ καί ἀπό τό γεγονός ὅτι οἱ δύο θεοφάνειες τῆς Π.Δ.
θεωροῦνται ἀπεικονίσεις, εἶναι τύπος τῆς θεοφάνειας στό ὄρος
Θαβώρ»[4].
Στό μεσαῖο
κλίτος τῆς βασιλικῆς τῆς S. Maria
Maggiore, ὅπου
βρίσκουμε τό σημαντικότερο ψηφιδωτό σύνολο τῆς Ρώμης (432-444 μ.Χ.),
ἀπεικονίζονται θέματα τῆς Π.Δ. ὅπως σκηνές ἀπό τή ζωή τοῦ Ἀβραάμ,
Ἰσαάκ καί Ἰακώβ καί θέματα ἀπό τήν ἱστορία τοῦ Μωϋσῆ καί τοῦ Ἰησοῦ
τοῦ Ναυῆ. Ὁ ἀφηγηματικός χαρακτήρας τῶν παραστάσεων αὐτῶν εἶναι
ἔντονος. Τά μωσαϊκά αὐτά πρέπει νά θεωρηθοῦν ὅτι ἔχουν σάν πρότυπο
εἰκονογραφημένα χειρόγραφα τῆς Π.Δ.[5].
Στόν ἴδιο ναό, στό χῶρο τοῦ ἱεροῦ, στήν ἐμφάνιση τῶν τριῶν Ἀγγέλων
στόν Ἀβραάμ, ἡ φωτεινή δόξα περιβάλλει τό μεσαῖο Ἄγγελο, τόν ὁποῖο
προσεφώνησε ὁ πατριάρχης, καί θεωρεῖται ὁ Χριστός. Ἡ δόξα ἐδῶ
εἶναι «ἔνδειξη θεοφάνειας, τῆς θείας καταγωγῆς Του»[6].
Ἀνάμεσα στά περίφημα βυζαντινά ψηφιδωτά τοῦ ναοῦ τοῦ Ἁγ.
Βιταλίου, στή Ραβέννα τῆς Ἰταλίας (540-547 μ.Χ.), συναντοῦμε καί
ἀρκετές σκηνές ἀπό τήν Π.Δ. ὅπως ἡ Φιλοξενία τῶν τριῶν Ἀγγέλων ἀπό
τόν Ἀβραάμ (Γέν. 18, 1-8) στόν
ὁποῖο προανήγγειλαν τή γέννηση τοῦ Ἰσαάκ, ἡ Θυσία τοῦ Ἰσαάκ (Γέν. 22, 1-13), ἡ Θυσία τοῦ Ἄβελ (Γέν. 4, 1-5) καί ἡ προσφορά τοῦ
Μελχισεδέκ (Γέν. 14, 18-20). Πάνω
ἀπό τά θέματα αὐτά ὑπάρχουν δύο ἰπτάμενοι ἄγγελοι πού κρατοῦν
μετάλλιο μέ σταυρό καί ἑκατέρωθεν οἱ προφῆτες Ἱερεμίας καί
Ἡσαΐας, οἱ ὁποῖοι προεῖδαν τό Πάθος τοῦ Χριστοῦ, καί δύο σκηνές ἀπό
τό βίο τοῦ Μωϋσῆ. Πιό πάνω ἀπό τά θέματα αὐτά, εἰκονίζονται οἱ
τέσσερεις Εὐαγγελιστές μέ τά σύμβολά τους. «Ἡ ἀπεικόνιση τῶν
παραπάνω ἐπεισοδίων ἀπό τήν Π. Διαθήκη ἔγινε ἀντιτυπικά,
δηλαδή γιά νά δηλωθεῖ ὅτι τά γεγονότα τῆς ἱστορίας τοῦ Χριστοῦ πού
περιέγραψαν οἱ Εὐαγγελιστές, οἱ ὁποῖοι εἰκονίζονται πάνω ἀπ'
αὐτά, προεικονίστηκαν στήν Π. Διαθήκη»[7].
Στούς
πλάγιους τοίχους τοῦ ὀκταγωνικοῦ ναοῦ τοῦ Ἁγ. Βιταλίου στή Ραβέννα
(περί τό 547 μ.Χ.), ἔχουμε τίς προεικονίσεις τῆς θυσίας τοῦ Χριστοῦ
καί τῆς Θείας Εὐχαριστίας, ὅπως εἶναι οἱ ψηφιδωτές παραστάσεις τῆς
φιλοξενίας τοῦ Ἀβραάμ, τῆς θυσίας τοῦ Ἰσαάκ, τῆς θυσίας τοῦ Ἄβελ
καί τοῦ Μελχισεδέκ, σκηνές ἀπό τή ζωή τοῦ Μωϋσῆ κ.ἄ. Ἀναφορικά μέ τό
Μωϋσῆ, σχετική μέ τό Μυστήριο τῆς Θείας Εὐχαριστίας, εἶναι ἡ
σκηνή πού μέ τή ράβδο του ἔβγαλε νερό ἀπό τήν ἄγονη πέτρα καί
ξεδίψασε ὁ λαός τοῦ Ἰσραήλ στήν ἔρημο. Τό θαῦμα αὐτό προτυπώνει τό
«καινόν πόμα», πού ἐκπορεύεται ἀπό τόν ζωηφόρο τάφο τοῦ Κυρίου
καί παραπέμπει στό Μυστήριο τῆς Θείας Εὐχαριστίας.
Παραστάσεις μέ θέματα ἀπό τήν Π.Δ. ἔχουμε και σέ εἰκονογραφημένα
χειρόγραφα ὅπως στή Γένεση τῆς Ἐθν. Βιβλιοθήκης τῆς Βιέννης
(5ος αἰ.), κώδικας στόν ὁποῖο ξεχωρίζουν οἱ μικρογραφίες μέ τά
ἐπεισόδια τοῦ Ἰακώβ καί τοῦ Ἠσαῦ, τοῦ Ἰακώβ μέ τό ποίμνιό του καί τοῦ
Ἐλιέζερ καί τῆς Ρεβέκκας. Στό ἑλληνικό Εὐαγγέλιο τοῦ
Ροσσάνο τῆς Καλαβρίας (6ου αἰ.) ἀξιοσημείωτο ἐδῶ,γιά τό θέμα στό
ὁποῖο ἀναφερόμαστε, εἶναι ὅτι σκηνές ὅπως τοῦ Μυστικοῦ Δείπνου,
τῆς Κοινωνίας τοῦ Ἄρτου καί τῶν δέκα Παρθένων, ἀκολουθοῦν στό κάτω
μέρος τους προφῆτες πού φέρουν ἀνοικτά εἰλητάρια «διά τῶν ἐπιγραφῶν
τῶν ὁποίων ὑπενθυμίζεται ἡ πλήρωσις τῆς Π.Δ. διά τῆς Καινῆς»[8].
Χαρακτηριστικό ἐξ ἄλλου τοῦ ἑλληνικοῦ χειρογράφου Λόγων τοῦ ἁγ.
Γρηγορίου τοῦ Ναζιανζηνοῦ (Ἀμβροσιανή Βιβλιοθήκη τοῦ
Μιλάνου, ἀρ. 49-50), εἶναι ὅτι ὁ ζωγράφος ἀπεικονίζει πρόσωπα καί
γεγονότα κυρίως τῆς Π.Δ., ἐνῶ σχεδόν λείπουν οἱ καινοδιαθηκικές
σκηνές. Δίνει ἔτσι περισσότερο σημασία στήν ἀλληγορία.
Ἀναφέρουμε ἐπίσης δειγματολειπτικά τό περγαμηνό εἰλητάριο τοῦ
10ου αἰ. τοῦ Βιβλίου τοῦ Ἰησοῦ τοῦ Ναυῆ τῆς βιβλιοθήκης τοῦ
Βατικανοῦ (Palat. Grec. 431), πού
ἀπεικονίζει μέ ἑλληνιστική τεχνοτροπία ἐπεισόδια τοῦ βίου τοῦ
Ἰησοῦ τοῦ Ναυῆ καθώς καί τό Ψαλτήριον τοῦ 10ου αἰ. τῆς Ἐθν.
Βιβλιοθήκης τῶν Παρισίων (ἀρ. 139), μέ τίς 14 μεγάλες ἀπεικονίσεις,
ἐμπνευσμένες ὅλες ἀπό τήν Π.Δ.
Μετά τή
νίκη τῆς Ὀρθοδοξίας καί τό θρίαμβο τῶν ἱερῶν εἰκόνων διά τῆς Ζ΄
Οἰκουμενικῆς Συνόδου, ἐπιβάλλεται μία ἱεραρχική τάξη στά
εἰκονογραφικά θέματα. Ὅλα τά θέματα στή μνημειακή ζωγραφική
συνιστοῦν τρεῖς εἰκονογραφικούς κύκλους καί ἱστοροῦνται σέ
καθωρισμένη θέση στό ναό, κάτι πού γίνεται κανόνας στή βυζαντινή
ἁγιογραφία. Οἱ κύκλοι αὐτοί εἶναι ὡς γνωστόν ὁ δογματικός, ὁ
λειτουργικός καί ὁ ἱστορικός (ἑορταστικός).
Ἀπό τό
θεματολόγιο τῆς Π.Δ., στό δογματικό κύκλο ἀνήκουν οἱ Προφῆτες πού
προανήγγειλαν τόν Σωτήρα καί πού βρίσκονται στό τύμπανο τοῦ
τρούλλου, ἀμέσως κάτω ἀπό τόν Παντοκράτορα. Λειτουργικό
χαρακτῆρα ἔχουν οἱ παραστάσεις τῆς θυσίας τοῦ Ἀβραάμ, τοῦ
Μελχισεδέκ, τοῦ Ἀαρών, τοῦ Δανιήλ καί τῶν τριῶν Παίδων, πού συνήθως
ἀπεικονίζονται ἐντός τοῦ ἁγίου Βήματος. Ὁ τρίτος κύκλος
ἀναπτύσσεται στίς τέσσερεις καμάρες, στούς πλάγιους τοίχους καί στό
νάρθηκα τοῦ βυζαντινοῦ ναοῦ.
Στόν
τρούλλο, στό τύμπανο καί κάτω ἀπό τό χορό τῶν Ἀγγέλων, συνήθως
συναντοῦμε τόν κυκλικό χορό τῶν Προφητῶν, θέμα πού παριστάνεται
συχνά, ἤδη ἀπό τή μεσοβυζαντινή ἐποχή. Ἀπό τήν ἐποχή τῶν
Παλαιολόγων καθιερώνεται τό θέμα αὐτό αὐτό σχεδόν ἀποκλειστικά
γιά τρουλλαίες ἐκκλησίες[9].
Ἡ εἰκονογράφηση ἐμπνέεται ἀπό τά λόγια τοῦ Κυρίου: «ὅτι δεῖ
πληρωθῆναι πάντα τά γεγραμμένα ἐν τῷ νόμῳ Μωϋσέως καί τοῖς
προφήταις καί ψαλμοῖς περί ἐμοῦ» (Λουκ. 24, 44). Ὁ ἀριθμός τῶν
Προφητῶν δέν εἶναι σταθερός, καθώς ἐξαρτᾶται ἀπό τό μέγεθος τοῦ
τρούλλου. Συνήθως στήν ἱερότερη γιά τούς Ὀρθοδόξους θέση τοῦ
ὀρίζοντα, τήν ἀνατολή, εἰκονίζονται τιμητικῶς οἱ Προφῆτες Δαβίδ
καί Σολομῶν. Ἡ διάταξη αὐτή δέν πρέπει νά εἶναι ἄσχετη μέ τή
δαβιτική καταγωγή τῆς γενεᾶς τοῦ ἐνανθρωπισμένου Χριστοῦ[10].
Ἄλλωστε ἡ θέση αὐτή τοῦ ναοῦ -κοντά δηλ. στόν Παντοκράτορα- πού
ἱστοροῦνται οἱ προφῆτες, πού εἶχαν προαναγγείλει τήν ἔλευση τοῦ
Χριστοῦ, ταιριάζει μέ τίς περικοπές τῶν προφητικῶν κειμένων πού
ἀναγράφονται στά εἰλητάρια πού κρατοῦν.
Ἡ σκηνή
τῆς Φιλοξενίας τοῦ Ἀβραάμ ( Γεν. 18, 1-15) παρουσιάζει τρεῖς
ἀγγέλους νά μοιράζονται ἕνα γεῦμα ὑπό τή σκιά πού δίνει ἡ δρύς τοῦ
Μαμβρῆ. Αὐτή ἡ σκηνή παίρνει εὐχαριστιακό χαρακτῆρα, ὅταν
τοποθετεῖται κοντά στό ἱερό θυσιαστήριο, ἐντός τοῦ ἁγίου Βήματος,
τακτική πού συναντᾶται στό βυζαντινό κόσμο ἤδη ἀπό τόν 11ο αἰ.[12]
Περιβαλλόμενος ἀπό τόν Ἀβραάμ καί τή Σάρα, ὁ Ἄγγελος στό κέντρο
προεξάρχει τοῦ συμποσίου. Ἡ Φιλοξενία τοῦ Ἀβραάμ φανερώνει ὅτι
«τέλος τῆς Εὐχαριστίας εἶναι ἡ ἐν ταῖς ψυχαῖς ἡμῶν ὑπό μορφήν
ταπεινοῦ διαβάτου φιλοξενία αὐτοῦ τοῦ Θεοῦ»[13].
Ὁ μόσχος ἕτοιμος νά σφαγεῖ, παριστάνεται μπροστά ἀπό τό
τραπέζι-θυσιαστήριο. Συνήθως, κοντά στή τοιχογραφία αὐτή, πάνω
στό ἐμπρόσθιο τοίχωμα, εἰκονίζεται ὁ Ἀβραάμ ἕτοιμος νά θυσιάσει
τόν υἱό του Ἰσαάκ· σκηνή πού παραπέμπει στό Χριστό πού δίνει τή ζωή Του
γιά ὅλο τόν κόσμο, σέ κάθε θεία Λειτουργία πού γίνεται σέ Ὀρθόδοξο
θυσιαστήριο.
Ἡ
Ρίζα τοῦ Ἰεσσαί, μία ἀπό
τίς πλουσιότερες παραστάσεις τῆς μνημειακῆς ζωγραφικῆς, πού
δείχνει συνάμα καί τήν ἀμεσότητα τῆς σχέσης Παλαιᾶς καί Νέας
Διαθήκης εἶναι ἕνα πολυπρόσωπο θέμα πού συνήθως ἱστορεῖται στίς
τράπεζες τῶν μονῶν, καθώς ἀπαιτεῖται εὑρύτητα χώρου γιά νά
ἀναπτυχθεῖ.
Ἐξίσου
πλούσια εἶναι καί ἡ εἰκονογράφηση ἑνός ἄλλου θέματος μέ
παλαιοδιαθηκικές ρίζες ἀλλά ἀναφορά στό βασικότερο μετά τό
Χριστό πρόσωπο τῆς Νέας Διαθήκης, τήν Κυρία Θεοτόκο: Ἡ Παναγία
καθημένη ἐπί θρόνου, φέρουσα ὡς βρέφος τόν Χριστόν, καί ὑποκάτω τοῦ
ὑποποδίου ἡ ἐπιγραφή αὕτη· « Ἄνωθεν οἱ προφῆται σέ προσκυνοῦσιν»·
καί γύρωθεν οἱ προφῆται...[14].
Ἄλλες ἀπεικονίσεις στίς ὁποῖες ἔχουμε συνάντηση τῆς Παλαιᾶς καί
τῆς Καινῆς Διαθήκης, εἶναι ἡ παράσταση τῆς Εἰς Ἄδου Καθόδου τοῦ
Κυρίου καθώς καί τῆς Ὑπαπαντῆς τοῦ Κυρίου· μιᾶς ἑορτῆς
ὅπου ἀποκαλύπτεται τό νόημα τῶν παλαιοδιαθηκικῶν προφητειῶν μέ
τόν πιό συγκεκριμένο καί σαφή τρόπο.
Ἡ
πραγματοποίηση τῆς ὑπόσχεσης τοῦ Θεοῦ στόν ἄνθρωπο γιά τήν λύτρωσή
του ἁγιάζει καί φωτίζει ἐπίσης τόν παλαιοδιαθηκικό ἄνθρωπο,
συμπεριλαμβάνοντάς τον μέσα στήν ἐξαγορασμένη ἀνθρωπότητα.
«Μποροῦμε τώρα ν᾿ ἀναπαριστάνουμε, μετά τήν σάρκωση, τούς
Προφῆτες καί τούς Πατριάρχες τῆς Π.Δ. ὡς μάρτυρες τῆς ἤδη
ἐξαγορασμένης ἀνθρωπότητας ἀπό τό αἷμα τοῦ ἐνανθρωπήσαντος
Θεοῦ»[15].